Επανεξετάζοντας τον πολυπολιτισμό: Κράτος και ακινησία

Η ΠΡΟΣΦΑΤΑ δημοσιευμένη Τελική Έκθεση για τον Πολυπολιτισμό στη Βικτώρια προβάλλεται ως αποφασιστικό σχέδιο για μια κοινωνία χωρίς αποκλεισμούς και με αρμονική συνύπαρξη. Επιστρατεύει τη ρητορική της εμπιστοσύνης, της συνοχής και της αναβάθμισης των πολυπολιτισμικών ζητημάτων στα ανώτατα επίπεδα της διακυβέρνησης. Ωστόσο, με προσεκτικότερη ανάγνωση, αποκαλύπτει περισσότερο τις αγωνίες και τα τυφλά σημεία μιας αγγλοκεντρικής πολιτείας, παρά τις προσδοκίες των εθνοτικών κοινοτήτων που ισχυρίζεται ότι εκπροσωπεί. Αν και οι σελίδες της είναι γεμάτες παραινέσεις και συμβολικές χειρονομίες, τελικά αδυνατεί να διατυπώσει ένα δομικό όραμα ικανό να συνυφάνει τις διαφορετικές ταυτότητες σε ένα κοινό αφήγημα του ανήκειν. Αυτό που προκύπτει δεν είναι όραμα πολιτειακής συνοχής, αλλά η επαναβεβαίωση μιας ηγεμονικής τάξης που εξακολουθεί να αδυνατεί να υπερβεί το πεδίο του θεάματος και να προχωρήσει σε πραγματική συνεργία.

Η Έκθεση στηρίζει το αφήγημά της στη μακρά ιστορία ποικιλομορφίας της Βικτώριας. Υπενθυμίζει τις σαράντα αυτόχθονες γλώσσες που μιλιούνταν κάποτε στην επικράτεια, τους Κινέζους χρυσοθήρες των χρυσωρυχείων, τον Αφροαμερικανό επαναστάτη John Joseph στη στάση της Eureka. Οι αναφορές αυτές προβάλλονται ως αποδείξεις μιας αδιάλειπτης παράδοσης συμπερίληψης, παραμένουν όμως αποσπασματικές, περισσότερο σαν εκθέματα παρά σαν ιστορίες με ζωντανή παρουσία στο σήμερα. Αντί να αναμετρηθεί με τις διακρίσεις που σφράγισαν και εξακολουθούν να σφραγίζουν το παρελθόν και το παρόν της Βικτώριας, το αφήγημα καθησυχάζει την πλειοψηφία ότι η ανεκτικότητα υπήρξε διαρκές γνώρισμα της πολιτείας. Η μετααποικιακή θεωρία φωτίζει ακριβώς αυτή τη στάση: ο αποικιοκράτης επιλέγει ποια αποσπάσματα του παρελθόντος των αποικιοκρατούμενων θα αναδείξει, υφαίνοντάς τα σε αφήγημα που παρηγορεί το κέντρο, ενώ αποσιωπά τις σιωπές και τις ρωγμές των περιθωρίων.

Ο τρόπος με τον οποίο η άρχουσα τάξη προτιμά να αναγνωρίζει την πολιτισμική διαφορετικότητα είναι μέσα από επιδείξεις. Η Έκθεση εισηγείται τη χρηματοδότηση είκοσι έως τριάντα μεγάλων πολυπολιτισμικών εκδηλώσεων και έως εξήντα μικρότερων κάθε χρόνο, ενώ αναγορεύει το αποδυναμωμένο και περιορισμένης εμβέλειας Μουσείο Μετανάστευσης σε «πολιτισμικό σύμβολο». Οι πρωτοβουλίες αυτές καλούν τις εθνοτικές κοινότητες να παρουσιάσουν την ταυτότητά τους μέσα από ενδύματα, φαγητό, μουσική και τελετουργίες, σε μορφές που καταναλώνονται από το κυρίαρχο κοινό. Δεν στερούνται αξίας, αλλά περιορίζουν τον πολυπολιτισμό στη σφαίρα του θεάματος και όχι της δομής. Οι εθνοτικές κοινότητες τιμώνται για τη διαφορετικότητά τους μόνο όταν αυτή ψυχαγωγεί ή διδάσκει. Σπάνια αντιμετωπίζονται ως συνδιαμορφωτές πολιτικής ή ως συνομιλητές στη διαμόρφωση του δημόσιου βίου. Έτσι προκύπτει αυτό που ο Bhabha ονομάζει μιμητισμό: οι μετανάστες επιτρέπεται να αναπαράγουν την κληρονομιά τους σε μορφές που επικυρώνει την κυρίαρχη τάξη, ενώ η πραγματική ισοτιμία φωνής τους παραμένει άρρητη.

