Αναγνώριση ή χειρονομία: Η περίπτωση Νετανιάχου

ΤΜΗΜΑΤΑ των αρμενικών, ασσυριακών και ελληνικών παροικιών ανά τον κόσμο υποδέχθηκαν με αγαλλίαση την πρόσφατη αναφορά του Μπενιαμίν Νετανιάχου στις γενοκτονίες των λαών τους.

Τα λόγια του, ειπωμένα κατά τη διάρκεια συνέντευξής του με τον Πάτρικ Μπετ-Ντέιβιντ, επενδύθηκαν ιδίως από τμήματα του ελληνικού Τύπου με την αίγλη της πολυπόθητης δικαίωσης.

Ύστερα από δεκαετίες σιωπής, ένας πρωθυπουργός του Ισραήλ φάνηκε να εκφέρει δημόσια αυτό που ολόκληρες διασπορές επιχείρησαν επίμονα να εισαγάγουν στο πεδίο της διεθνούς αναγνώρισης.

Ωστόσο, ο ενθουσιασμός, αν και κατανοητός, ενδέχεται να είναι πρόωρος. Παρά τη συμβολική τους ισχύ, οι αυθόρμητες δηλώσεις του Νετανιάχου παραμένουν προσωπική χειρονομία. Δεν συνιστούν μεταβολή της επίσημης πολιτικής του Ισραήλ, η οποία εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από επιφυλακτικότητα και ασάφεια.

Το πλαίσιο των δηλώσεων έχει σημασία. Διατυπώθηκαν ως απάντηση σε αιφνίδια ερώτηση, χωρίς τη βαρύτητα επίσημης ανακοίνωσης και χωρίς την εξουσία κοινοβουλευτικής απόφασης.

Δεν προηγήθηκε συζήτηση στο υπουργικό συμβούλιο, ούτε νομοθέτηση, ούτε εισαγωγή σχετικού ψηφίσματος στην Κνεσέτ. Η διάκριση ανάμεσα στην προσωπική δήλωση και την κρατική αναγνώριση είναι ουσιώδης, καθώς η αναγνώριση μιας γενοκτονίας δεν αποτελεί ιδιωτική υπόθεση.

Πρόκειται για πράξη του κράτους που επικυρώνει την ιστορία, τιμά τα θύματα και διαμορφώνει τη συλλογική μνήμη. Μέχρι να μιλήσουν τα θεσμικά όργανα της πολιτείας, η «αναγνώριση» στην οποία αναφέρθηκε ο Νετανιάχου δεν έχει άλλη βαρύτητα πέραν της προσωπικής γνώμης.

Αυτή η διάκριση μεταξύ προσώπου και αξιώματος ή μεταξύ ιδιώτη και κράτους είναι κρίσιμη, και η αυστραλιανή εμπειρία προσφέρει εύγλωττα παραδείγματα.

Ο Μπομπ Καρ, ως πρωθυπουργός της Νέας Νότιας Ουαλίας, οδήγησε την κυβέρνησή του το 1997 σε ομόφωνη αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων.

Ως υπουργός Εξωτερικών της Κοινοπολιτείας, ωστόσο, αρνήθηκε να πράξει το ίδιο, δηλώνοντας: «Ως κυβέρνηση δεν λαμβάνουμε θέση επί αυτής της ιστορικής διαμάχης».

Ο Σκοτ Μόρισον, ως αρχηγός της Αντιπολίτευσης, υπήρξε εξίσου ξεκάθαρος. Το 2011 ζήτησε ομοσπονδιακή αναγνώριση της Γενοκτονίας χαρακτηρίζοντάς την μάλιστα: «ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα της σύγχρονης ιστορίας».

Ωστόσο, ως πρωθυπουργός σίγησε, προτιμώντας την ασάφεια. Παρομοίως, τον Μάιο του 2022, λίγο πριν αναλάβει την πρωθυπουργία, ο νυν πρωθυπουργός Αλμπανέζε παρότρυνε το διάδοχο κράτος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να: «συμφιλιωθεί με την ιστορία του». Τρία χρόνια αργότερα, η πολυπόθητη αναγνώριση δεν υπάρχει.

