
Το χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου θα πραγματοποιηθεί η συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στη Νέα Υόρκη στο περιθώριο της 80ής Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ προσδιόρισε ο Γιώργος Γεραπετρίτης, τοποθετώντας την μεταξύ 22 και 26 Σεπτεμβρίου, ενώ παράλληλα διευκρίνισε πως η ακριβής ημερομηνία δεν έχει προσώρας «κλειδώσει».
Το επικείμενο τετ α τετ των δύο ηγετών στις ΗΠΑ, όπως επισήμανε ο υπουργός Εξωτερικών, δεν αναμένεται να είναι σε καμία περίπτωση εθιμοτυπικό, καθώς η ελληνοτουρκική ατζέντα έχει εν τω μεταξύ βαρύνει σημαντικά. Με την Αγκυρα να επιδίδεται όλο το τελευταίο διάστημα σε σειρά ρητορικών προκλήσεων, την ώρα που η Αθήνα έχει ξεκαθαρίσει στο ανώτατο δυνατό επίπεδο ότι θα τεθεί ενώπιον του τούρκου προέδρου το ζήτημα της άρσης του casus belli, ως προϋπόθεση, μάλιστα, για τη συμμετοχή της Τουρκίας στο ευρωπαϊκό, αμυντικό πρόγραμμα SAFE.
Από τη Νέα Υόρκη και την «ουσιαστική συζήτηση» που, όπως όλα δείχνουν, πρόκειται να έχουν Μητσοτάκης και Ερντογάν αναμένεται, ταυτόχρονα, να βγει και λευκός καπνός όσον αφορά την ημερομηνία διεξαγωγής του 6ου Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας στην Αγκυρα, η οριστικοποίηση του οποίου εκκρεμεί από τον Σεπτέμβριο του 2024 και την περυσινή, αντίστοιχη συνάντηση των δύο ηγετών στη Νέα Υόρκη. Φέτος, βάσει των όσων έχουν προηγηθεί τόσο με τη Λιβύη (όπου αρκετοί βλέπουν «δάκτυλο τουρκικό») και την τουρκική παρεμπόδιση των ερευνών για το συγχρηματοδοτούμενο από την ΕΕ πρότζεκτ GSI όσο και με τις προκλητικές τουρκικές κινήσεις με φόντο τον Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό και τα Θαλάσσια Πάρκα, προμηνύεται αναμφίβολα σκληρό «πόκερ» κατά τη διάρκεια της συζήτησης μεταξύ του έλληνα πρωθυπουργού και του τούρκου προέδρου.
Πέραν του casus belli, είναι σαφές πως η ελληνική πλευρά θα θέσει και το ζήτημα της επανεκκίνησης των εργασιών για την έρευνα και την πόντιση του καλωδίου για την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας – Κύπρου, με τον Γιώργο Γεραπετρίτη να τονίζει επανειλημμένως πως σε περίπτωση που «υπάρξει διάθεση παρεμπόδισης του εν λόγω έργου από οποιαδήποτε τρίτη χώρα, είναι προφανές ότι θα υπάρξουν συνέπειες». Είναι βέβαιο πως η Ελλάδα επιθυμεί τα «ήρεμα νερά» στο Αιγαίο να διατηρηθούν, ιδίως εν μέσω γενικευμένης αναταραχής στην ευρύτερη περιοχή, αυτό όμως δεν σημαίνει πως θα επιλέξει να κινηθεί προς μια πολιτική «ακινησίας» προκειμένου να μην προκαλούνται εντάσεις με την Τουρκία σε επίπεδο λεκτικό αλλά και στο πεδίο. Ο σχεδιασμός του διπλωματικού γραφείου του Πρωθυπουργού σε συνεργασία με το ελληνικό ΥΠΕΞ εν όψει της συνάντησης με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στη Νέα Υόρκη θα είναι τέτοιος ώστε να μπορέσει η άλλη πλευρά να αντιληφθεί τις προθέσεις της χώρας μας σε συνδυασμό με τις συνέπειες που θα υπάρξουν σε περίπτωση «παραφωνιών» ή νέων προκλήσεων. Στην Αθήνα παρακολουθούν στενά τα όσα μεταδίδουν τουρκικά ΜΜΕ περί επικείμενης επίσκεψης του στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ στην Αγκυρα στα τέλη Σεπτεμβρίου, καθώς και τις προκλητικές δηλώσεις του εκπροσώπου του κυβερνώντος κόμματος της Τουρκίας, Ομέρ Τσελίκ, ο οποίος προειδοποιεί πως «κανείς δεν πρέπει να επιδιώξει λανθασμένες ενέργειες στο Αιγαίο, τη Μεσόγειο ή αλλού».
Ευρωπαϊκή προειδοποίηση
Η χθεσινή δημόσια δήλωση, εξάλλου, της ύπατης εκπροσώπου της ΕΕ για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας, Κάγια Κάλας, με φόντο το τουρκολιβυκό μνημόνιο, κατά το τρέχον μομέντουμ (εν αναμονή της επανεκκίνησης των διαπραγματεύσεων με τη Λιβύη για την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών) μόνο τυχαία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. «Η αποχή από μονομερείς ενέργειες που αντιβαίνουν στα συμφέροντα της ΕΕ και παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο και τα κυριαρχικά δικαιώματα των κρατών-μελών εξακολουθεί να αποτελεί βασική προϋπόθεση για τη διασφάλιση ενός σταθερού και ασφαλούς περιβάλλοντος στην Ανατολική Μεσόγειο» τόνισε, μεταξύ άλλων, η ίδια επισημαίνοντας επιπλέον ότι «το μνημόνιο συνεννόησης Τουρκίας – Λιβύης για την οριοθέτηση περιοχών θαλάσσιας δικαιοδοσίας στη Μεσόγειο παραβιάζει τα κυριαρχικά δικαιώματα τρίτων κρατών, δεν συνάδει με το εθιμικό δίκαιο που βασίζεται στο δίκαιο της θάλασσας και δεν μπορεί να παράγει έννομες συνέπειες για τρίτα κράτη».
Προειδοποιητικές βολές όμως έριξε χθες και η Κομισιόν μέσω της αρμόδιας εκπροσώπου της Επιτροπής για θέματα ενέργειας, Ανα Κάιζα, η οποία μιλώντας για τo GSI έκανε λόγο για ένα έργο στρατηγικής σημασίας το οποίο η ΕΕ θα ήθελε να δει να υλοποιείται «εντός του προβλεπόμενου χρονοδιαγράμματος».