Οι προτεινόμενες μετατροπές στην Πολυπολιτισμική Επιτροπή Βικτώριας φανερώνουν την ίδια λογική. Ενώ ο θεσμός είχε σχεδιαστεί ως δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ κυβέρνησης και εθνοτικών κοινοτήτων, τώρα θεωρείται υπερβολικά τελετουργικός, εστιασμένος στον εορτασμό και όχι αρκετά στρατηγικός. Η Έκθεση προτείνει την αντικατάστασή της από την «Πολυπολιτισμική Βικτώρια», μια αρχή με τρεις επιτρόπους και ένα διορισμένο Συμβουλευτικό Όργανο Κοινοτήτων. Ωστόσο, οι αλλαγές αυτές δεν συνεπάγονται ουσιαστική μεταβίβαση εξουσίας. Οι επίτροποι παραμένουν διορισμένοι από την κυβέρνηση, τα συμβούλια εξακολουθούν να έχουν απλώς γνωμοδοτικό χαρακτήρα και ο έλεγχος παραμένει ακλόνητα συγκεντρωμένος στο γραφείο του Πρωθυπουργού. Δεν συνιστούν, λοιπόν, ενδυνάμωση αλλά παγίωση. Αυτό που εμφανίζεται ως μεταρρύθμιση αποτελεί, στην πραγματικότητα, την επιβεβαίωση μιας ιεραρχίας όπου ο πολυπολιτισμός εξακολουθεί να διοικείται ερήμην των κοινοτήτων και όχι να συνδιαμορφώνεται μαζί τους.

Η ρητορική περί εμπιστοσύνης που διατρέχει το κείμενο είναι αποκαλυπτική. Διατυπώνεται ότι οι κοινότητες έχουν απωλέσει την πίστη τους στους θεσμούς, ότι βιώνουν ανασφάλεια, σιωπή και περιθωριοποίηση. Κι όμως, η ευθύνη μετατίθεται υποδόρια σε αυτές: καλούνται να εντείνουν τη συμμετοχή τους, να συμβουλεύονται περισσότερο, να δεσμεύονται στην κοινωνική συνοχή. Η λανθάνουσα παραδοχή είναι ότι η εμπιστοσύνη είναι αμοιβαία, ότι διαβρώθηκε εξίσου και από τις δύο πλευρές και πως οφείλει να ανακτηθεί από κοινού. Αυτό που αποσιωπάται είναι ότι η εμπιστοσύνη διαρρήχθηκε κατ’ αρχάς από το κράτος, το οποίο επί δεκαετίες εργαλειοποίησε την αφοσίωση των μεταναστών, παραβλέποντας τον αποκλεισμό τους. Η κυβέρνηση, όχι οι κοινότητες, φέρει το βάρος της αποκατάστασης. Οτιδήποτε διαφορετικό απλώς συντηρεί μια επίπλαστη ισοτιμία που καλύπτει την ασυμμετρία ισχύος.

Στην Έκθεση διακρίνονται ορισμένες κινήσεις που παραπέμπουν σε βαθύτερη εμπλοκή. Οι πολυπολιτισμικές κοινότητες διακηρύσσουν ότι δεν επιθυμούν απλώς να υποβάλλουν αιτήσεις για προγράμματα, αλλά να μετέχουν και στη σύλληψη και τον σχεδιασμό τους· ότι δεν είναι ευάλωτες αλλά δημιουργικές· ότι πολιτική χωρίς τη συμμετοχή τους δεν μπορεί να τις υπηρετήσει. Οι φωνές αυτές αναγνωρίζονται τυπικά, αλλά δεν ενσωματώνονται ουσιαστικά στις εισηγήσεις. Αντιθέτως, ο γνώριμος μηχανισμός επιτροπών, πλαισίων, επιχορηγήσεων και εκθέσεων πολλαπλασιάζεται. Οι δομές αυξάνονται, αλλά το κεντρικό αφήγημα περί ηγεσίας και υποτέλειας παραμένει αμετάβλητο.

