Ο Τάσος Κολοκοτρώνης από τη Νέα Μαγνησία, καταγράφει με χιούμορ την ιστορία της μετανάστευσής του στην Αυστραλία. Γεγονότα άλλα για γέλια και άλλα για κλάματα, αλλά και τις τόσες φορές που με το πολυμήχανο μυαλό του κατάφερε να ανατρέψει καταστάσεις και να φτιάξει τη ζωή του όπως εκείνος την ήθελε στη νέα πατρίδα.
«Η ημερομηνία αναχώρησης μου ορίστηκε για τις 20 Νοεμβρίου 1954. Σκεπτόμουν πώς θα άφηνα τη μητέρα μου που ήταν άρρωστη, το μαγαζί και το χωριό μου που αγαπούσα πολύ. Η οικογένειά μου με ενθάρρυνε να μη αλλάξω σχέδια και θα φρόντιζαν για όλα μέχρι να γυρίσω. Δεν ξέραμε πόσο μακριά ήταν η Αυστραλία και πόσο δύσκολα γυρνάει κανείς.
Η μητέρα μου ήταν στο κρεβάτι κατάκοιτη και την τελευταία μέρα καθόμουν δίπλα της να την παρηγορώ και να της δίνω θάρρος.
Σάββατο πρωί 13 Νοεμβρίου 1954 την αγκάλιασα και τη φίλησα σα να έφευγα για κοντά και δεν έκλαψα αμέσως για να μη στενοχωρηθεί. Μόλις έφυγα από το δωμάτιο άρχισα να κλαίω με λυγμούς ασταμάτητα. Φίλοι και συγγενείς με συνοδεύσανε στη στάση του λεωφορείου όπου συνάντησα και τον Λάζαρο Τύρη (με τον οποίον θα ταξιδεύαμε μαζί) με τους δικούς του να τον αποχαιρετήσουν.
Δύο μέρες μετά την αναχώρησή μου ξύπνησα ταραγμένος από ένα όνειρο. Είδα πως η μητέρα μου έχει πεθάνει και ήμουν στην κηδεία της από την αρχή μέχρι το τέλος με όλους τους συγγενείς και χωριανούς μας και ήταν τόσο καθαρά. Κράτησα την ημερομηνία στο μυαλό μου. Για να κάνω τηλέφωνο δεν μπορούσα διότι και η αστυνομία ακόμα δεν είχε τηλέφωνο στο χωριό, όσο για τα κινητά ήταν ακόμα 40 χρόνια μακριά ή εφεύρεση τους.
Στην Αθήνα, μείναμε κοντά στην πλατεία Ομονοίας για να ήμαστε πλησιέστερα στα γραφεία της ΔΕΜΕ.
Εκατοντάδες νέοι ανεβοκατέβαιναν τις σκάλες και οι ουρές ήταν ατελείωτες. Φώναζαν τα ονόματα δυνατά και βρήκαμε γνωστούς. Τον Φιλώτα Φαρμάκη, ξάδελφο ενός συμμαθητή μου, και τον Λεωνίδα Καρακατσάνη, πρώτα ξαδέρφια με τον Λάζαρο Τύρη με τον οποίο συνταξίδευα.

Το πλοίο που θα μας πήγαινε στην Αυστραλία ήταν το «Κυρήνεια». Πολλοί επιβάτες είχαν μείνει όλο το βράδυ έξω στην προκυμαία για να μη χάσουν το πλοίο, ή δεν βρίσκανε ξενοδοχείο. Μου έκανε εντύπωση που εκτός από μερικές οικογένειες που μπαίνανε μέσα οι άλλοι ήμασταν όλοι νέοι από 18-30 και υπολογίζω ότι θα ήταν πάνω από εξακόσιοι.
Έτσι, με μία βαλίτσα γεμάτη από χειροποίητα ρούχα της μαμάς με ελπίδες και όνειρα ξεκινήσαμε να βρούμε καινούριες πατρίδες αφού δεν μπόρεσε να μας κρατήσει η δική μας.