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, οι προσωπικές πεποιθήσεις υπήρξαν αναμφίβολα ειλικρινείς, αλλά τελικά περιορίστηκαν από το βάρος της θεσμικής ευθύνης. Η δήλωση του Νετανιάχου ανήκει στην ίδια κατηγορία: αποτυπώνει τη φωνή του ατόμου, όχι την πολιτική του κράτους.

Μέχρι σήμερα, η απροθυμία του Ισραήλ να αναγνωρίσει τις γενοκτονίες των Αρμενίων, Ασσυρίων και Ελλήνων είναι σταθερή. Η αιτιολόγηση υπήρξε στρατηγική, όχι ηθική.

Διαδοχικές κυβερνήσεις κατέληξαν ότι μια τέτοια αναγνώριση θα διακινδύνευε ευαίσθητες σχέσεις με την Τουρκία και το Αζερμπαϊτζάν, δύο χώρες ζωτικής σημασίας για τους περιφερειακούς υπολογισμούς του Ισραήλ.

Κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, η Τουρκία ήταν ο μόνος μουσουλμανικός εταίρος του Ισραήλ, παρέχοντας του τόσο διπλωματική αναγνώριση όσο και στρατιωτική συνεργασία.

Η παραδοχή της Γενοκτονίας θα έθετε σε κίνδυνο αυτή τη σχέση, καθώς η άρνηση της Γενοκτονίας έχει καταστεί αναπόσπαστο στοιχείο της τουρκικής εθνικής ταυτότητας.

Η στάση αυτή διατηρήθηκε ακόμη και μετά την επιδείνωση των σχέσεων, αφού ο φόβος αποξένωσης του Αζερμπαϊτζάν λειτούργησε ως επιπλέον ανασταλτικός παράγοντας.

Η τουρκική διάσταση υπήρξε πάντοτε ευαίσθητη. Η αναγνώριση του Ισραήλ από την Τουρκία το 1949 την κατέστησε το πρώτο μουσουλμανικό κράτος που το έπραξε, και επί δεκαετίες η σχέση εμβαθύνθηκε, κορυφώνοντας με στρατιωτική και μυστική συνεργασία τη δεκαετία του 1990.

Η άνοδος του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης υπό τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ανέτρεψε το τοπίο, με τον ίδιο να προβάλλει ως υπερασπιστής της παλαιστινιακής υπόθεσης και δριμύς επικριτής του Ισραήλ.

Οι σχέσεις επιδεινώθηκαν, φθάνοντας στο ναδίρ με το «Μαβί Μαρμαρά» το 2010, όταν Τούρκοι ακτιβιστές σκοτώθηκαν σε συμπλοκές με ισραηλινές δυνάμεις. Έκτοτε, ταλαντεύονται ανάμεσα σε εχθρότητα και επιφυλακτική προσέγγιση, χωρίς να ανακτούν την παλαιά θερμότητα.

Η αιφνίδια αναφορά του Νετανιάχου στις γενοκτονίες Αρμενίων, Ασσυρίων και Ελλήνων εντάσσεται σε αυτό το πλαίσιο, αποπνέοντας περισσότερο τη χροιά σκόπιμης επίπληξης παρά ηθικής αφύπνισης.

Η εργαλειοποίηση μιας τέτοιας αναγνώρισης είναι ανησυχητική, καθώς όταν χρησιμοποιείται ως διπλωματικό όπλο, απογυμνώνεται από την ηθική της βαρύτητα.

Η σχέση με το Αζερμπαϊτζάν προσθέτει μια ακόμη πολυπλοκότητα. Από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, το Ισραήλ καλλιέργησε στενή συνεργασία με το Μπακού.