Χαρακτηριστική είναι η πρόταση κάθε κυβερνητική εισήγηση να συνοδεύεται από δήλωση πολυπολιτισμικού αντικτύπου. Αν και φαινομενικά προοδευτική, τοποθετεί τον πολυπολιτισμό στο περιθώριο, ως επουσιώδη προσθήκη σε αποφάσεις που έχουν ήδη ληφθεί εντός αγγλοκεντρικών πλαισίων. Ανάλογα, η απαίτηση να αντανακλούν τα διοικητικά συμβούλια τη δημογραφία της κοινότητας, παρότι θετική, παραμένει εξαρτημένη από διαδικασίες διορισμού που εξακολουθούν να βρίσκονται στα χέρια της κυβέρνησης. Εδώ η διαφορετικότητα δεν αναστοχάζεται, αλλά διαχειρίζεται.

Η «δέσμευση κοινωνικής συνοχής» λειτουργεί με την ίδια λογική. Για να λάβουν κρατική χρηματοδότηση, οι πολυπολιτισμικοί οργανισμοί οφείλουν να δεσμευθούν πρώτα ότι θα τηρούν τους νόμους και θα προάγουν την αρμονία. Παρουσιάζεται ως ουδέτερη, αλλά ουσιαστικά τους υποβάλλει σε ηθικό έλεγχο που δεν επιβάλλεται στους υπόλοιπους οργανισμούς. Υπονοεί ότι συνιστούν δυνητικούς κινδύνους για τη συνοχή και απαιτείται πρόσθετη επιτήρηση. Έτσι οι πολυπολιτισμικοί φορείς τίθενται σε μόνιμη δοκιμασία, υποχρεωμένοι να επιδεικνύουν την πίστη τους πιο εμφανώς από τους άλλους. Η μετααποικιακή κριτική υπενθυμίζει ότι ο υποτελής γίνεται δεκτός στο σώμα της πολιτείας μόνο εφόσον αποδείξει συμμόρφωση με τα κυρίαρχα πρότυπα.

Αντίστοιχα αντιμετωπίζονται και οι νέοι. Η ίδρυση προγράμματος πολυπολιτισμικών συμβούλων νεολαίας, η διεύρυνση των ομάδων υποστήριξης και η δημιουργία επιχορηγήσεων με πρωτοβουλία των νέων ανταποκρίνονται σε πραγματικές ανάγκες. Ωστόσο, οι πρωτοβουλίες αυτές φαίνεται να τοποθετούν τους νέους των κοινοτήτων ως ξεχωριστή κατηγορία προς διαχείριση, και όχι ως πολίτες οργανικά ενταγμένους στη γενική πολιτική για τη νεολαία. Η διάκριση έτσι συντηρείται ακόμη κι όταν υπόσχεται ένταξη.

Ανάλογα αντιμετωπίζεται και η γλώσσα. Η Έκθεση προτείνει την κατοχύρωση της διερμηνείας και της μετάφρασης ως «ουσιώδεις υπηρεσίες» και τη χρήση αποκλειστικά διαπιστευμένων διερμηνέων. Ωστόσο, η γλώσσα συνεχίζει να εκλαμβάνεται ως τεχνικό εμπόδιο προς υπέρβαση και όχι ως δημιουργικό πολιτισμικό απόθεμα, ικανό να αναδιαμορφώσει τον δημόσιο λόγο. Η πολυγλωσσία της Βικτώριας παρουσιάζεται ως πρόβλημα που απαιτεί διαχειριστικές λύσεις, αντί να προβάλλεται ως ευκαιρία αναστοχασμού και ανασχεδιασμού της πολιτειακής ταυτότητας σε ισότιμη βάση.

Η πορεία αυτή είναι γνώριμη στους μελετητές του πολυπολιτισμού. Το αυστραλιανό μοντέλο, θεσμοθετημένο τη δεκαετία του 1970, στηρίχθηκε σε τρεις θεμελιώδεις άξονες: πολιτισμική ταυτότητα, κοινωνική δικαιοσύνη και οικονομική αποτελεσματικότητα (Lopez, The Origins of Multiculturalism in Australian Politics 1945–1975). Με το πέρασμα του χρόνου η ισορροπία αυτή διασαλεύτηκε: η πολιτισμική ταυτότητα υποβαθμίστηκε σε θέαμα, η κοινωνική δικαιοσύνη αποδυναμώθηκε, η οικονομική συμμετοχή εμπορευματοποιήθηκε. Η Έκθεση αναπαράγει την ίδια προέγγιση: Παραθέτει αριθμούς γλωσσών και χρηματοδοτούμενων φεστιβάλ, αλλά αδυνατεί να διατυπώσει όραμα για το πώς όλα αυτά θα ενσωματωθούν στον κορμό της Πολιτείας. Η διαφορετικότητα αναγνωρίζεται, αλλά δεν συνυφαίνεται στον πολιτικό ιστό.