Η πρώτη στάση για ανεφοδιασμό και παραλαβή και άλλων μεταναστών έγινε στο Πόρτ Σάϊτ. Από το λιμάνι αυτό ανέβηκε με την οικογένειά της μία νέα κοπέλα, που με την ομορφιά της είχε ξετρελάνει όλους του νέους που επέβαιναν στο πλοίο. Ήταν η ωραία Ελένη. Ο Λεωνίδας ο φίλος της παρέας μας, την είχε ερωτευθεί τρελά και την παρά ενοχλούσε, ώσπου μια μέρα του λέει. ‘Λεωνίδα χρυσέ μου αν δεν σταματήσεις να μου γίνεσαι τσιμπούρι θα σε ρίξω μέσα στον ωκεανό να σε φάνε τα ψάρια’.
Η πρώτη εντύπωση του λιμανιού της Μελβούρνης ήταν απελπιστική. Βλέπαμε τα μικρά σπιτάκια, με τις σκεπές από λαμαρίνα και τους καπνοδόχους.
Πριν φτάσουμε στο Σίδνεϊ άρχισε να βραδιάζει και τα φώτα από τις παραλιακές συνοικίες λαμποκοπούσαν. Μπαίνοντας μέσα στο λιμάνι ήμασταν όλοι στο κατάστρωμα και απολαμβάναμε το ωραίο θέαμα.
Στο σταθμό μας περίμενε μία αμαξοστοιχία με πολλά βαγόνια. Επιβιβαστήκαμε για το κέντρο μετανάστευσης Greta, που ήταν περίπου τρεις ώρες μακριά.
Όταν ξημέρωσε και είδαμε που μας είχαν φέρει απελπιστήκαμε. Ήταν ένας στρατώνας με πολίτες, άντρες, γυναίκες και παιδιά κατά χιλιάδες που κυκλοφορούσαν εκεί μέσα, άλλοι να φάνε, άλλοι να πλυθούνε και άλλοι να περιμένουνε στη σειρά για τον καμπινέ και άλλοι να περπατάνε δίχως να έχουν κανένα προορισμό».
Κατά τη διαμονή τους στο Greta πήγαν να βρουν γνωστούς τους σε κοντινή πόλη κι εδώ ο Τάσος Κολοκοτρώνης θα μάθει ότι η μητέρα του πέθανε 24 ώρες μετά που έφυγε από το σπίτι, όπως το είχε δει και στο όνειρο.
Η ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟ GRETA
«Με τη σκέψη ότι μπορούσα να προσφέρω καλύτερη δουλειά από αυτή που μου δίνανε τους είπα ότι εκτός από εργάτης είμαι και μηχανικός με πείρα αλλά δεν συμβιβάστηκαν. Είπα στους άλλους ότι σκέπτομαι να φύγω και να βρω δουλειά μόνος μου κάπου στο Σίδνεϊ. Την ίδια σκέψη έκαναν και οι εκείνοι και συμφωνήσαμε να δραπετεύσουμε.
Κοντά στη πύλη βρήκαμε έναν ταξιτζή. Με τα λίγα Αγγλικά που ήξερα του είπα να έρθει λίγο πιο μακριά από την πύλη κατά τις 10 το βράδυ και να μας πάει στο σταθμό του Maitland
Όταν σκοτείνιασε πηδήξαμε τον χαμηλό φράκτη με τις βαλίτσες μας και σε λίγη ώρα ήμασταν στο σταθμό.
Στο Σίδνεϊ σπίτι βρήκαμε, δουλειά όμως δεν βρίσκαμε και τα λεφτά τελείωναν γρήγορα. Είχα ένα χρυσό πεντόλιρο που μου το είχε δώσει η μητέρα μου για ώρα μεγάλης ανάγκης και ο Λάζαρος είχε κάτι κρυφά αλλά ο Φιλώτας και ο Λεωνίδας ήταν σπασμένοι. Τελικά πούλησα το πεντόλιρο στον Κύπριο όσο όσο για πληρώσουμε το ενοίκιο και να τρώμε.
Ο Φιλώτας σκέφτηκε να πουλήσει μία καινούρια κόκκινη βελέντζα που την κουβαλούσε και ήταν βαριά και εγώ το ρολόι μου. Έριξε στον ώμο την βελέντζα και από μαγαζί σε μαγαζί ρωτούσαμε αν ήθελαν να την αγοράσουν. Πρώτη φορά βλέπανε τέτοιο πράγμα. Ιανουάριος μήνας, είχε 35 βαθμούς ζέστη, όλοι φορούσαν κοντά σορτσάκια και πέδιλα και εμείς φορούσαμε ακόμα τα χειμωνιάτικα. Έμπαινα στα ωρολογάδικα να πουλήσω το ρολόι και όλοι λέγανε ‘ΝΟ’.
