
Η εμπορική συμφωνία της Ευρώπης με τις ΗΠΑ για δασμούς 15% σε ευρεία γκάμα προϊόντων δημιουργεί διαχειρίσιμες επιπτώσεις για τις εταιρείες, αλλά δεν αντιμετωπίζει την αβεβαιότητα ειδικά για τους επιχειρηματικούς ομίλους της ΕΕ. Το ντιλ των Βρυξελλών με τον Τραμπ αφήνει ανοικτά ερωτήματα για συγκεκριμένους κλάδους, ειδικά για τις αυτοκινητοβιομηχανίες, τις φαρμακευτικές, τις μεταλλευτικές και τις εταιρείες μικροτσίπ. Οι τέσσερις συγκεκριμένοι κλάδοι αναμένεται ότι θα υπόκεινται σε διαφορετικούς δασμούς, με τις ανάλογες επιπτώσεις. Αυτό σημειώνει σε νέα του έκθεση ο οίκος αξιολόγησης S&P Global Ratings με τίτλο «Η εμπορική συμφωνία ΕΕ-ΗΠΑ μειώνει αλλά δεν εξαλείφει την αβεβαιότητα για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις».
Ως επιπλέον έμμεσους αλλά σημαντικούς κινδύνους ο οίκος προσδιορίζει την επιδείνωση των παγκόσμιων συνθηκών εμπορίου λόγω των δασμών, τη γενικότερη αβεβαιότητα της αγοράς, πιθανές διαταραχές στις αλυσίδες εφοδιασμού, γεωπολιτικές εντάσεις και ένα ασθενέστερο δολάριο. Ένα ισχυρότερο ευρώ κάνει λιγότερο ανταγωνιστικές τις εξαγωγές ευρωπαϊκών προϊόντων σε χώρες εκτός ευρωζώνης και ειδικά προς τις ΗΠΑ που είναι μαζί με την Κίνα η μεγαλύτερη αγορά του κόσμου. Οι πέντε αυτοί κίνδυνοι αναμένεται ότι θα προκαλέσουν μεγαλύτερες πιέσεις στους εταιρικούς ομίλους της Ευρώπης από όσο οι ίδιοι οι δασμοί, που έρχονται να προστεθούν στις υπόλοιπες προκλήσεις, προειδοποιεί ο οίκος.
Πως διαμορφώνεται η κατάσταση
Οι καθολικοί δασμοί 15% στις εξαγωγές της ΕΕ προς τις ΗΠΑ, που ανακοινώθηκαν στις 27 Ιουλίου είναι σημαντικά χαμηλότεροι από το 30% που θα ίσχυε εάν δεν υπήρχε εμπορική συμφωνία πριν από την 1η Αυγούστου. Παρόλο που η εμπορική συμφωνία ΕΕ-ΗΠΑ αποτελεί ένδειξη διαχειρίσιμης διατλαντικής εμπορικής σχέσης εάν η ΕΕ δείξει ευελιξία στα αιτήματα των ΗΠΑ, δεν είναι ακόμη νομικά δεσμευτική και φαίνεται να υπάρχουν διαφορετικές ερμηνείες για τα όσα συμφωνήθηκαν σε ορισμένους τομείς. Επομένως, δεν αναμένουμε να είναι έτοιμο σύντομα ένα νομικό σχέδιο της συμφωνίας, σημειώνει ο οίκος.
