
Το μυστήριο των 30.000 σεισμών που έπληξαν τη Σαντορίνη στις αρχές του 2025 έχει πλέον λυθεί όπως αναφέρει μελέτη με τη συνυπογραφή 31 ερευνητών από έξι χώρες, που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Nature και εξηγεί τι συνέβη στα σπλάχνα της Γης και κάτω από τη θάλασσα κατά τη διάρκεια αυτής της μεγάλης ηφαιστειακής κρίσης. Στις 27 Ιανουαρίου η γη άρχισε να τρέμει κι αυτή ήταν η αρχή μιας ακολουθίας σεισμικών δονήσεων που συνεχίστηκαν για σχεδόν έναν μήνα. Περίπου τα τρία τέταρτα των κατοίκων του νησιού το εγκατέλειψαν κι ακολούθησε μεγάλη κινητοποίηση στρατού και πυροσβεστικής με ενισχύσεις δυνάμεων της αστυνομίας από την ηπειρωτική Ελλάδα. Τον Φεβρουάριο, κηρύχθηκε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, με κλείσιμο των σχολείων για δύο εβδομάδες και επανενεργοποίηση των σημείων συγκέντρωσης σε περίπτωση μεγάλου σεισμού. Ωστόσο κανείς δεν γνώριζε τότε πραγματικά τι συνέβαινε σε αυτή τη ζώνη σύγκλισης των ευρασιατικής και αφρικανικής πλάκας, όπου η σεισμικότητα είναι έντονη και όπου εκτείνεται, επιπλέον, ένα τόξο υποθαλάσσιων ηφαιστείων.
Η μελέτη
Το άρθρο που δημοσιεύτηκε στο Nature, με τίτλο «Η ηφαιστειακή κρίση αποκαλύπτει ένα συζευγμένο μαγματικό σύστημα στη Σαντορίνη και το Κολούμπο», δικαιώνει την άποψη όσων διέβλεπαν ηφαιστειακή δραστηριότητα. Μάγμα πράγματι κυκλοφόρησε ανάμεσα στο ηφαίστειο της Σαντορίνης και το υποθαλάσσιο ηφαίστειο Κολούμπο, που βρίσκεται 7 χιλιόμετρα βορειοανατολικά. Η μελέτη αποδεικνύει μάλιστα για πρώτη φορά ότι τα δύο αυτά ηφαίστεια μοιράζονται την ίδια τροφοδοσία μάγματος. Οπως εξηγεί ο φυσικός Φλοράν Μπρενγκιέ, του γαλλικού Ινστιτούτου Γεωεπιστημών (ISTerre) και από τους συνυπογράφοντες τη μελέτη, «στις αρχές του 2025, το μάγμα σχημάτισε έναν δίαυλο, δηλαδή μια σχεδόν κατακόρυφη ρωγμή στον φλοιό της Γης, μέσα στην οποία διείσδυσε και μετακινήθηκε για 13 χιλιόμετρα, σταματώντας την πορεία του μόλις 3 χιλιόμετρα κάτω από την επιφάνεια». Αυτή την πορεία ανασύνθεσαν οι επιστήμονες. Οι έλληνες ερευνητές που περιλαμβάνονται στην ομάδα που υπογράφει τη μελέτη είναι η Παρασκευή Νομικού, ο Δημήτρης Αναστασίου, ο Κώστας Ραπτάκης και η Μαρία Τσακίρη.
Το φαινόμενο ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2024, όταν τα όργανα παρακολούθησης της Σαντορίνης κατέγραψαν ασυνήθιστα σήματα. Το έδαφος της Καλντέρας, του μεγάλου κυκλικού κρατήρα της Σαντορίνης, εν μέρει βυθισμένου, ανυψώθηκε ενώ οι εκπομπές ηφαιστειακών αερίων αυξήθηκαν στο γειτονικό ηφαιστειογενές νησί της Νέας Καμένης. Ωστόσο υπογραμμίζεται ότι παρά τα προειδοποιητικά σημάδια θα ήταν αδύνατον να προβλεφθεί η εξέλιξη και η κορύφωσή της.
Στις 27 Ιανουαρίου η κατάσταση άλλαξε ριζικά καθώς μέσα σε λίγες ώρες, ανιχνεύονται εκατοντάδες δονήσεις, συνοδευόμενες από τον συνεχή εκείνο σεισμικό βόμβο που είναι χαρακτηριστικός της κίνησης του μάγματος. Είναι το σημάδι ότι ανοίγει ένας δίαυλος στον γήινο φλοιό. Τις επόμενες μέρες, το μάγμα μετακινείται σταδιακά. Στην αρχή, η σεισμικότητα πλησιάζει τη Σαντορίνη, πριν προχωρήσει βορειοανατολικά. Στις αρχές Φεβρουαρίου, τα επίκεντρα πλησιάζουν στην επιφάνεια και ορισμένοι σεισμοί ξεπερνούν το μέγεθος των 5 βαθμών. Προς τις 20 Φεβρουαρίου, η ροή μάγματος προς τον δίαυλο σταδιακά σταματά, οι σεισμοί αραιώνουν και το έδαφος παύει να παραμορφώνεται. Δεν συνέβη καμία έκρηξη, αλλά οι όγκοι μάγματος που κινητοποιήθηκαν δείχνουν ότι το ενδεχόμενο μιας υποθαλάσσιας έκρηξης σε μικρό βάθος, άρα εν δυνάμει εκρηκτικής και ικανής να προκαλέσει τοπικά τσουνάμι, ήταν πραγματικό. Οι επιστήμονες άλλωστε επισημαίνουν ότι «σε αυτή τη ζώνη, που παραμένει από τις πιο ενεργές μαγματικά στην Ευρώπη, δεν είμαστε ποτέ ασφαλείς από την πρόκληση ενός μεγάλου σεισμού με καθυστέρηση, μερικές φορές μήνες μετά την πρώτη προειδοποίηση».
Για τη μελέτη που συνδυάζει πολλαπλές προσεγγίσεις συνεργάστηκαν πανεπιστημιακοί από την Αθήνα, τη Ρώμη, το Βερολίνο και το Ρέικιαβικ και κάθε ομάδα συνέβαλε με το δικό της κομμάτι στο παζλ.