
Με το μακροπρόθεσμο κόστος δανεισμού να αυξάνεται παγκοσμίως, καθώς οι επενδυτές ανησυχούν για τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το χρέος σε ισχυρές οικονομίες, την ώρα που οι δασμολογικές πολιτικές του Τραμπ, ο κίνδυνος για την ανεξαρτησία της Fed και οι αυξημένες εκδόσεις ομολόγων επιβαρύνουν το κλίμα, το παγκόσμιο «selloff» εκτόξευσε τις αποδόσεις. Οι 30ετείς τίτλοι στο Ηνωμένο Βασίλειο βρέθηκαν σε υψηλά 27 ετών, στη Γερμανία σε υψηλά 14 ετών, ενώ στην Ιαπωνία σε νέο ιστορικό υψηλό. Στις ΗΠΑ δοκιμάζουν το όριο του 5% και στη Γαλλία, ενόψει πολιτικών εξελίξεων, σε υψηλά 17 ετών.
Οι αποδόσεις των μακροπρόθεσμων ομολόγων με βάση τον δείκτη του Bloomberg σκαρφάλωσαν στο υψηλότερο επίπεδο από τον Ιούλιο του 2009, αντανακλώντας την απαίτηση των επενδυτών για μεγαλύτερη αποζημίωση, καθώς αυξάνονται οι αμφιβολίες για τη μείωση του χρέους, ενώ τα σχέδια της Γερμανίας και οι πιθανές αυξήσεις στις αμυντικές δαπάνες οδηγούν σε εκδόσεις άνω των 107 δισ. ευρώ στο επόμενο δίμηνο.
Τα βλέμματα στρέφονται στην ψηφοφορία για ψήφο εμπιστοσύνης στη Γαλλία στις 8 Σεπτεμβρίου, με εκτιμήσεις ότι σύντομα θα δανείζεται ακριβότερα από την Ιταλία, καθώς το spread των 10ετών έχει περιοριστεί στις 10 μονάδες βάσης, από 200 το 2022 και 400 κατά την κρίση του ευρώ. Η απόδοση του γαλλικού 10ετούς είναι στο 3,57% έναντι 3,67% της Ιταλίας, την ώρα που η Ελλάδα δανείζεται με 3,50%, με εισροές ξένων κεφαλαίων 7,5 δισ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2025, έπειτα από 10 δισ. το 2024, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη στην οικονομία. Τους τελευταίους μήνες το CDS της Γαλλίας έχει ξεπεράσει Ιταλίας, Πορτογαλίας, Ισπανίας και Ελλάδας. Σημαντικό είναι ότι το χάσμα αποδόσεων στη ζώνη του ευρώ έχει επανέλθει κοντά στα επίπεδα προ Lehman Brothers, υποδηλώνοντας ότι διαπραγματεύεται ως ενιαίο μπλοκ.
Μετά την ελληνική κρίση χρέους το 2009, τα spreads αυξήθηκαν δραματικά καθώς οι αγορές ανησυχούσαν για αθέτηση ή έξοδο από την ευρωζώνη, εκτοξεύοντας τα ασφάλιστρα κινδύνου σε Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία και Ιρλανδία. Σήμερα η εικόνα έχει αντιστραφεί: η διαφορά αποδόσεων 10ετών περιορίστηκε στις 88 μονάδες βάσης, παραπέμποντας στην προ κρίσης εποχή και πολύ χαμηλότερα από τον μέσο όρο δεκαετίας (320 μονάδες).
Διαφοροποιήσεις
Η ευρωζώνη είναι πλέον λιγότερο ευάλωτη, με μικρότερο κίνδυνο διάλυσης και καλύτερα δομημένα εργαλεία αντιμετώπισης κρίσεων, όπως τα προγράμματα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ. Ωστόσο, οι αγορές χρέους αντικατοπτρίζουν διαφοροποιήσεις. Οι αποδόσεις των γερμανικών ομολόγων, ως δείκτης αναφοράς, αυξήθηκαν λόγω νέων εκδόσεων, ενώ χώρες που είχαν πληγεί εμφανίζονται πιο εύρωστες, κάνοντάς τες ελκυστικότερες στους επενδυτές. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία, Ελλάδα, ακόμη και Ιταλία.
Παρά τη θετική εικόνα, οι υψηλότεροι δείκτες χρέους αυξάνουν το ρίσκο. Οι θέσεις χρέους είναι πιο επισφαλείς, καθώς τέσσερα μέλη έχουν χρέος άνω του 100% του ΑΕΠ, έναντι δύο το 2008. Μέχρι το 2030 η Γαλλία αναμένεται να έχει υψηλότερο χρέος από την Ελλάδα και πάνω από 100% του ΑΕΠ μεγαλύτερο από την Ιρλανδία, σύμφωνα με το ΔΝΤ. Ετσι, καταλήγουν οι αναλυτές, η τρέχουσα σύγκλιση αποδόσεων μπορεί μεσοπρόθεσμα να ανατραπεί με επιπτώσεις στο κόστος δανεισμού πολλών χωρών.