Οι κίνδυνοι
«Κατανοούμε ότι οι δασμοί 15% δεν αποτελούν εγγυημένο ανώτατο όριο για όλους τους κλάδους της ΕΕ. Εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικοί τομείς αβεβαιότητας σχετικά με την αντιμετώπιση των κλάδων που εξακολουθούν να ελέγχονται βάσει του άρθρου 232 του Νόμου περί Επέκτασης Εμπορίου των ΗΠΑ του 1962. Συγκεκριμένα, η νομική επικύρωση της συμφωνίας απαιτεί δημοσίευση στο Ομοσπονδιακό Μητρώο στις ΗΠΑ και επικύρωση στην ΕΕ, γεγονός που δημιουργεί αβεβαιότητα σχετικά με το πότε θα εφαρμοστεί ο δασμός του 15% σε κλάδοι που επηρεάζονται ιδιαίτερα, όπως τα αυτοκίνητα, τα οποία εν τω μεταξύ εξακολουθούν να υπόκεινται σε δασμό 27,5%. Ο δασμός του 50% που καλύπτει τις εξαγωγές προϊόντων χάλυβα, αλουμινίου και χαλκού προς τις ΗΠΑ παραμένει επίσης σε ισχύ προς το παρόν», επισημαίνεται.
Ερωτηματικό οι επενδύσεις
Σημαντικό μέρος της συμφωνίας της 27ης Ιουλίου είναι η πρόθεση των εταιρειών της ΕΕ να επενδύσουν 600 δισεκατομμύρια δολάρια στις ΗΠΑ έως το 2029. Οι ΗΠΑ αναφέρουν ότι αυτά τα 600 δισεκατομμύρια δολάρια θα προστεθούν στα 100 δισεκατομμύρια δολάρια που οι εταιρείες της ΕΕ επενδύουν ήδη στις ΗΠΑ κάθε χρόνο. «Θεωρούμε αυτή τη δέσμευση περισσότερο φιλόδοξη παρά σταθερή δέσμευση και αμφισβητούμε τον τρόπο με τον οποίο θα εντοπίζονται και θα παρακολουθούνται αυτές οι επενδύσεις. Επίσης, δεδομένων των σημαντικών ποσών που εμπλέκονται, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι οι εταιρείες της ΕΕ θα χρειαστεί να επανεξετάσουν τα τρέχοντα επενδυτικά τους σχέδια στην Ευρώπη και σε άλλες περιοχές. Η ανακατεύθυνση κεφαλαίων προς τις ΗΠΑ θα μπορούσε να περιορίσει την ευελιξία των εταιρειών να κατανείμουν τις επενδύσεις με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο, σύμφωνα με τον στρατηγικό τους σχεδιασμό», σύμφωνα με την S&P Global Ratings.
Οι εκτιμήσεις
Η εμπορική συμφωνία αναμένεται να βοηθήσει στη μείωση της επιχειρηματικής αβεβαιότητας στην ΕΕ και να μετριάσει κάπως τους σημαντικούς κινδύνους που σχετίζονται με την πολιτική των ΗΠΑ. Ωστόσο, η κατάσταση με τους δασμούς αυτούς έχει ήδη μειώσει την επιχειρηματική εμπιστοσύνη και τις εκτιμήσεις για τα έσοδα και τα κέρδη σε πολλούς τομείς της ΕΕ. Στις ανακοινώσεις αποτελεσμάτων του δεύτερου τριμήνου, ορισμένες εταιρείες έχουν αναθεωρήσει προς τα κάτω τις προσδοκίες τους για το τρέχον έτος, σημειώνεται.
«Η S&P Global Ratings πιστεύει ότι υπάρχει υψηλός βαθμός απρόβλεπτου χαρακτήρα σχετικά με την εφαρμογή πολιτικής από την κυβέρνηση των ΗΠΑ και τις πιθανές αντιδράσεις – ειδικά όσον αφορά τους δασμούς – και την πιθανή επίδραση στις οικονομίες, τις αλυσίδες εφοδιασμού και τις πιστωτικές συνθήκες σε όλο τον κόσμο. Ως αποτέλεσμα, οι βασικές μας προβλέψεις ενέχουν σημαντικό βαθμό αβεβαιότητας, που εντείνεται από τις συνεχιζόμενες περιφερειακές γεωπολιτικές συγκρούσεις», προσθέτει ο οίκος.