Ο Λάζαρος θυμήθηκε ότι είχε μία διεύθυνση ενός γνωστού του από τον Διάβατά, τον Θωμά Μανταμά. Του ζητήσαμε αν μπορούσε να μας δανείσει δέκα λίρες για να βγάλουμε τέσσερα εισιτήρια για τη Μελβούρνη. «Πάρτε είκοσι για να σας φτάσουν και όταν πιάσετε δουλειά, στείλτε τα». Μας δίνει 20 πάουντς που γι’ αυτόν τότε ήταν τρία εβδομαδιάτικα!

ΑΠΟ ΤΟ ΣΙΝΔΕΪ ΣΤΗ ΜΕΛΒΟΥΡΝΗ
Ένα πρωί πήραμε το ατμότρενο για τη Μελβούρνη. Η διαδρομή ήταν εντυπωσιακή. Πρώτη φορά βλέπαμε τόσες μεγάλες εκτάσεις, φάρμες με ζώα να βόσκουν και τόσο πράσινο.
Φτάνοντας στη Μελβούρνη, ο Φιλώτας έφυγε να βρει τον εξάδελφό του, Γιώργο, και εμείς οι τρεις τον χωριανό του Λεωνίδα από τη Σίνδο, Στέφανο Γκρούντα. Απέναντι από το Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης τον βρήκαμε με άλλους Έλληνες που συγκατοικούσαν. Το σπίτι ήταν από τα μεγάλα αρχοντικά. Μας φιλοξένησαν στον φαρδύ διάδρομο για ένα βράδυ και την άλλη μέρα μας πήγε στο σπίτι μίας πολωνέζας στο Κόμπουργκ. Πληρώσαμε ενοίκιο με μπρέκφαστ αλλά στο τέλος της εβδομάδας η πολωνέζα μας έδιωξε γιατί τρώγαμε ένα βάζο μαρμελάδας στην καθισιά.
Από το καφέ του Σταμούλη, κοντά στη Sydney Road, μας έστειλαν στο 20 Cozens St στο Μπράνσγουικ, στο σπίτι του Ευθύμη και Μάχης Σταμούλη.
Ο κυρ Θύμιος μας έδειξε ένα εργοστάσιο λίγο πιο κάτω από το σπίτι του όπου αρχίσαμε αμέσως δουλειά. Ήταν το AUSTRALIAN PLASTER INDUSTRIES. Το περιβάλλον από τη σκόνη ήταν απελπιστικό. Πηγαίναμε το πρωί καθαροί και σε δέκα λεπτά δεν γνωριζόμασταν από τη σκόνη. Ο Μαλτέζος ο μπόσης όλη την ώρα φώναζε ‘come on hurry’ και κολλούσε πολύ στον νεαρό Λεωνίδα. Το ‘come on’ το καταλάβαινε, αλλά όταν έλεγε ‘hurry’ νόμιζε ότι τον κορόιδευε.
Έρχεται ο Λεωνίδας θυμωμένος και μου λέει: «Τάσο… πες αυτόν τον ασχημομούρη τον γύφτο ότι εμένα με λένε Λ ε ω ν ί δ α, και όχι Χάρη, εάν με ξαναπεί Χάρη θα του σπάσω τα μούτρα». Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και βλέπουμε τον Λεωνίδα να του δίνει μια γροθιά κι εκείνον αναίσθητο κάτω με αίματα. Ο διευθυντής μάς κάλεσε στο γραφείο και είπε στον Λεωνίδα ότι τον κάνει sack.
Την άλλη μέρα ο Λάζαρος κι εγώ πήγαμε στη δουλειά γιατί είχαμε ανάγκη. Το μεσημέρι, εκεί που τρώγαμε έξω, πήγα κοντά σε έναν Αυστραλό που διάβαζε μια εφημερίδα και ρώτησα αν ψάχνουν για κανένα μηχανικό αυτοκινήτων. Πήγα στο πρώτο που σημάδεψε, το QUEENS BRIDGE MOTORS. Ντύθηκα με το κοστούμι που είχα κάνει στη Λάρισα όταν ήμουν στο στρατό και τα σκαρπίνια του μακαρίτη του μπαμπά μου. Με προσέλαβαν να αρχίσω την άλλη μέρα.
