
Σε αυτή την Έκθεση Θεσσαλονίκης, δύο είναι τα κυρίαρχα ζητήματα. Οι εξαγγελίες του Πρωθυπουργού (και πόσο θα πετύχουν να ανασχέσουν τις διαλυτικές τάσεις στην εκλογική βάση της ΝΔ) και η προετοιμασία της επανόδου Τσίπρα στο πολιτικό προσκήνιο. Και μόνη η συζήτηση που προκαλεί δείχνει πως η πιθανή επιστροφή του πρώην πρωθυπουργού σε κεντρικό ρόλο δεν στερείται ουσίας. Το πλαίσιο πολιτικής μπορεί να είναι αντικειμενικά στενό και οι δυνατότητες διαφοροποίησης πεπερασμένες, αλλά ο κοινοβουλευτισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει με τόσο ετεροβαρείς συσχετισμούς όπως αυτούς που απολαμβάνει έξι χρόνια τώρα ο κ. Μητσοτάκης. Η πολιτική, όπως και η φύση, απεχθάνεται το κενό. Το ερώτημα δεν είναι εάν υπάρχει κενό, αλλά εάν ο κ. Τσίπρας μπορεί να το καλύψει.
Σε πέντε χρόνια στην εξουσία, ο κ. Τσίπρας έκανε όλα τα λάθη εκτός από το μοιραίο – για τον ίδιο και τη χώρα. Το γεγονός ότι το απέφυγε, έστω την ύστατη στιγμή και με βαρύ κόστος, είναι αυτό που του δίνει σήμερα την ευκαιρία να διεκδικήσει αυτό που οι υποστηρικτές του ονομάζουν «ολική επαναφορά» και οι αντίπαλοί του «αναπαλαίωση». Δεν είναι αδύνατο ένας πολιτικός που φέρει το βάρος καταστροφικών επιλογών και εκλογικών αποτυχιών να επανακάμψει – κάποτε μάλιστα με καλύτερες επιδόσεις. Και δεν χρειάζεται κανείς να φτάσει στο τετριμμένο παράδειγμα του Τσόρτσιλ. Λίγοι έβλεπαν τον Μπερλουσκόνι ξανά στο Κυρηνάλιο της Ρώμης μετά την πρώτη θητεία του για λίγους μήνες το 1994, αλλά διατέλεσε άλλες δυο φορές πρωθυπουργός για συνολικά 10 χρόνια. Ο Σίνζο Άμπε είχε μια απογοητευτική πρώτη σύντομη παρουσία το 2006, αλλά μόνο πέντε χρόνια αργότερα επανεκλέχτηκε για να γίνει ο μακροβιότερος πρωθυπουργός της Ιαπωνίας. Ο Νετανιάχου είχε θεωρηθεί «καμένο χαρτί» μετά την αρχική θητεία του το 1999, αλλά δέκα χρόνια αργότερα ήταν ξανά πρωθυπουργός (και παραμένει με όλες τις συνέπειες). Και στην Ελλάδα κανείς δεν φανταζόταν μια τρίτη θητεία του Ανδρέα Παπανδρέου μετά το 1989, ούτε τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη πρωθυπουργό (ή έστω ενεργό πολιτικό) μετά το 1965 – αλλά συνέβησαν και τα δύο. Στην πολιτική ισχύει το «ποτέ μη λες “ποτέ”».
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο κ. Τσίπρας είναι σήμερα ένας πολύ πιο ώριμος πολιτικός από τον ανέμελο ριζοσπάστη αριστερό ελαφρών βαρών που βρέθηκε απαράσκευος μπροστά στα πιο μεγάλα διλήμματα αμέσως με την είσοδό του στο Μαξίμου. Κυρίως έχει βελτιώσει τη μεγαλύτερη υστέρηση, που τον οδήγησε και στα πιο βαριά λάθη: την αδυναμία, τότε, κατανόησης των διεθνών και κατεξοχήν των ευρωπαϊκών δεδομένων και συσχετισμών. Στον ανήφορο της επιστροφής, θα έχει τρία σοβαρά εμπόδια. Πρώτον, τη διαχείριση των προσώπων. Η δυσκολία δεν θα είναι τόσο στην προσέλκυση στελεχών και συνεργατών όσο στην απομάκρυνση προθύμων που όμως υπενθυμίζουν και παραπέμπουν στο τραυματικό παρελθόν. Δεύτερον, το κρίσιμο ζήτημα των συμμαχιών που επέλεξε, ιδίως τον Σεπτέμβριο του 2015. Ο κ. Καμμένος φιγουράρει στην επικαιρότητα, ο γνήσιος εαυτός του, προξενώντας αποστροφή και στη σκέψη μόνο ότι αυτή η ποιότητα διατέλεσε συγκυβερνήτης και υπουργός Άμυνας. Η αιτιολόγηση της επιλογής του θα παραμένει ανοιχτή πληγή για τον κ. Τσίπρα μέχρι να μιλήσει. Και, τέλος, η συγκυρία που θέτει στην πρώτη γραμμή τα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, στα οποία έχει προφανές μειονέκτημα έναντι του κ. Μητσοτάκη. Οι (αμφίβολης αξίας) Πρέσπες δεν αρκούν για να σβήσουν, για παράδειγμα, την εμπειρία της διαχείρισης του πραξικοπήματος στην Τουρκία προσωπικά από τον ίδιο.
Και, τέλος, πρέπει να πάρει την κεντρική απόφαση – αν θα προχωρήσει ή όχι. Οσο πιο βαθιά διαβάζει κανείς το περιβάλλον τόσο πιο δύσκολη γίνεται η επιλογή.