
Η καθημερινή επίσκεψη στο σούπερ μάρκετ έχει γίνει για εκατομμύρια Ευρωπαίους το πιο οδυνηρό τεστ αντοχής του οικογενειακού προϋπολογισμού. Σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), οι τιμές των τροφίμων έχουν αυξηθεί κατά μέσο όρο περίπου 33% από τα τέλη του 2019. Το γεγονός αυτό καθιστά την ακρίβεια στη διατροφή τον βασικό κοινωνικό και πολιτικό πονοκέφαλο της Ευρώπης, ακόμη κι αν ο γενικός πληθωρισμός στην ευρωζώνη έχει αποκλιμακωθεί σημαντικά και βρίσκεται πλέον στο 2%.
Πανευρωπαϊκές αυξήσεις με τοπικές διαφοροποιήσεις
Η αύξηση των τιμών δεν είναι ομοιόμορφη σε όλες τις χώρες.
Στην Κύπρο τα τρόφιμα έχουν ακριβύνει κατά 20%, στη Γαλλία κατά 27%, στην Ιταλία κατά 28%, στην Ελλάδα κατά 30% και στην Πορτογαλία κατά 32%. Στη Γερμανία το ποσοστό εκτοξεύεται στο 37%, ενώ οι Κροάτες και οι Σλοβάκοι βιώνουν αυξήσεις της τάξης του 47% και 52% αντίστοιχα. Στις χώρες της Βαλτικής η άνοδος ξεπερνά το 50%, καθιστώντας την ακρίβεια στα τρόφιμα το κυρίαρχο κοινωνικό πρόβλημα.
Η εκτίναξη των τιμών στα τρόφιμα οφείλεται σε πολλαπλούς παράγοντες που συνδυάστηκαν την τελευταία πενταετία. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αποσταθεροποίησε τις αγορές ενέργειας και λιπασμάτων, προκαλώντας αλυσιδωτές αυξήσεις στο κόστος παραγωγής. Παράλληλα, η κλιματική κρίση –με παρατεταμένες ξηρασίες, πλημμύρες και ακραία καιρικά φαινόμενα– έπληξε την αγροτική παραγωγή σε πολλές χώρες της ΕΕ, περιορίζοντας την προσφορά και ωθώντας τις τιμές προς τα πάνω.
Σημαντικό ρόλο έπαιξαν επίσης οι αυξήσεις στις διεθνείς τιμές των πρώτων υλών και το αυξανόμενο εργασιακό κόστος, το οποίο μετακυλίστηκε στον τελικό καταναλωτή. Αποτέλεσμα ήταν ένα διαρκές σπιράλ ακρίβειας που επηρέασε σχεδόν όλα τα βασικά προϊόντα διατροφής.
Τα προϊόντα με τις μεγαλύτερες αυξήσεις
Οι καταναλωτές διαπιστώνουν ότι σχεδόν όλα τα βασικά είδη είναι ακριβότερα από ποτέ. Τα στοιχεία της ΕΚΤ δείχνουν ότι:
- το βόειο, το χοιρινό και τα πουλερικά έχουν αυξηθεί πάνω από 30%,
- το γάλα περίπου 40%,
- το βούτυρο πάνω από 50%,
ενώ ακόμη μεγαλύτερες είναι οι αυξήσεις σε προϊόντα όπως ο καφές, το κακάο, η σοκολάτα και ιδιαίτερα το ελαιόλαδο. Στην περίπτωση του τελευταίου, οι παρατεταμένες ξηρασίες στον νότο της Ισπανίας το 2022 και το 2023 προκάλεσαν κατακόρυφη μείωση της παραγωγής, εκτοξεύοντας τις τιμές σε ιστορικά υψηλά επίπεδα.
Η ΕΚΤ επισημαίνει ότι οι αυξήσεις πλήττουν δυσανάλογα τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα. Τα νοικοκυριά με περιορισμένο εισόδημα αναγκάζονται να ξοδεύουν πολύ μεγαλύτερο ποσοστό των χρημάτων τους σε τρόφιμα, ενέργεια και στέγαση. Έτσι, ενώ οι πιο εύπορες οικογένειες μπορούν να απορροφήσουν ένα μέρος του κόστους, οι φτωχότεροι υφίστανται μια πραγματική συρρίκνωση της αγοραστικής τους δύναμης.