Όταν μαζέψαμε λίγα λεφτά, αφού ξοφλήσαμε τον Θωμά, στείλαμε τις πρώτες επιταγές στους δικούς μας να τους βοηθήσουμε αλλά να κάνουμε και λίγη επίδειξη πόσο καλά είμαστε στην Αυστραλία.
Από τον καιρό που φύγαμε από την Ελλάδα δεν είχαμε ακούσει ούτε ένα ελληνικό τραγούδι. Έτσι αποφασίσαμε με τον Λάζαρο ν’ αγοράσουμε συνεταιρικά ένα ραδιογραμμόφωνο. Αγοράσαμε με δόσεις ένα ASTOR και για δώρο ο καταστηματάρχης μας έδωσε ένα δίσκο ελληνικό. Κάθε μέρα μετά τη δουλειά στο δωμάτιό μας βάζαμε τον ίδιο δίσκο και ταράζαμε τα νεύρα του κυρ Θύμιου.
Τα Σάββατα πηγαίναμε στο σίτυ και ιδιαίτερα στου MYERS. Όχι για ψώνια αλλά για να ανεβοκατεβαίνουμε στις κυλιόμενες σκάλες. Τις Κυριακές στον «Ορφέα», που ήταν η Κοινότητα και το Ελληνικό καφενείο. Οι παλιοί φορούσαν καβουράκια, παίζανε χαρτιά με χρήματα και καπνίζανε και δεν έκαναν παρέα μ’ εμάς τους νεοφερμένους. Πηγαίναμε και στην Lonsdale St. όπου υπήρχε η μπυραρία του Νικάκη και το εστιατόριο «Ο Πειραιάς», η «Ομόνοια» και λίγο πιο κάτω το μοναδικό τότε παντοπωλείο του Βιολάρη.
Ένα άλλο πρόβλημα που είχαμε όλοι οι νεοφερμένοι τότε 1953-55 ήταν που δεν βρίσκαμε Ελληνίδες. Πολλοί συνάπτανε σχέσεις με Αυστραλέζες, ενώ άλλοι έκαναν προσκλήσεις σε γνωστές τους ή με συνοικέσιο και περίμεναν ένα ή δύο χρόνια. Πολλές φορές, ερχόμενες γνώριζαν άλλους μέσα στο πλοίο και δεν παρουσιάζονταν καθόλου.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΖΑΧΑΡΟΚΑΛΑΜΟ
«Είχαν περάσει τώρα σχεδόν έξι μήνες, όλοι είχαμε τακτοποιηθεί από δουλειές και αποταμιεύαμε λίγα λεφτά με σκοπό να γυρίσουμε σε λίγα χρόνια πίσω στην Πατρίδα για να παντρευτούμε και να κάνουμε οικογένειες, αλλά τα πράγματα δεν έρχονται πάντοτε όπως τα λογαριάζουμε. Στο καφενείο και στα σπίτια ακούγαμε ότι αυτοί που πάνε να κόψουν ζαχαροκάλαμο κερδίζουν όχι 9-10 λίρες την εβδομάδα αλλά πενήντα και παραπάνω.
Είναι αλήθεια ότι εγώ τους ενθάρρυνα και έπαιξα ηγετικό ρόλο να πάμε και να δοκιμάσουμε και εμείς την τύχη μας κόβοντας ζαχαροκάλαμο. Εάν δεν τα καταφέρναμε θα γυρίζαμε πάλι στη Μελβούρνη στις ίδιες δουλειές ή κάπου αλλού.
Κάναμε μια συμφωνία να είμαστε σαν κομπανία. Ήμασταν εγώ και ο Λάζαρος από την Νέα Μαγνησία, ο Γεώργης Αλμπάνης από τις Μουριές και ο Λεωνίδας Καρακατσάνης με τον Στέφανο Γκρούντα από τη Σίνδο. Ο Στέφανος θα έβαζε το αυτοκίνητό του – ένα παλιό μικρό τετραθέσιο Austin και όλα τα έξοδα θα ήταν εξ ημισείας. Ο καθένας, όμως, θα ήταν υπεύθυνος για τον εαυτόν του ή και καμιά φορά συνεταιρικά στο φαγί.