Το Αζερμπαϊτζάν προμηθεύει σχεδόν το σαράντα τοις εκατό του ισραηλινού πετρελαίου, μέσω του αγωγού Μπακού-Τιφλίδας-Τζεϊχάν. Σε αντάλλαγμα, το Ισραήλ συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους προμηθευτές όπλων του, παραδίδοντας μη επανδρωμένα αεροσκάφη, πυραυλικά συστήματα και προηγμένο οπλισμό.

Η εγγύτητα με το Ιράν και η προθυμία συνεργασίας στις υπηρεσίες πληροφοριών καθιστούν αυτή τη σχέση ανεκτίμητη. Μια ισραηλινή αναγνώριση της αρμενικής γενοκτονίας θα έθετε το Ισραήλ σε άμεση σύγκρουση με το εθνικό αφήγημα του Αζερμπαϊτζάν.

Για το Μπακού, εγκλωβισμένο σε σκληρή διαμάχη με την Αρμενία για το Ναγκόρνο Καραμπάχ, οποιαδήποτε παραδοχή των αρμενικών ιστορικών διεκδικήσεων υπονομεύει το ίδιο του το κύρος. Ο Νετανιάχου το γνωρίζει καλά.

Η μετατροπή των λόγων του σε δεσμευτική πολιτική θα έθετε σε κίνδυνο μια στρατηγική σχέση που το Ισραήλ θεωρεί απαραίτητη για την ενεργειακή του ασφάλεια και την αντιστάθμιση της ιρανικής απειλής.

Οι διεθνείς σχέσεις δείχνουν ότι τα κράτη κινούνται ανάμεσα στην ανάγκη ασφάλειας και στην απαίτηση της μνήμης. Ο ρεαλισμός υπαγορεύει προτεραιότητα στην επιβίωση και στις συμμαχίες, οι οποίες θα μπορούσαν να διαταραχθούν από μια αναγνώριση γενοκτονιών.

Ο κονστρουκτιβισμός, αντίθετα, υπενθυμίζει πως τα έθνη καθορίζονται και από αφηγήματα και τραύματα: η Τουρκία από την άρνηση, η Αρμενία από τη μνήμη, το Αζερμπαϊτζάν από την αφήγηση της επιβίωσης, το Ισραήλ από την ανεξίτηλη εμπειρία του Ολοκαυτώματος.

Για ένα κράτος που θεμελιώθηκε στη μνήμη της εξόντωσης, η διστακτικότητα να αποδώσει αναγνώριση σε άλλες γενοκτονίες γεννά ένταση υπαρξιακή.

Τα λόγια του Νετανιάχου φανερώνουν μια ρωγμή, μέσα από την οποία εκφράζεται η σύγκρουση ανάμεσα στο χρέος της ιστορίας και στις απαιτήσεις της διπλωματίας.

Ως ηγέτης ενός λαού σφραγισμένου από το Ολοκαύτωμα, αισθάνεται την ηθική ορμή της αναγνώρισης· ως επικεφαλής κράτους, καλείται να τη σταθμίσει με τα βάρη των συμμαχιών και την εύθραυστη ισορροπία ισχύος. Η δήλωσή του δεν φανερώνει αντίφαση, αλλά τη συνεχή συνύπαρξη μνήμης και στρατηγικής

Για τις εβραϊκές διασπορικές κοινότητες το ζήτημα έχει ιδιαίτερο βάρος. Η άρνηση της γενοκτονίας αγγίζει τον πυρήνα της δικής τους ιστορικής εμπειρίας.

Στην Αυστραλία, οι εβραϊκοί θεσμοί έχουν σταθερά στηρίξει τις αρμενικές, ασσυριακές και ελληνικές εκστρατείες αναγνώρισης, ενώ λόγιοι όπως ο αείμνηστος Κόλιν Τατζ, που πρωτοστάτησε στις ακαδημαϊκές σπουδές γενοκτονίας, τοποθέτησαν την Αυστραλία στην πρωτοπορία της συγκριτικής έρευνας.

