Αγοραία παιδεία

Η ανακοίνωση της αδειοδότησης τεσσάρων ιδιωτικών πανεπιστημίων ήρθε να επιβεβαιώσει όλες τις κριτικές που είχαν ασκηθεί στη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης να παρακάμψει τη ρητή απαγόρευση του Συντάγματος (την οποία δυστυχώς νομιμοποίησε η πλειοψηφία του ΣτΕ) και να φέρει και στη χώρα μας την ιδιωτική ανώτατη εκπαίδευση.

Ιδρύματα που ως ένα βαθμό είναι ακόμη γιαπιά, σε χώρους που δεν αντιστοιχούν ακριβώς σε campus, με προγράμματα σπουδών που δεν είχαν ακόμη πιστοποιηθεί και με διδακτικό ερευνητικό προσωπικό που δεν έχει ακόμη ανακοινωθεί ούτε ποιο είναι ούτε ποια ήταν η διαδικασία με την οποία επιλέχτηκε και με βάση ποια κριτήρια αξιολογήθηκε, αυτή είναι η εικόνα που δίνουν τα νεοσύστατα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Τα οποία προφανώς και δεν εντάσσονται σε κανέναν εκπαιδευτικό ή αναπτυξιακό σχεδιασμό, ούτε τέτοιες παράμετροι ελήφθησαν υπόψη κατά την αδειοδότησή τους, εάν αναλογιστούμε, ότι δόθηκε άδεια για την ίδρυση τριών επιπλέον Νομικών Σχολών, την ώρα που πρόσφατα η τότε αρμόδια υπουργός είχε αρνηθεί το αίτημα του Πανεπιστημίου Πατρών για ίδρυση αντίστοιχης σχολής με το επιχείρημα ότι υπάρχει πλεονασμός σχετικών τμημάτων και αποφοίτων.

Και βέβαια ιδρύματα που δεν έχουν δώσει κανένα εχέγγυο, ότι όντως θα προσφέρουν την υψηλού επιπέδου εκπαίδευση που συνήθως ταυτίζουμε με την ανώτατη παιδεία και που δεν υποκαθίσταται προφανώς από το ότι οι διδάσκοντες θα έχουν διδακτορικό τίτλο. Αρκεί να θέσουμε το ερώτημα εάν τα ιδιωτικά νοσοκομεία με τα οποία θα συνεργαστούν οι υπό ίδρυση σχολές πληρούν τα χαρακτηριστικά του πανεπιστημιακού νοσοκομείου, δηλαδή του χώρου όπου είναι οργανωμένος – και με μακρά σχετική εμπειρία και οργανωτική-θεσμική μνήμη – για να συνδυάζει την παροχή κλινικού έργου, με την επιστημονική διδασκαλία και την έρευνα, ή εάν στην πραγματικότητα θα υπολείπονται σε πολύ σημαντικό βαθμό των δημόσιων πανεπιστημιακών νοσοκομείων και σχολών, τα πτυχία των οποίων ωστόσο θα ανταγωνίζονται.

Ολα αυτά αποτυπώνουν τον  εμφανώς αγοραίο χαρακτήρα και προσανατολισμό αυτών των ιδρυμάτων, δηλαδή την προσπάθειά τους πρωτίστως να ανταποκριθούν σε μια «ζήτηση» και όχι σε μια κοινωνική ανάγκη. Βεβαίως, θα βρουν μια πελατεία μεταξύ εκείνων που θεωρούν, ότι για παράδειγμα η αδυναμία να πετύχουν τις υψηλές βαθμολογίες που αντιστοιχούν στις σχολές υψηλού κύρους όπως οι Ιατρικής ή οι Νομικές, δεν θα πρέπει να αποτελεί εμπόδιο, εφόσον διαθέτουν την οικονομική ευρωστία ώστε να διεκδικήσουν έναν «παράλληλο» δρόμο.

Οσο για την παρουσία ανθρώπων που σταδιοδρόμησαν στο δημόσιο ελληνικό πανεπιστήμιο, έκαναν καριέρα χάρη στις δυνατότητες που τους έδωσε, συμπεριλαμβανομένης της ερευνητικής υποδομής και τώρα νομιμοποιούν, διά της παρουσίας τους σε θέσεις ευθύνης, αυτή την προσπάθεια αθέμιτου ανταγωνισμού σε βάρος της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης, ο καθένας μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του.

Για μην αναφερθούμε και στην περίπτωση πανεπιστημιακού που πέρασε και από θέση ευθύνης στο υπουργείο Παιδείας. Αλλωστε, τα φαινόμενα «περιστρεφόμενων θυρών» ανάμεσα στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα πολλαπλασιάζονται σε όλη την Ευρώπη.