Ολο και πιο συχνές οι… σπάνιες μεγαπυρκαγιές

Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα καταγράφει όλο και πιο συχνά μεγάλες πυρκαγιές, που πριν από λίγες δεκαετίες θα θεωρούνταν ακραίες, με τη συχνότητα, την έκταση αλλά κυρίως την έντασή τους να αυξάνονται δραματικά. Το ερώτημα που πλέον τίθεται επισταμένως είναι «πόσο σπάνιες είναι τελικά οι μεγάλες πυρκαγιές;».

Την απάντηση στο ερώτημα αυτό δίνουν δύο έλληνες επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Πατρών, οι οποίοι επί έναν χρόνο πραγματοποίησαν έρευνα, που δημοσιεύθηκε πριν από μόλις έναν μήνα.

Χρησιμοποιώντας 28.658 συμβάντα πυρκαγιών που έχουν καταγραφεί από την Ελληνική Δασική Υπηρεσία και εφαρμόζοντας τη Θεωρία των Ακραίων Τιμών ο καθηγητής Μαθηματικής Προσομοίωσης Περιβαλλοντικών Συστημάτων Φραγκίσκος Κουτελιέρης και ο καθηγητής Περιβαλλοντικής Πληροφορικής, Τηλεπισκόπησης και Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών Νίκος Κούτσιας υπολόγισαν τους χρόνους επανεμφάνισης πυρκαγιών συγκεκριμένων μεγεθών. Αλλωστε, όπως εξηγούν στα «ΝΕΑ», οι δύο καθηγητές από το Τμήμα  Αειφορικής Γεωργίας του Πανεπιστημίου Πατρών, ο χαρακτηρισμός των πυρκαγιών αποκλειστικά με βάση την καμένη έκταση είναι ελλιπής ως προς την εκτίμηση της σημασίας τους, γι’ αυτό και μια εναλλακτική προσέγγιση περιλαμβάνει την ενσωμάτωση της έννοιας του χρόνου επαναφοράς, δηλαδή το πόσο συχνά αναμένεται να εμφανιστεί μια πυρκαγιά δεδομένου μεγέθους.

Ετσι, λοιπόν, στην Ελλάδα μια πυρκαγιά της τάξης των 36.000 στρεμμάτων βρήκαν πως συμβαίνει κάθε δύο χρόνια, ενώ μια πυρκαγιά των 69.000 στρεμμάτων κάθε πέντε χρόνια. Η πυρκαγιά της Εύβοιας το 2021, η οποία έκαψε περί τα 450.000 στρέμματα αντιστοιχεί σε ένα γεγονός με χρόνο επανεμφάνισης τα 200 έτη. Το πιο  εντυπωσιακό, δε, επιστημονικό εύρημα αφορά την πυρκαγιά της Δαδιάς το 2023, που κατέκαιγε για 16 συνεχόμενες ημέρες, με την εξωπραγματική για τα ελληνικά δεδομένα καμένη έκταση των 950.000 στρεμμάτων. Μία τέτοιου μεγέθους πυρκαγιά, σύμφωνα με τους έλληνες επιστήμονες, αναμένεται μία φορά στα 2.000 έτη(!).

«Για τις Αρχές, η κατανόηση της αναμενόμενης συχνότητας συμβάντων συγκεκριμένου μεγέθους είναι απαραίτητη για τον αποτελεσματικό σχεδιασμό και την κατανομή πόρων – συμπεριλαμβανομένων των υποδομών, του προσωπικού και των υπηρεσιών έκτακτης ανάγκης. Για παράδειγμα, είναι κρίσιμο για τις διοικητικές δομές να αξιολογήσουν την πιθανότητα να αντιμετωπίσουν πυρκαγιά συγκεκριμένου μεγέθους. Η γνώση του κατά πόσον μια πυρκαγιά 5.000 ή 10.000 εκταρίων αναμένεται μία φορά κάθε 10 χρόνια έναντι μίας φοράς κάθε 50 χρόνια, μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τις προσπάθειες και τα σχέδια ετοιμότητάς τους. Αυτές οι πληροφορίες διαμορφώνουν τις στρατηγικές πρόληψης πυρκαγιών, την ικανότητα αντιμετώπισης καταστάσεων έκτακτης ανάγκης και τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό για τη διαχείριση τέτοιων συμβάντων. Κατανοώντας πόσο συχνά είναι πιθανό να συμβούν μεγάλες πυρκαγιές, τόσο ο δημόσιος όσο και ο ιδιωτικός τομέας, μπορούν να διαχειριστούν καλύτερα τους κινδύνους που σχετίζονται με τις πυρκαγιές, αλλά και να μετριάσουν τις επιπτώσεις τους», εξηγούν.

