
Από μία ομιλία σχεδόν 7.500 λέξεων στο Βελλίδειο και από τις δύο ώρες και 40 λεπτά της συνέντευξης Τύπου την επομένη των εξαγγελιών του, ο Κυριάκος Μητσοτάκης άφησε κάτι απέξω. Για πρώτη φορά δεν στάθηκε στον στόχο διεκδίκησης της αυτοδυναμίας στις επόμενες εκλογές – τουλάχιστον όχι με την αυτοπεποίθηση με την οποία το έκανε έως τώρα.
Ακριβέστερα, η λέξη «αυτοδυναμία» βρέθηκε στα πρωθυπουργικά χείλη μόνο μία φορά και απλώς ως υπενθύμιση ότι «φάνταζε δύσκολη σε κάποιους» το 2023 «κι όμως επιτεύχθηκε». Μπορεί να επανέλαβε ότι πιστεύει «στις μονοκομματικές κυβερνήσεις, το ίδιο θα επιδιώξουμε», ωστόσο η αλλαγή πλεύσης, έστω επικοινωνιακά, είναι ορατή. Εξάλλου η μη επιμονή του σήκωσε ψιθύρους στο παρασκήνιο (και στο νεοδημοκρατικό) για ξαφνική στροφή – ότι επιτρέπει ο ίδιος μια πρώιμη εκκίνηση της συζήτησης για μετεκλογικές συνεργασίες. Δύο φορές έστειλε από τη Θεσσαλονίκη το ίδιο μήνυμα, ότι «ο λαός είναι ο κυρίαρχος» και θα επιλέξει «αν επιθυμεί μια μονοκομματική κυβέρνηση ή μας υποδείξει ότι θέλει μια κυβέρνηση συνεργασίας».
- Πρώτον, το έκανε διότι στο Μαξίμου διαπιστώνουν πλέον ότι οι δυσμενείς τάσεις στην κοινωνία δεν επιτρέπουν κάτι διαφορετικό. Αντίθετα, τα σκαμπανεβάσματα της ΝΔ σε έναν χρόνο (από την κάλπη του Ιουνίου του 2024 έως το φετινό καλοκαίρι), παρά την υπεροχή της, επιβεβαιώνουν την αδυναμία να απεγκλωβιστεί από ένα περιβάλλον πύρρειου νίκης: δεν έχει έρθει το «άλμα», παραδέχονται κυβερνητικά στελέχη, που θα άνοιγε ρεαλιστικά τροχιά διεκδίκησης αυτοδυναμίας. Κρίθηκε, συνεπώς, ότι η προβολή της προσήλωσης Μητσοτάκη στην αυτοδυναμία μπορεί να γυρνάει μπούμερανγκ και να εκληφθεί ως άλλο ένα δείγμα αυταρέσκειας ενόσω η κυβερνητική μηχανή δείχνει έτσι κι αλλιώς κουρασμένη μπροστά σε άλυτα προβλήματα και σε δικά της λάθη που λειτουργούν σωρευτικά. Τα (όποια) δημοσκοπικά κέρδη της κυβέρνησης χάνονται πλέον γρήγορα: η άνοδος με τις «πασχαλινές» ανακοινώσεις Μητσοτάκη για την επιστροφή ενοικίου κάθε Νοέμβριο, ύστερα από την κατρακύλα λόγω Τεμπών, κράτησε λίγο και τελικά χάθηκε με τις αποκαλύψεις και τους κυβερνητικούς χειρισμούς στο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ.
- Δεύτερον, στην κυβερνητική έδρα δεν βλέπουν με ανησυχία μόνο τις χαμηλές πτήσεις της «πρόθεσης ψήφου» – παρότι εκτιμούν ότι οι μετρήσεις των ημερών θα δείξουν ανοδική τάση. Υπάρχει κι άλλη μία μπάρα που τελευταία προκαλεί την ίδια, αν όχι μεγαλύτερη, ανησυχία στους γαλάζιους: εκείνη της δυνητικής ψήφου, που δείχνει τα όρια εκλογικής επιρροής των κομμάτων και την οποία αγωνιά η ΝΔ να βελτιώσει στον απόηχο του πακέτου ΔΕΘ. Αυτό θα της επέτρεπε να συζητά ξανά περί επαναπατρισμού ψηφοφόρων.
- Τρίτον, ο Μητσοτάκης εμφανώς υιοθέτησε γραμμή ηπιότητας (παρότι και η ίδια η κυβέρνηση άνοιξε δρόμους οξύτατης σύγκρουσης), επιστρέφοντας σε φιλελεύθερα και μεταρρυθμιστικά σινιάλα. Ξορκίζοντας το ενδεχόμενο να εγκλωβιστεί σε εικόνα πολιτικής απομόνωσης στα μάτια ακροατηρίων με μειωμένες κομματικές ταυτίσεις, επιλέγει να καλλιεργήσει εικόνα ότι η ΝΔ συζητά – το επιβεβαιώνει το μπαλάκι προς το ΠΑΣΟΚ («είναι το βασικό κόμμα με το οποίο μπορούμε να συμφωνήσουμε…»). Ο πραγματικός στόχος είναι βέβαια να εκθέσει αργότερα αν μπορέσει τους αντιπάλους του μέσα από πεδία που πράγματι απαιτούν συναινέσεις.
- Τέταρτον, το επιχείρημα «δεν υπάρχει αξιόπιστος αντίπαλος» δεν περνά πια εύκολα. Εξού και η νέα γραμμή Μαξίμου ότι η κυβέρνηση θα κριθεί από τη δική της αποτελεσματικότητα. Με το πρωθυπουργικό σκεπτικό, οι συγκρίσεις και η διατύπωση στόχων μπορούν να περιμένουν. Στο πλαίσιο αυτό ο Μητσοτάκης προέβαλε το πακέτο ΔΕΘ, κατά την καθιερωμένη μηνιαία συνάντησή του με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μιλώντας για «το αποτέλεσμα συνετής δημοσιονομικής πολιτικής που θα έχει συνέχεια» – προαναγγέλλοντας εμμέσως πλην σαφώς περαιτέρω κινήσεις σε βάθος χρόνου. Ο Κώστας Τασούλας χαρακτήρισε «υπ’ αριθμόν ένα» αντίπαλο της κοινωνίας την ακρίβεια, προσθέτοντας ότι τα εργαλεία αντιμετώπισης «πρέπει να είναι σταθερά και μόνιμα».