
Οι σκιές μιας νέας κρίσης χρέους πυκνώνουν πάνω από την ευρωζώνη, με τη Γαλλία να βρίσκεται στο επίκεντρο. Η αδυναμία χάραξης αξιόπιστης δημοσιονομικής στρατηγικής σε ένα κλίμα πρωτοφανούς πολιτικής αστάθειας διαβρώνει τις αγορές ομολόγων της δεύτερης οικονομίας της Ευρώπης. Οι αποδόσεις της γαλλικής οφειλής ανεβαίνουν σταθερά, δημιουργώντας τον φόβο μετάδοσης σε άλλες χώρες του Νότου.
Η σχετική «ηρεμία» που επικρατεί προς το παρόν οφείλεται στον ρόλο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), η οποία, αν και δεν παρεμβαίνει άμεσα, συγκρατεί με δηλώσεις και σήματα τις πιέσεις στις αγορές. Όμως, σύμφωνα με τον οικονομολόγο Robin Brooks (Brookings Institution), αυτός ο μηχανισμός καταστολής δεν λύνει το πρόβλημα, αλλά το εντείνει: «Η Γαλλία είναι το σύμπτωμα, η ΕΚΤ είναι η ασθένεια».
Οι πρόσφατες δηλώσεις της προέδρου της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, για στενή παρακολούθηση των γαλλικών αποδόσεων και για την «πρόοδο» της Ιταλίας, θεωρούνται έμμεση παρέμβαση. Για τον Brooks, αυτό αφαιρεί από τον πρωθυπουργό Φρανσουά Μπαϊρού την «αίσθηση κρίσης» που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να επιβάλει τις αναγκαίες περικοπές. Παράλληλα, το «πράσινο φως» στην Ιταλία ανοίγει τον δρόμο για τη χρήση του εργαλείου προστασίας μετάδοσης (TPI), δίνοντας ουσιαστικά στήριξη σε χώρες που δεν έχουν προχωρήσει σε βαθιά δημοσιονομική εξυγίανση.
Το μοτίβο είναι γνώριμο: αύξηση δαπανών, αμφιβολίες στις αγορές, άνοδος αποδόσεων και στη συνέχεια παρέμβαση της ΕΚΤ με αγορές ομολόγων. Το αποτέλεσμα, όμως, είναι περισσότερος δανεισμός και νέα κύματα κρίσεων στο μέλλον. Ο Brooks μιλά για «παγίδα»: χώρες υπερχρεωμένες, όπως η Ιταλία (με πρόβλεψη χρέους στο 150% του ΑΕΠ σε δέκα χρόνια), δεν διορθώνουν την πορεία τους, ενώ η Γαλλία ακολουθεί επικίνδυνα τον ίδιο δρόμο.
Η κριτική δεν προέρχεται μόνο από ανεξάρτητους αναλυτές. Ο επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank, Jörg Krämer, προειδοποιεί ότι η «χρησιμοποίηση» της ΕΚΤ για τη διόρθωση των δημοσιονομικών λαθών έχει σοβαρές παρενέργειες: τροφοδοτεί τον πληθωρισμό, ενθαρρύνει τους υπουργούς Οικονομικών να δανείζονται περισσότερο και μεταφέρει τους κινδύνους από τον Νότο στον Βορρά, θέτοντας σε κίνδυνο την πολιτική συνοχή της ευρωζώνης.
Η κατάσταση θυμίζει τις εποχές όπου ο Μάριο Ντράγκι δεσμευόταν να κάνει «ό,τι χρειαστεί» για να σωθεί το ευρώ. Όμως, η διαφορά σήμερα είναι ότι η συνεχής «τεχνητή στήριξη» έχει φθαρεί πολιτικά. Στη Γερμανία, όπου η μνήμη της δημοσιονομικής πειθαρχίας παραμένει ισχυρή, η άνοδος της ακροδεξιάς AfD τροφοδοτείται και από την αντίληψη ότι η ΕΚΤ λειτουργεί πλέον σαν «δημοσιονομική αρχή χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση».
Αν η ΕΚΤ συνεχίσει να καταστέλλει τεχνητά τις αποδόσεις, η Ευρώπη κινδυνεύει να εγκλωβιστεί σε έναν φαύλο κύκλο: περισσότερη σπατάλη, μεγαλύτερο χρέος, νέες κρίσεις και ακόμη πιο έντονες παρεμβάσεις. «Η ΕΚΤ δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα ο εγγυητής της σταθερότητας τιμών και ο χρηματοδότης υπερχρεωμένων κρατών», σημειώνει ο Krämer. Αν η πολιτική αυτή συνεχιστεί, οι ίδιες οι βάσεις της νομισματικής ένωσης μπορεί να διαβρωθούν.
Η φράση του Brooks συνοψίζει το δίλημμα: «Η Γαλλία είναι το σύμπτωμα. Η ΕΚΤ είναι η ασθένεια». Και για την Ευρώπη, η θεραπεία ίσως αποδειχθεί πιο επώδυνη από την ίδια την ασθένεια.