Θαρρώ πως ήταν 15 Μαΐου του 1955. Ξεκινήσαμε πρωί με το σαραβαλάκι φορτωμένο με τις βαλίτσες στο μικρό χώρο που είχε πίσω και μία επάνω στην οροφή που ήταν από μουσαμά και έσταζε.
Έκανε κρύο και έβρεχε και πηγαίναμε σιγά, αλλά και να θέλαμε να πάμε πιο γρήγορα αυτό δεν έτρεχε παραπάνω από 40 χιλ. και οι δρόμοι δεν ήταν καλοί. Το βράδυ φτάσαμε στο Sale. Εγώ καθόμουν μπροστά σαν στρατηγός με τους χάρτες στα γόνατά μου, μη τυχόν και χάσουμε τον δρόμο, διάβαζα και έλεγα στους άλλους που βρισκόμασταν πόσα χιλιόμετρα κάναμε και πόσα έχουμε να κάνουμε ακόμα και ποια ποτάμια περνούσαμε. Όλοι θαυμάζαμε την ομορφιά του Γκίπσλαντ αλλά ο Γεώργης θαύμαζε όλα τα ρυάκια και είπε «Για κοιτάξτε, ρε σεις, σε κάθε ρυάκι που περνάμε γράφει και Γκρίκ και πρέπει να είμαστε υπερήφανοι»…
Έτσι ξεκινάει μια νέα περιπέτεια για τον Τάσο Κολοκοτρώνη και τους φίλους του. Θα δουν την Αυστραλία από άκρη σε άκρη, αλλά αντί να βρεθούν στα ζαχαροκάλαμα — αφού όλοι στον δρόμο τους αποθάρρυναν — βρέθηκαν να εργάζονται στο Babinda, κοντά στο Cairns, στους σιδηροδρόμους, μαζί με Αβορίγινες.
Γυρνώντας στη Μελβούρνη, το δωμάτιό τους στου Σταμούλη είχε νοικιαστεί, με αποτέλεσμα να βρουν στέγη στη Corsair Street στο Richmond, όπου έμενε και η ανιψιά του ιδιοκτήτη, η δεσποινίδα Χριστίνα Τζέγκα. Ήταν η πρώτη Ελληνίδα που γνώριζε στους επτά μήνες στην Αυστραλία και όπως ήρθαν τα πράγματα δεν πέρασε πολύς καιρός πριν γίνει γυναίκα του.

ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΑΝΤΙΠΟΔΕΣ» ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ ΤΟ ΜΑΖΙΚΟ ΚΥΜΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΕΛΛΗΝΩΝ
Η ιστορία μετανάστευσης του Τάσου Κολοκτρώνη -αποσπάσματα από το βιβλίο του «Μετανάστης στην Αυστραλία»- είναι ένα από τα πολλά αφιερώματα που περιλαμβάνονται στο φετινό περιοδικό «Αντίποδες» (Τόμος 71, 2025), το οποίο ο Ελληνοαυστραλιανός Πολιτιστικός Σύνδεσμος Μελβούρνης θα παρουσιάσει την Κυριακή 19 Οκτωβρίου, στις 3μμ., στο κτήριο του Παναρκαδικού Συλλόγου, στο 570 Victoria St., North Melbourne.
Η εκδήλωση και το περιοδικό είναι αφιερωμένα στο κύμα των Ελλήνων που μετανάστευσαν στην Αυστραλία κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960.
Η εκδήλωση θα περιλαμβάνει αξιόλογους ομιλητές, ταινίες αντιπροσωπευτικές της εποχής, επίδειξη μόδας, έπιπλα και αντικείμενα που αναπαριστούν την περίοδο, έκθεση φωτογραφίες, καθώς και γευστικές λιχουδιές της εποχής. Οι παρευρισκόμενοι ενθαρρύνονται να φορέσουν ή να κρατούν κάτι από εκείνη την εποχή και να μοιραστούν τη σημασία του.
Για να δηλώσετε την παρουσία σας επικοινωνήστε: infogaclm@gmail.com ή με την Cathy Alexopoulos στο 0428968715.
Η είσοδος είναι ελεύθερη και όλοι είναι ευπρόσδεκτοι.
The post «Μετανάστης στην Αυστραλία» appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.