Η τοποθέτηση της Έκθεσης στο ζήτημα του ρατσισμού καταδεικνύει τον ίδιο εγγενή περιορισμό. Επισημαίνει την άνοδο της ισλαμοφοβίας, του αντισημιτισμού και του αντι-ασιατικού αισθήματος, επαινεί τη Στρατηγική Κατά του Ρατσισμού και προτείνει ενίσχυση της συλλογής δεδομένων και εκπαιδευτικές εκστρατείες. Παρά ταύτα, ο ρατσισμός παρουσιάζεται ως εξωτερικό φαινόμενο, προϊόν διεθνών συγκρούσεων ή κοινωνικών δικτύων, που πρέπει να τύχει διαχειριστικής αντιμετώπισης. Απουσιάζει η αναγνώριση του ρατσισμού ως δομικού στοιχείου, ενσωματωμένου στους ίδιους τους θεσμούς, στην κυρίαρχη κουλτούρα και στα αφηγήματα της πολιτείας. Οι εθνοτικές κοινότητες καλούνται να τον καταπολεμήσουν, χωρίς όμως να καλούνται να αναστοχαστούν τα αγγλοκεντρικά πλαίσια που γεννούν τον αποκλεισμό και συντηρούν τον συστημικό ρατσισμό.

Συνολικά, οι εισηγήσεις ενισχύουν τον κρατικό έλεγχο ενώ προσφέρονται ως δήθεν μέτρα ενδυνάμωσης των εθνοτικών κοινοτήτων. Τα συμβουλευτικά όργανα πολλαπλασιάζονται, αλλά παραμένουν γνωμοδοτικά· οι επιχορηγήσεις αυξάνονται, αλλά εδραιώνουν την εξάρτηση· τα δεδομένα συσσωρεύονται, αλλά η ερμηνεία τους μένει στα χέρια των γραφειοκρατών. Οι εθνοτικές κοινότητες ενθαρρύνονται να συμμετάσχουν, αλλά μόνο εντός δομών που δεν έχουν σχεδιάσει οι ίδιες. Αυτό δεν είναι πολυπολιτισμός ως συλλογική συγγραφή, αλλά ως διαχείριση.

Αυτό που λείπει από την Έκθεση είναι ένα αφήγημα συμπερίληψης που να υπερβαίνει το επίπεδο της επίδειξης. Μια κοινωνία δεν καθίσταται συνεκτική απλώς με τη διοργάνωση φεστιβάλ ή την ίδρυση μουσείων. Συνοχή οικοδομείται όταν οι θεσμοί αντανακλούν την ποικιλομορφία του λαού, όταν η εξουσία λήψεως αποφάσεων μοιράζεται ουσιαστικά, όταν η πολιτισμική διαφορά ενσωματώνεται στον ίδιο τον κορμό της πολιτειακής ταυτότητας. Αυτό δεν προϋποθέτει απλώς διοικητική αναπροσαρμογή αλλά μετασχηματισμό φαντασίας: απομάκρυνση από τον αγγλοκεντρισμό ως αόρατο κανόνα και μετάβαση σε μια πολιτεία όπου οι πολλαπλές κληρονομιές συγκροτούν το κέντρο.

Ώσπου να διαμορφωθεί ένα τέτοιο όραμα, η εμπιστοσύνη που επικαλείται η κυβέρνηση θα παραμένει άπιαστη. Η εμπιστοσύνη δεν οικοδομείται με διακηρύξεις αλλά με πράξεις. Οι εθνοτικές κοινότητες έχουν από μακρού αποδείξει την πίστη τους στο κράτος με την εργασία, την αντοχή και τη δημιουργικότητά τους. Τώρα το κράτος οφείλει να αποδείξει ότι αξίζει τη δική τους. Χωρίς αυτό, το πολυπολιτισμικό εγχείρημα θα εξακολουθήσει να είναι αυτό που, άθελά της, αποκαλύπτει η Έκθεση: ένα θέαμα ετερότητας, διοικούμενο από μια κυρίαρχη τάξη που ακόμη αγνοεί πώς να υπερβεί το στάδιο της επίδειξης και να προχωρήσει στη συνεργία, από τον συμβολισμό στη μεταμόρφωση, από την αγγλοκεντρική κυριαρχία στην ουσιαστική πολυφωνία.

The post Επανεξετάζοντας τον πολυπολιτισμό: Κράτος και ακινησία appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.