Η Γερμανία δανείζεται 140 δισ. ευρώ για άμυνα και υποδομές

Η Γερμανία, η – εδώ και χρόνια – μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, ετοιμάζεται να καταφύγει σε έναν από τους υψηλότερους δανεισμούς των τελευταίων ετών, με στόχο την κάλυψη τόσο αμυντικών όσο και αναπτυξιακών αναγκών.

Η επιτροπή προϋπολογισμού του Bundestag ενέκρινε το σχέδιο για το 2025, που προβλέπει συνολικές δαπάνες ύψους 502 δισ. ευρώ. Από αυτά, τα 82 δισ. ευρώ θα κατευθυνθούν σε τρέχουσες δαπάνες και περίπου 58 δισ. ευρώ θα διατεθούν για τον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων και την ανάπτυξη νέων πολιτικών υποδομών, ανεβάζοντας τον συνολικό δανεισμό στα 140 δισ. ευρώ.

Η επιλογή αυτή καταδεικνύει τη στρατηγική στροφή του Βερολίνου.

Από τη μία πλευρά, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει αναγκάσει τη Γερμανία να αναθεωρήσει ριζικά την αμυντική της πολιτική, αυξάνοντας τις στρατιωτικές δαπάνες και επενδύοντας σε σύγχρονα οπλικά συστήματα.

Από την άλλη, η κατάσταση του εσωτερικού δικτύου μεταφορών, ενέργειας και ψηφιακών υποδομών απαιτεί επειγόντως επενδύσεις, ώστε η χώρα να μη χάσει την ανταγωνιστικότητά της έναντι των ΗΠΑ και της Κίνας.

Η απόφαση υπερβαίνει το περιβόητο «φρένο χρέους» (Schuldenbremse), τον συνταγματικό κανόνα που περιορίζει τα ελλείμματα.

Επικαλούμενη «έκτακτες συνθήκες», η κυβέρνηση του Όλαφ Σολτς παρακάμπτει ξανά το πλαίσιο αυτό, προκαλώντας αντιδράσεις τόσο στην αντιπολίτευση όσο και σε τμήματα της κοινωνίας που παραδοσιακά συνδέουν την οικονομική ισχύ της Γερμανίας με τη δημοσιονομική πειθαρχία. Ωστόσο, η σημερινή συγκυρία θεωρείται από το Βερολίνο κρίσιμη, αφού οι γεωπολιτικές εντάσεις και η ενεργειακή μετάβαση δεν αφήνουν περιθώρια αδράνειας.

Στο οικονομικό πεδίο, η έκδοση τίτλων χρέους ύψους 140 δισ. ευρώ αναμένεται να επηρεάσει τις ευρωπαϊκές αγορές, καθώς η Γερμανία αποτελεί τον βασικό εκδότη «ασφαλών» ομολόγων στην ΕΕ. Η αυξημένη προσφορά ενδέχεται να πιέσει τις αποδόσεις και να δημιουργήσει πρόσθετες προκλήσεις για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία ήδη ισορροπεί ανάμεσα στην ανάγκη σταθερότητας των τιμών και στη στήριξη της ανάπτυξης.

Η Γερμανία εμφανίζεται αποφασισμένη να θυσιάσει, έστω προσωρινά, την αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία προκειμένου να διασφαλίσει την ασφάλεια και την ανάπτυξή της.

Η απόφαση αυτή στέλνει ένα διπλό μήνυμα: αφενός στην Ευρώπη, ότι η «ατμομηχανή» της Ένωσης αναλαμβάνει την ευθύνη να επενδύσει σε κρίσιμους τομείς, αφετέρου στις αγορές, ότι το Βερολίνο δεν διστάζει να αξιοποιήσει τη δύναμη του χρέους για στρατηγικούς σκοπούς.

Το ερώτημα που μένει είναι αν η στρατηγική αυτή θα ενισχύσει μακροπρόθεσμα τη θέση της χώρας ή αν θα ανοίξει μια νέα συζήτηση για τα όρια της οικονομικής ορθοδοξίας στη Γερμανία και στην Ευρώπη.