Σε διεθνές επίπεδο, προσωπικότητες όπως ο Γεχούντα Μπάουερ, κορυφαίος ιστορικός του Ολοκαυτώματος, και ο Μαρκ Ντέιβιντ Μπερ, που ανέδειξε τις περίπλοκες κληρονομιές της οθωμανικής και τουρκικής ιστορίας, συνέβαλαν καθοριστικά στην προώθηση της παγκόσμιας κατανόησης και της ευαισθητοποίησης.

Το Μουσείο Ολοκαυτώματος στη Μελβούρνη περιλαμβάνει ειδική έκθεση για τη γενοκτονία των Αρμενίων, υπογραμμίζοντας ότι η μνήμη του Ολοκαυτώματος επιβάλλει αλληλεγγύη προς όλα τα θύματα εξόντωσης.

Για τις εβραϊκές κοινότητες η αναγνώριση δεν αποτελεί επιλογή αλλά ηθική και δεοντολογική επιταγή, και η υποστήριξη που έχουν προσφέρει στους απογόνους Αρμενίων, Ασσυρίων και Ελλήνων στον αγώνα τους για δικαιοσύνη παραμένει πηγή βαθιάς ευγνωμοσύνης.

Όσοι πανηγυρίζουν τα λόγια του Νετανιάχου οφείλουν να θυμούνται ότι η χειρονομία δεν ισοδυναμεί με πολιτική πράξη.

Η ουσιαστική αναγνώριση μιας γενοκτονίας προϋποθέτει θεσμική κατοχύρωση: κοινοβουλευτική συζήτηση, ψηφοφορία και δεσμευτική απόφαση που δεν μπορεί να παρακαμφθεί ως ρητορικό σχήμα.

Ως τότε, οι δηλώσεις, όσο ισχυρές κι αν ακούγονται, παραμένουν εφήμερες, εκτεθειμένες σε αναίρεση από διαδόχους ή σε αγνόηση από τη διοίκηση. Μόνο η αναγνώριση που εκφράζεται μέσα από το κοινοβούλιο διαθέτει διάρκεια και κύρος. Γι’ αυτό και η αγαλλίαση των Αρμενίων, Ασσυρίων και Ελλήνων είναι κατανοητή, αλλά δεν αναιρεί την εύθραυστη φύση μιας δήλωσης που δεν συνοδεύεται από επίσημη κρατική πράξη.

Η θεσμοθέτηση της αναγνώρισης θα αποτελούσε ακατάλυτη διακήρυξη ότι η αλήθεια υπερέχει κάθε άρνησης και ότι η μνήμη δεν περιορίζεται στον πόνο ενός μόνο λαού, αλλά αποκτά οικουμενική ισχύ.

Θα σηματοδοτούσε τη στιγμή όπου η πολιτική σκοπιμότητα θα παραχωρούσε τη θέση της στην ηθική διαύγεια, και το Ισραήλ, σε πλήρη συνείδηση της ιστορίας του, θα διακήρυσσε το αδιαίρετο της δικαιοσύνης.

Για να συμβεί όμως αυτό και για να διαθέτει η πράξη πραγματική ηθική βαρύτητα, η συγκυρία δεν είναι ακόμη ώριμη, ιδίως αν ληφθούν υπόψη οι επιλογές και τα κίνητρα εκείνου που προέβη στη δήλωση.

Ως τότε, τα λόγια θα παραμένουν φευγαλέα. Όταν όμως έλθει η πράξη, η αναγνώριση θα σταθεί στον χρόνο ως μαρτυρία ότι η μνήμη μπορεί να ενώσει λαούς πέρα από σύνορα και αιώνες, λυτρώνοντας την ιστορία με την ακατανίκητη δύναμη της αλήθειας.

The post Αναγνώριση ή χειρονομία: Η περίπτωση Νετανιάχου appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.