
Οικονομολόγοι από το Πανεπιστήμιο της Μανχάιμ και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα χαρακτήρισαν τα αποτελέσματα της μελέτης τους «συντηρητικά», καθώς δεν περιλαμβάνουν τις πρωτοφανείς πυρκαγιές που έπληξαν τη νότια Ευρώπη τον περασμένο μήνα, ούτε τη συνδυαστική επίδραση πολλών ακραίων καιρικών φαινομένων που συμβαίνουν ταυτόχρονα.
Η Sehrish Usman, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο της Μανχάιμ και κύρια συγγραφέας της έρευνας, δήλωσε ότι οι «έγκαιρες εκτιμήσεις» της μελέτης μπορούν να βοηθήσουν τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να κατευθύνουν την υποστήριξή τους, ακόμα και χωρίς επίσημα δεδομένα. «Το αληθινό κόστος των ακραίων καιρικών φαινομένων αποκαλύπτεται αργά, επειδή επηρεάζουν ζωές και εισοδήματα μέσω πολλών διαφορετικών μηχανισμών, που ξεπερνούν τις άμεσες επιπτώσεις».
Οι επιστήμονες προσπαθούν να προσδιορίσουν σε ποιον βαθμό η υπερθέρμανση του πλανήτη έχει εντείνει τα ακραία καιρικά φαινόμενα του φετινού καλοκαιριού. Μελέτες δείχνουν ότι η κλιματική κατάρρευση έχει καταστήσει 40 φορές πιο πιθανές τις συνθήκες για πυρκαγιές σε Ισπανία και Πορτογαλία, και 10 φορές πιο πιθανές σε Ελλάδα και Τουρκία. Οι θάνατοι από τον «σιωπηρά καταστροφικό» καύσωνα του Ιουνίου εκτιμάται ότι τριπλασιάστηκαν σε 12 μεγάλες πόλεις εξαιτίας της ρύπανσης που προκαλεί την υπερθέρμανση του πλανήτη.
Ενώ οι περισσότερες έρευνες για το οικονομικό κόστος της κλιματικής κρίσης εστιάζουν στις άμεσες ζημιές (όπως η καταστροφή υποδομών ή οι αποζημιώσεις από ασφάλειες), οι συγγραφείς αυτής της νέας μελέτης βασίστηκαν σε ιστορικά δεδομένα, συνδέοντας την επίδραση ακραίων καιρικών φαινομένων με τη συνολική οικονομική παραγωγή. Έτσι κατέγραψαν έμμεσες επιπτώσεις, όπως η μείωση των ωρών εργασίας στον κατασκευαστικό τομέα λόγω καύσωνα ή η καθυστέρηση στις μετακινήσεις όταν πλημμύρες πλήττουν το σιδηροδρομικό δίκτυο.
Ο Stéphane Hallegatte, επικεφαλής οικονομολόγος για θέματα κλίματος στην Παγκόσμια Τράπεζα, που δεν συμμετείχε στη μελέτη, δήλωσε ότι τα ευρήματα επιβεβαιώνουν πως οι συνολικές οικονομικές συνέπειες των ακραίων καιρικών φαινομένων είναι μεγαλύτερες από τις άμεσες και διαρκούν περισσότερο απ’ όσο αντιλαμβανόμαστε. «Εδώ και καιρό υποστηρίζω πως πρέπει να μετατοπίσουμε την προσοχή μας από τις άμεσες ζημιές σε πιο ολοκληρωμένους δείκτες που αποτυπώνουν το πλήρες οικονομικό αποτύπωμα, και χαίρομαι που η συγκεκριμένη μελέτη κάνει ακριβώς αυτό», ανέφερε.
Ωστόσο, προειδοποίησε πως η έρευνα βασίστηκε σε «ατελή υποκατάστατα» για τον εντοπισμό ακραίων καιρικών γεγονότων, κάτι που πιθανόν να οδηγεί σε υποτίμηση του συνολικού κόστους. Όπως είπε, το Ακαθάριστο Προστιθέμενο Προϊόν (GVA) δεν αποτυπώνει πλήρως τις επιπτώσεις σε ανθρώπους και επιχειρήσεις, ούτε τα οφέλη από τη μείωση της ευαλωτότητας. «Ειδικά όταν οι καταστροφές πλήττουν φτωχές κοινότητες, η επίδραση στο GVA μπορεί να είναι μικρή – επειδή αυτοί οι άνθρωποι είναι ήδη φτωχοί. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν υποφέρουν», υπογράμμισε ο Hallegatte.
Ο Gert Bijnens, οικονομολόγος στην Κεντρική Τράπεζα του Βελγίου, επίσης εκτός της ερευνητικής ομάδας, τόνισε πως οι διακοπές στην εφοδιαστική αλυσίδα είναι από τα σημαντικότερα «κρυφά κόστη» που συνήθως αγνοούνται. Μελέτη που συνέγραψε για τις πλημμύρες στο Βέλγιο το 2021 έδειξε ότι οι πωλήσεις εργοστασίων, που βρίσκονταν μακριά από τις πληγείσες περιοχές, κατέρρευσαν όταν εξαρτώνταν από προμηθευτές εντός των πλημμυρισμένων ζωνών.
Η παράβλεψη τέτοιων επιδράσεων μπορεί να οδηγήσει σε υποεκτίμηση των ζημιών έως και κατά 30%, σύμφωνα με τον Bijnens. «Φυσικά, αυτές οι εκτιμήσεις συνοδεύονται από αβεβαιότητα, καθώς βασίζονται σε ιστορικά μέσα μεγέθη και δεν μπορούν ακόμη να αποτυπώσουν πλήρως τη συνδυαστική επίδραση πολλών γεγονότων», πρόσθεσε. «Όμως το βασικό μήνυμα είναι σαφές: τα ακραία καιρικά φαινόμενα αφήνουν ήδη έντονο οικονομικό αποτύπωμα και οι έμμεσες επιπτώσεις μπορεί να είναι εξίσου καταστροφικές με τις άμεσες ζημιές».