
Μπορεί η ΕΚΤ να έχει ρίξει τα επιτόκια, όμως τα δάνεια στη χώρα μας γίνονται ακόμα πιο ακριβά σε σχέση με την ευρωζώνη. Οπως φαίνεται από την ανάλυση των στοιχείων, τα επιτόκια δανεισμού των ελληνικών εμπορικών τραπεζών, που εκτοξεύθηκαν όταν η Φρανκφούρτη αύξησε τα βασικά επιτόκια, πέφτουν σιγά σιγά, σαν πούπουλα. Την ίδια στιγμή, οι τράπεζες της υπόλοιπης Ευρώπης απορροφούν πολύ ταχύτερα τις αλλαγές στα επιτόκια. Το αντίθετο ισχύει για τα επιτόκια των καταθέσεων, που δεν απορρόφησαν ποτέ την αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ την περίοδο 2022-2024, αλλά κατέρρευσαν τάχιστα την τελευταία χρονιά.
Τον Ιούνιο της περσινής χρονιάς, η ΕΚΤ άνοιξε τον κύκλο χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής, με συνεχείς μειώσεις στα βασικά επιτόκια της κεντρικής τράπεζας. Μέχρι εκείνο το σημείο, το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ βρισκόταν στο 4%, με στόχο να μπει φρένο στον πληθωρισμό. Από τα μέσα Ιουνίου, το επιτόκιο έπεσε στο 2%, όπου και πρόκειται να παραμείνει μέχρι τα τέλη του έτους, αφού οι αγορές προβλέπουν ακόμα μία μείωση, πιθανότατα τον Δεκέμβριο. Καθώς ο κύκλος των μειώσεων των επιτοκίων πλησιάζει στο τέλος του, έχει έρθει η ώρα του απολογισμού.
Ομως, τα αποτελέσματα είναι μάλλον απογοητευτικά. Παρά τις μειώσεις των επιτοκίων, οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να είναι πολύ ακριβές συγκριτικά με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές. Τα δάνειά τους έχουν σημαντικά υψηλότερα επιτόκια από τον μ.ό. της ευρωζώνης, τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τις επιχειρήσεις. Κατά μέσο όρο, τα επιτόκια δανεισμού των ελληνικών τραπεζών μειώθηκαν κατά 69 μονάδες βάσης (-0,69%) μεταξύ Μαΐου 2024 και Ιουλίου 2025, την ώρα που αυτά των ευρωπαϊκών τραπεζών μειώθηκαν κατά 84 μ.β. (-0,84%).
Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (EBA), το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο των ελληνικών τραπεζών υπολογιζόταν στο 3,3% πριν από τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ (Ιούνιος 2024), ενώ το αντίστοιχο στην ΕΕ ήταν 1,65%. Στα τελευταία στοιχεία της ΕΒΑ (Μάρτιος 2025), το επιτοκιακό περιθώριο στην Ελλάδα έχει πέσει στο 2,9%, όμως εξακολουθεί να απέχει παρασάγγας από το αντίστοιχο στην ΕΕ, που βρίσκεται στο 1,6%.
Μεγάλωσε η ψαλίδα στα επιχειρηματικά
Τον Μάιο του 2024, οι ελληνικές επιχειρήσεις δανείζονταν από τις εγχώριες τράπεζες με μέσο επιτόκιο 4,98%. Τον περασμένο Ιούλιο, το κόστος δανεισμού τους έπεσε στο 3,83%, με τη μείωση να υπολογίζεται στις 115 μ.β. (-1,15%). Αν και αυτή η μείωση είναι σημαντική, υπολείπεται κατά πολύ της αντίστοιχης στο σύνολο της ευρωζώνης. Στο σύνολο της νομισματικής ένωσης, το επιτόκιο δανεισμού των επιχειρήσεων διαμορφώθηκε στο 3,43% τον φετινό Ιούλιο, από 5,02% τον Μάιο του 2024. Σε αυτό το διάστημα, τα επιτόκια έπεσαν κατά 159 μονάδες βάσης (-1,59%), δηλαδή η μείωση ήταν κατά σχεδόν 50% μεγαλύτερη από αυτήν των ελληνικών τραπεζών.
Χαώδης απόσταση στα καταναλωτικά
Στα δάνεια προς νοικοκυριά, οι τράπεζες έχουν απορροφήσει μέρος των μειώσεων της ΕΚΤ, αλλά το κόστος δανεισμού παραμένει σε υψηλότερα επίπεδα. Στα καταναλωτικά, η μείωση του κόστους δανεισμού… πέρασε και δεν ακούμπησε. Οταν η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ ήταν στα πιο σφιχτά της, τα καταναλωτικά δάνεια είχαν επιτόκιο 10,74%. Τον περασμένο Ιούλιο, το μέσο επιτόκιο των καταναλωτικών δανείων διαμορφώθηκε στο 10,45%, με τη μείωση να υπολογίζεται σε μόλις 29 μ.β..
Στην ευρωζώνη η μείωση ήταν επίσης αρκετά μικρή – αν και μεγαλύτερη από ό,τι στην Ελλάδα – στις 46 μ.β. και το επιτόκιο για καταναλωτικά δάνεια διαμορφώθηκε στο 7,46% από 7,92% τον Μάιο του 2024.
Τον Ιούλιο, το επιτόκιο για τα στεγαστικά δάνεια διαμορφώθηκε στο 3,52% στην Ελλάδα, το έβδομο υψηλότερο ποσοστό στην ευρωζώνη. Τον Μάιο του 2024, βρισκόταν στο 4,15%, με τη μείωση να υπολογίζεται στις 63 μ.β. Στο σύνολο της νομισματικής ένωσης, το αντίστοιχο επιτόκιο ήταν στο 3,76% πριν ανοίξει ο κύκλος των μειώσεων, και διαμορφώθηκε στο 3,28% τον Ιούλιο του 2025 (-48 μ.β.). Ετσι, τα στεγαστικά είναι η μόνη κατηγορία δανείων στην οποία παρατηρήθηκε σύγκλιση με την υπόλοιπη ευρωζώνη. Ωστόσο, αυτό δεν μοιάζει αρκετό, αφού οι εκταμιεύσεις στεγαστικών δανείων παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα και εξακολουθούν να είναι λιγότερες από των καταναλωτικών δανείων στο πρώτο επτάμηνο του 2025.