Συσσώρευση βιομάζας και καύσιμης ύλης

Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, πολλές πυρκαγιές σε δασικές εκτάσεις στην Ελλάδα έχουν οδηγήσει σε εξαιρετικά μεγάλο μέγεθος καμένων εκτάσεων που αν και αναμένονται να συμβούν σε σχετικά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, εν τούτοις συμβαίνουν πολύ συχνά. Από την άλλη «η κλιματική αλλαγή, με τις ακραίες θερμοκρασίες, μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα και πυρκαγιές που θα συνέβαιναν κάθε 10 χρόνια, να τις βλέπουμε όλο και πιο συχνά. Σε αυτό σίγουρα συμβάλλει η καύσιμη ύλη που υπάρχει στα δάση, που δεν είναι άλλη από τη βιομάζα. Γι’ αυτό και είναι επιτακτική η διαχείρισή της», εξηγεί ο Ν. Κούτσιας. Παλαιότερα, προσθέτει, με τη βόσκηση των ζώων, ο άνθρωπος ήταν μέσα στο δάσος, έπαιρνε την καύσιμη ύλη, έπαιρνε τα ξύλα. Από τη δεκαετία του ’70, ωστόσο, ο άνθρωπος άρχισε να εγκαταλείπει τις αγροτικές και δασικές περιοχές και τις εργασίες που έκανε σε  αυτές, με αποτέλεσμα τη συσσώρευση βιομάζας και καύσιμης ύλης.  Κι αυτό, σύμφωνα με τους επιστήμονες, είναι ένα μεγάλο ζήτημα, το οποίο σχετίζεται με τις δασικές πυρκαγιές ολόκληρης της Μεσογείου. «Σήμερα, που ενδεχόμενα δεν υπάρχουν οι οικονομικοί πόροι, θα πρέπει να βρούμε ιδέες και λύσεις για τη διαχείριση της βιομάζας. Εάν με ρωτάτε, το… κλειδί είναι ο τρόπος ζωής, να μην εγκαταλείπουμε την ύπαιθρο και τα δάση».

Βαρκελώνη: Επιστράτευσαν αιγοπρόβατα!

Η οριακή κατάσταση στην οποία έχουν φτάσει αρκετές περιοχές της Ευρώπης έκανε τις Αρχές να αρχίσουν να αναζητούν λύσεις, με κάποιες από αυτές να ανατρέχουν στο – πολύ μακρινό – παρελθόν. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Βαρκελώνης, η οποία… εμπιστεύθηκε ένα πανάρχαιο έθιμο για να μπορέσει να περιορίσει τις μεγάλες και ακραίες πυρκαγιές. Και η αλήθεια είναι πως το πιλοτικό αυτό πρόγραμμα είχε αποτελέσματα. Αυτό που έκαναν ήταν να «προσλάβουν» σχεδόν 300 αιγοπρόβατα, προκειμένου να βοσκήσουν σε έναν χώρο περίπου 8.000 στρεμμάτων πάνω από την καταλανική πόλη, στον οποίο εκδηλώνονταν κατά μέσο όρο 50 πυρκαγιές ετησίως. Σε αυτό που στόχευαν οι Αρχές με τα ζώα είναι να σταματήσει να συσσωρεύεται η ξηρή βλάστηση που μετατρέπεται σε ιδανική καύσιμη ύλη. Παράλληλα, οι νέοι… βοσκότοποι άφηναν πίσω καθαρές περιοχές, που λειτουργούσαν ως αντιπυρικές ζώνες. Και δεν είναι μόνο η Βαρκελώνη που… επιστρατεύει ζώα – ως επί το πλείστον πρόβατα και κατσίκες – στον αγώνα για αντιπυρική προστασία. Τη στρατηγική της στοχευμένης βόσκησης τη συναντά κανείς ακόμα και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στην Καλιφόρνια, όπου μέσα σε μία χρονιά πάνω από 850.000 εκτάρια καταστράφηκαν από πυρκαγιές ενώ οι Αρχές στη νότια περιοχή της Ανδαλουσίας εδώ και τουλάχιστον δύο δεκαετίες άρχισαν να πληρώνουν βοσκούς για να… περνούν με τα ζώα τους από κατάφυτες πεδιάδες και κοιλάδες της ευρύτερης περιοχής. Πλέον, σύμφωνα με πληροφορίες, στο εν λόγω πρόγραμμα συμμετέχουν δεκάδες βοσκοί, που διαθέτουν περισσότερα από 100.000 ζώα για τον συγκεκριμένο σκοπό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να εξοικονομείται περί το 75% του κόστους του καθαρισμού της γης με τις συμβατικές μεθόδους.

Πάντως, η συζήτηση για τη στοχευμένη βόσκηση ως μέσο πρόληψης από τις πυρκαγιές έχει επανέλθει και στη χώρα μας, με αγροτικούς συνεταιρισμούς να ζητούν να ενταχθεί η βόσκηση σε ένα ολιστικό πλαίσιο δασικής διαχείρισης.