Παρά τις αυξήσεις μισθών τα τελευταία δύο χρόνια, που θεωρητικά αντισταθμίζουν ένα τμήμα των απωλειών, η πραγματικότητα στην κατανάλωση είναι διαφορετική. Όταν ο καταναλωτής φτάνει στο ταμείο, η αίσθηση που αποκομίζει είναι ότι «τα χρήματα δεν φτάνουν». Έρευνες δείχνουν ότι ένα τρίτο του πληθυσμού ανησυχεί αν θα μπορέσει να αγοράσει τα τρόφιμα που επιθυμεί, ενώ μεγάλα τμήματα της κοινωνίας στρέφονται σε φθηνότερες, αλλά συχνά λιγότερο ποιοτικές λύσεις.
Το πρόβλημα της ακρίβειας στα τρόφιμα είναι ότι δεν περιορίζεται σε βραχυπρόθεσμες αυξήσεις, αλλά τείνει να καταστεί μόνιμο φαινόμενο. Αν και η συνολική πληθωριστική πίεση στην ευρωζώνη έχει μειωθεί θεαματικά –από το 10,6% τον Οκτώβριο του 2022 στο 2% σήμερα– η κατηγορία των τροφίμων συνεχίζει να εμφανίζει υψηλούς ρυθμούς ανατίμησης. Τον Αύγουστο του 2025, η ετήσια αύξηση τιμών στα τρόφιμα ήταν 3,2%, η υψηλότερη ανάμεσα στις τέσσερις βασικές κατηγορίες (ενέργεια, υπηρεσίες, βιομηχανικά αγαθά, τρόφιμα).
Αυτό σημαίνει ότι η μείωση του γενικού πληθωρισμού δεν αντανακλάται άμεσα στην τσέπη του πολίτη. Όσο τα τρόφιμα παραμένουν ακριβά, η καθημερινή εμπειρία είναι αυτή της συνεχούς ακρίβειας, ανεξαρτήτως των μακροοικονομικών δεικτών.
Οι πολιτικές προκλήσεις
Η ΕΚΤ, αλλά και οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών, βρίσκονται αντιμέτωπες με ένα δύσκολο δίλημμα: πώς να συγκρατήσουν τις τιμές χωρίς να πλήξουν την ελευθερία της αγοράς και την αγροτική παραγωγή. Μέτρα όπως οι στοχευμένες επιδοτήσεις, η στήριξη στις ευάλωτες ομάδες ή οι προσωρινές φορολογικές ελαφρύνσεις αποτελούν εργαλεία που εφαρμόστηκαν σε αρκετές χώρες, χωρίς ωστόσο να αποδώσουν θεαματικά αποτελέσματα.
Την ίδια στιγμή, το φαινόμενο της ακρίβειας στα τρόφιμα ανοίγει και έναν ευρύτερο διάλογο για την επισιτιστική ασφάλεια της Ευρώπης σε συνθήκες γεωπολιτικής αστάθειας και κλιματικής αλλαγής. Με την κατανάλωση τροφίμων να απορροφά το 20% του ευρωπαϊκού δείκτη τιμών καταναλωτή –ποσοστό υπερδιπλάσιο από αυτό της ενέργειας– η διατήρηση της ισορροπίας αποτελεί βασική προϋπόθεση κοινωνικής συνοχής.
Η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με μια νέα πραγματικότητα: ακόμη κι αν οι μακροοικονομικοί δείκτες δείχνουν βελτίωση, η καθημερινότητα των πολιτών παραμένει δύσκολη λόγω της ακρίβειας στα βασικά είδη διατροφής. Οι τιμές των τροφίμων, αυξημένες κατά ένα τρίτο σε σχέση με την προ πανδημίας περίοδο, συνιστούν μόνιμη απειλή για την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, ιδιαίτερα των πιο ευάλωτων. Το ζήτημα δεν είναι μόνο οικονομικό, αλλά και κοινωνικό: η ακρίβεια στο τραπέζι μπορεί να εξελιχθεί σε έναν από τους πιο εκρηκτικούς παράγοντες για την πολιτική και κοινωνική σταθερότητα στην Ευρώπη τα επόμενα χρόνια.