
Τις τελευταίες εβδομάδες, η Γαλλία έχει φιγουράρει στα πρωτοσέλιδα εφημερίδων εξαιτίας της δεινής κατάστασης των δημόσιων οικονομικών της και της πολιτικής της αστάθειας. Μετά τις ευρωπαϊκές εκλογές του 2024, χωρίς να το «ζυγίσει» αρκετά, ο Εμανουέλ Μακρόν προκήρυξε πρόωρες εκλογές που διαμόρφωσαν ένα Κοινοβούλιο χωρίς πλειοψηφία. Εκτοτε, δύο πρωθυπουργοί, ο Μισέλ Μπαρνιέ και ο Φρανσουά Μπαϊρού, ηγήθηκαν κυβερνήσεων μειοψηφίας που βρίσκονταν διαρκώς υπό την απειλή πρότασης μομφής.
Πριν από τις διακοπές του καλοκαιριού, ο Μπαϊρού προκάλεσε μια νέα κλιμάκωση, παρουσιάζοντας έναν δρακόντειο προϋπολογισμό με περικοπές 44 δισ. ευρώ (περίπου 1,5% του ελληνικού ΑΕΠ) και, κυρίως, επιχειρώντας να αλλάξει το αφήγημα: τα δημόσια οικονομικά της Γαλλίας δεν είναι βιώσιμα και μια χρηματοπιστωτική κρίση βρίσκεται προ των πυλών αν δεν εγκριθεί ο προϋπολογισμός. Σε μια προσπάθεια να σώσει την κυβέρνησή του από πρόταση μομφής, την προηγούμενη εβδομάδα ανακοίνωσε ότι θα ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης, παρουσιάζοντάς ένα δίλημμα μεταξύ της σταθερότητας και του χάους.
Το στοίχημα δεν απέδωσε. Εκτός απροόπτου της τελευταίας στιγμής, η κυβέρνησή του δεν θα επιβιώσει στην ψηφοφορία της Δευτέρας και θα ακολουθήσει πολιτικό χάος. Νέες εκλογές θα αναδείξουν ξανά ένα Κοινοβούλιο χωρίς πλειοψηφία ή, ακόμη χειρότερα, μια πλειοψηφία για τον ακροδεξιό Εθνικό Συναγερμό της Μαρίν Λεπέν. Ο Μπαϊρού έχει σίγουρα δίκιο όταν λέει ότι η χώρα θα βρεθεί αντιμέτωπη με πολιτικό χάος. Θα ακολουθήσουν όμως το οικονομικό χάος και οι κερδοσκοπικές επιθέσεις, όπως ισχυρίζεται ο πρωθυπουργός; Τίποτα δεν είναι λιγότερο βέβαιο.
Η κατάσταση των δημόσιων οικονομικών της Γαλλίας είναι πράγματι δεινή. Με έλλειμμα και χρέος στο 5,8% και 114% του ΑΕΠ αντίστοιχα, η Γαλλία εμφανίζει δημοσιονομικά στοιχεία που αντιστοιχούν σε περιόδους κρίσης, χωρίς όμως να βρίσκεται σε ύφεση. Ο προϋπολογισμός χρειάζεται σίγουρα να βάλει το έλλειμμα σε καθοδική πορεία, και όχι μόνο για να τηρηθούν οι ευρωπαϊκοί δημοσιονομικοί κανόνες. Παρ’ όλα αυτά, η προσπάθεια του Μπαϊρού να μεταδώσει μια αίσθηση επικείμενης καταστροφής είναι απολύτως αδικαιολόγητη.
Ένα πρόγραμμα του ΔΝΤ δεν είναι αναγκαίο και, σε αντίθεση με την Ελλάδα της περιόδου 2009-2010, η Γαλλία δεν πρόκειται να χάσει την πρόσβαση στις αγορές. Αντίθετα, το γαλλικό χρέος απορροφάται εύκολα στις χρηματοπιστωτικές αγορές, ακόμη κι αν η πολιτική αστάθεια έχει προκαλέσει μια μέτρια αύξηση στις αποδόσεις των ομολόγων. Επιπλέον, σε αντίθεση με πολλές ευρωπαϊκές χώρες, η καθαρή θέση της Γαλλίας είναι θετική: κάθε νεογέννητο παιδί γεννιέται με 54.000 ευρώ χρέους, αλλά και με 65.000 ευρώ δημόσιου κεφαλαίου (σε υποδομές, δημόσια αγαθά, κ.λπ.). Τα δημόσια οικονομικά της Γαλλίας δεν είναι σε καλή κατάσταση, αλλά δεν βρίσκονται και στο… νεκροκρέβατο.
Παραδόξως, η μεγαλύτερη απειλή για τα δημόσια οικονομικά είναι η σημερινή πολιτική αστάθεια: δραματοποιώντας την κατάσταση, ενεργώντας ταυτόχρονα ως πυροσβέστης και ως εμπρηστής, ο Μπαϊρού δημιουργεί την κατάσταση έκτακτης ανάγκης που ισχυρίζεται ότι πολεμά.
Ο Φραντσέσκο Σαρατσένο είναι καθηγητής Οικονομικών στα Πανεπιστήμια Sciences Po Paris και LUISS