Οταν οι φλόγες «γλείφουν» τα αστικά κέντρα

Οι πρόσφατες πυρκαγιές στην Αχαΐα, σύμφωνα με την Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας, είχαν μέγεθος, η μεν φωτιά στην Κάτω Αχαΐα 13. 840 στρέμματα ενώ η φωτιά στην Πάτρα 7.612 στρέμματα. Τα δεδομένα αυτά προήλθαν από δορυφορικά δεδομένα του συστήματος Copernicus κι αν αναλογιστεί κανείς ότι στην Ελλάδα πυρκαγιές της τάξης των 36.000 στρεμμάτων, πολλαπλάσιες δηλαδή αυτών της Αχαΐας, αναμένονται κάθε δεύτερο χρόνο, καταλαβαίνουμε ότι τα μεγέθη των πυρκαγιών της Αχαΐας συγκριτικά μπορούν να θεωρηθούν αρκετά μικρά, εξηγεί ο καθηγητής Περιβαλλοντικής Πληροφορικής, Τηλεπισκόπησης και Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών Νίκος Κούτσιας.

«Πυρκαγιές αυτής της τάξης μεγέθους αναμένονται και συμβαίνουν στην Ελλάδα κάθε έτος. Παρ’ όλ’ αυτά, οι πυρκαγιές της Αχαΐας προκάλεσαν, δυσανάλογα με το μέγεθός τους, μεγάλες καταστροφές και θεωρήθηκαν ιδιαίτερα επικίνδυνες, καθώς προξένησαν σοβαρές ζημιές σε πολλά κτίρια, βιομηχανικές εγκαταστάσεις, οχήματα, δασικές και αγροτικές εκτάσεις, και φυσικά απείλησαν και ανθρώπινες ζωές, ευτυχώς αυτή τη φορά χωρίς να θρηνήσουμε θύματα. Οι πυρκαγιές στην Αχαΐα, αν και μικρές σε μέγεθος, είχαν μεγάλες και σοβαρές συνέπειες, διότι εκδηλώθηκαν σε περιοχές που ονομάζονται «ζώνες διασύνδεσης του αστικού με το δασικό περιβάλλον» (wildland-urban interface), το οποίο αποτελεί ένα σοβαρό σύγχρονο ζήτημα που επηρεάζει και θα επηρεάσει στο μέλλον τη διαχείριση των δασικών πυρκαγιών και τις επιπτώσεις τους», υπογραμμίζει. Πρόκειται για περιοχές όπου «μπερδεύεται» το αστικό με το δασικό περιβάλλον, καθώς ο άνθρωπος έχει… μπει στο δάσος.

Γεννιέται, λοιπόν, το ερώτημα και ο προβληματισμός αν πυρκαγιές αυτού του τύπου ενδέχεται να καθιερωθούν και να εμφανίζονται πολύ συχνότερα, καθιστώντας τες μέρος των πυρκαγιών του μέλλοντος. «Οι λόγοι για τους οποίους τέτοιες πυρκαγιές μπορεί να ενισχυθούν, όσον αφορά την εμφάνιση και τη συχνότητά τους στο μέλλον, σχετίζονται με την εκτεταμένη παρουσία ζωνών διασύνδεσης του αστικού με το δασικό και αγροτικό περιβάλλον, με τη συσσώρευση βιομάζας, όπως προείπαμε, λόγω εξέλιξης της βλάστησης από τη μία και πιθανή έλλειψη διαχείρισης από την άλλη, με την κλιματική αλλαγή κ.ά.».

«Κλειδί» η διαχείριση του κινδύνου

Σύμφωνα με τον καθηγητή, οι πυρκαγιές αυτού του τύπου αναδεικνύουν και ένα άλλο εξίσου σημαντικό θέμα που σχετίζεται με τις δασικές πυρκαγιές, όταν αναφερόμαστε σε θέματα πρόληψης και διαχείρισης του κινδύνου: Η επικινδυνότητα καθορίζεται από τον συνδυασμό των παραμέτρων του κινδύνου του γεγονότος, της έκθεσης σε αυτό και του βαθμού ευπάθειας στον κίνδυνο. «Δηλαδή, το φυσικό γεγονός καθαυτό, το πόσο εκτιθέμεθα στον κίνδυνο, εάν δηλαδή είμαστε κοντά σε μία τέτοια καταστροφή και κατά πόσο είμαστε ευάλωτοι στον κίνδυνο. Είναι κατανοητό ότι οι πρόσφατες πυρκαγιές στην Αχαΐα είχαν υψηλό βαθμό επικινδυνότητας κυρίως λόγω του υψηλού βαθμού έκθεσης, καθώς και της υψηλής ευπάθειας στον κίνδυνο. Καταλήγοντας, γίνεται σαφές ότι η αποτελεσματική διαχείριση των δασικών πυρκαγιών θα πρέπει να αναφέρεται σε δράσεις διαχείρισης της επικινδυνότητας που προκύπτει και από τις τρεις αυτές συνιστώσες».