Η Δανία στο σταυροδρόμι του ευρώ

Η Δανία βρίσκεται εδώ και δεκαετίες σε μια ιδιότυπη θέση απέναντι στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα. Επισήμως εκτός ευρωζώνης, αλλά με την κορόνα της «κλειδωμένη» σε μια στενή ζώνη διακύμανσης έναντι του ευρώ, η χώρα λειτουργεί ουσιαστικά ως μέλος του συστήματος χωρίς να έχει φωνή στη λήψη αποφάσεων. Ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας, Κρίστιαν Κέττελ Τόμσεν, επανέφερε στο προσκήνιο τη συζήτηση καλώντας την Κοπεγχάγη να μπει «μια για πάντα» στο ευρώ. Υποστηρίζει ότι μια τέτοια κίνηση θα ενίσχυε την ασφάλεια της χώρας σε έναν αβέβαιο κόσμο και κυρίως θα της έδινε λόγο στις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Παρά τα τεχνοκρατικά επιχειρήματα, η κοινωνία παραμένει σκεπτική. Η Δανία εξασφάλισε το δικαίωμα εξαίρεσης το 1992 και το επιβεβαίωσε σε δημοψήφισμα το 2000. Έκτοτε, καμία κυβέρνηση δεν έχει τολμήσει να ανοίξει το θέμα, γνωρίζοντας ότι η πλειοψηφία των πολιτών στηρίζει τη σημερινή κατάσταση με τη σταθερή ισοτιμία. Οι συζητήσεις γύρω από άλλες εξαιρέσεις της χώρας στην ΕΕ, όπως σε θέματα άμυνας ή δικαιοσύνης, έχουν απασχολήσει περισσότερο την κοινή γνώμη. Αντίθετα, η εξαίρεση από το ευρώ παραμένει συνήθως στο περιθώριο.

Οι υποστηρικτές της αλλαγής προβάλλουν την ανάγκη για μεγαλύτερη επιρροή και συμμετοχή στον πυρήνα της ΕΕ, αλλά και την προστασία που προσφέρει η ένταξη σε ένα μεγάλο νομισματικό μπλοκ. Τονίζουν ότι το σημερινό καθεστώς παρέχει σταθερότητα αλλά στερείται πολιτικού βάρους. Από την άλλη πλευρά, οι αντίπαλοι της ιδέας θεωρούν ότι η κορόνα είναι στοιχείο εθνικής κυριαρχίας και πως η δυνατότητα μιας ισχυρότερης κορόνας, ιδίως σε περιόδους πληθωρισμού, μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά. Η εμπειρία της κρίσης του 2022, όταν αμφισβητήθηκε για λίγο η αξία της πολιτικής σταθερής ισοτιμίας, έδειξε ότι υπάρχουν φωνές που βλέπουν στο εθνικό νόμισμα μια δικλείδα ασφαλείας.

Στις Βρυξέλλες, μια πιθανή είσοδος της Δανίας στο ευρώ θα γινόταν δεκτή με ιδιαίτερη ικανοποίηση. Σε μια περίοδο που η ΕΕ παλεύει να ενισχύσει την ενότητά της απέναντι σε εξωτερικές πιέσεις και εσωτερικούς ευρωσκεπτικισμούς, η απόφαση μιας χώρας με ισχυρά δημοσιονομικά θεμέλια να υιοθετήσει το κοινό νόμισμα θα έστελνε μήνυμα σταθερότητας και εμπιστοσύνης. Για τον ίδιο τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό, η ένταξη μιας ακόμη ανεπτυγμένης και ανταγωνιστικής οικονομίας θα ενίσχυε την αξιοπιστία της ζώνης του ευρώ.

Σε κράτη-μέλη της ευρωζώνης, ιδιαίτερα σε χώρες του Νότου που συχνά κατηγορούνται για αδύναμες οικονομικές επιδόσεις, η ένταξη της Δανίας θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αντιστάθμισμα, αποδεικνύοντας ότι ακόμη και χώρες με υγιή δημόσια οικονομικά θεωρούν την ένταξη θετική επιλογή. Παράλληλα, στο γερμανικό πολιτικό σκηνικό, όπου η συζήτηση για τη δημοσιονομική πειθαρχία και το «φρένο χρέους» είναι έντονη, μια τέτοια κίνηση από τη Δανία θα μπορούσε να ενισχύσει την ιδέα της αυστηρής νομισματικής σταθερότητας στην ΕΕ.

Ωστόσο, δεν λείπουν και οι ανησυχίες. Η Δανία θα έπρεπε να αποδεχθεί πλήρως την πολιτική της ΕΚΤ, κάτι που σημαίνει ότι θα έχανε ακόμη και την ελάχιστη ευελιξία που της προσφέρει σήμερα το καθεστώς της κορόνας. Επίσης, σε κοινωνικό επίπεδο, η αλλαγή νομίσματος θα μπορούσε να προκαλέσει ανασφάλεια και φόβους για αυξήσεις τιμών, όπως συνέβη σε άλλα κράτη-μέλη μετά το 2002.

Η Δανία, με ισχυρό πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και μια από τις πιο σταθερές οικονομίες της Ευρώπης, δεν πιέζεται άμεσα να αλλάξει νόμισμα. Ωστόσο, οι γεωπολιτικές αναταράξεις και η ενίσχυση του ρόλου του ευρώ διεθνώς ίσως φέρουν την απόφαση πιο κοντά. Η τελική επιλογή είναι πολιτική και θα εξαρτηθεί από το αν οι Δανοί είναι διατεθειμένοι να αφήσουν πίσω τους μια παράδοση σταθερότητας και να αγκαλιάσουν μια νέα πραγματικότητα που θα τους δώσει μεν μεγαλύτερη επιρροή, αλλά θα αφαιρέσει ένα κομμάτι από την αίσθηση κυριαρχίας τους.