
Μια «βόμβα» έπεσε το περασμένο Σαββατοκύριακο για εκατοντάδες χιλιάδες Ινδούς εργαζόμενους στις ΗΠΑ, μετά την ανακοίνωση του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για νέο τέλος
$100.000 στις αιτήσεις βίζας H-1B για εξειδικευμένους εργαζόμενους. Η είδηση προκάλεσε άμεσο πανικό, με αποτέλεσμα εταιρείες τεχνολογίας έστειλαν μηνύματα στους υπαλλήλους να μην ταξιδεύουν εκτός ΗΠΑ, χιλιάδες εργαζόμενοι αναζήτησαν επειγόντως πτήσεις και οι δικηγόροι μετανάστευσης εργάστηκαν ασταμάτητα για να ερμηνεύσουν την εντολή.
Ο Λευκός Οίκος, ωστόσο, διευκρίνισε ότι το τέλος αφορά μόνο νέες αιτήσεις και είναι μία εφάπαξ χρέωση. Παρά τη διευκρίνιση, το μέλλον της βίζας H-1B παραμένει αβέβαιο, θέτοντας σε κίνδυνο μια δεκαετίες δομημένη «δεξαμενή» ταλέντων που τροφοδοτεί την αμερικανική τεχνολογία, τις υπηρεσίες υγείας και άλλους κρίσιμους τομείς.
Η βίζα H-1B έχει μεταμορφώσει και τις δύο χώρες. Για την Ινδία αποτέλεσε μοχλό κοινωνικής ανέλιξης, δίνοντας ευκαιρίες σε προγραμματιστές από μικρές πόλεις να γίνουν εργαζόμενοι με υψηλές αποδοχές, ενώ για τις ΗΠΑ αποτέλεσε πηγή ταλέντου σε εργαστήρια, πανεπιστήμια, νοσοκομεία και start-ups. Σήμερα, Ινδοί εκτελεστικοί διευθυντές ηγούνται εταιρειών όπως Google, Microsoft και IBM, ενώ οι Ινδοί γιατροί αποτελούν περίπου το 6% του ιατρικού δυναμικού των ΗΠΑ.
Οι Ινδοί κυριαρχούν στην βίζα H-1B, με ποσοστό πάνω από 70% των δικαιούχων τα τελευταία χρόνια. Στον τομέα της τεχνολογίας, πάνω από το 80% των θέσεων «computer jobs» έχουν καταληφθεί από Ινδούς, ενώ στον τομέα της ιατρικής, οι Ινδοί H-1B αποτελούν σημαντικό τμήμα των διεθνών γιατρών που εργάζονται στις ΗΠΑ.
Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι το τέλος των $100.000 είναι πρακτικά αδύνατο να καλυφθεί από νέους υπαλλήλους, πολλοί εκ των οποίων αμείβονται με λιγότερα από το ποσό αυτό. Παράλληλα, η απόφαση αναμένεται να επηρεάσει τους φοιτητές από την Ινδία, που αποτελούν το 25% των διεθνών φοιτητών στις ΗΠΑ, οδηγώντας πολλούς να στραφούν σε άλλες χώρες για σπουδές και εργασία.
Οι ινδικές εταιρείες τεχνολογίας, όπως η TCS και η Infosys, έχουν ήδη αρχίσει να προσαρμόζουν τα επιχειρηματικά τους μοντέλα, μεταφέροντας εργασία offshore και περιορίζοντας τη δραστηριότητα στις ΗΠΑ. Ο κλάδος IT της Ινδίας, που φέρνει πάνω από τα μισά έσοδά του από τις ΗΠΑ, αντιμετωπίζει κρίσιμη πρόκληση, ενώ οι αμερικανικές εταιρείες ενδέχεται να αντιμετωπίσουν ελλείψεις σε προσωπικό, νοσοκομεία και πανεπιστήμια.
Η τελική επίπτωση της αύξησης του τέλους παραμένει αβέβαιη, καθώς αναμένονται πιθανές νομικές προκλήσεις και εξαιρέσεις για μεγάλες εταιρείες, όπως Google, Apple και Meta. Ωστόσο, το μέτρο αναδεικνύεται ως δοκιμασία για τις ΗΠΑ, δοκιμάζοντας την ικανότητά τους να προσελκύουν διεθνές ταλέντο και να διατηρήσουν την ανταγωνιστικότητά τους.
Τι είναι η βίζα H-1B
Η βίζα H-1B, που θεσπίστηκε με τον Νόμο Μετανάστευσης του 1990 επί προεδρίας του Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου, επιτρέπει στις αμερικανικές εταιρείες να απασχολούν προσωρινά αλλοδαπούς εργαζόμενους σε θέσεις που απαιτούν «υψηλή εξειδικευμένη γνώση» και πτυχίο πανεπιστημίου.
Σύμφωνα με το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, οι τομείς που μπορούν να αξιοποιούν τη βίζα H-1B περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη μόδα, την ιατρική, τη μηχανική, τα οικονομικά, την πληροφορική και την αρχιτεκτονική, καθώς και συμμετοχές σε έργα του Υπουργείου Άμυνας.
Η διαδικασία ξεκινά με την υποβολή αιτήσεων H-1B από τον εργοδότη στο Υπουργείο Εργασίας εκ μέρους του εργαζομένου, μέσω της φόρμας I-29. Σε περίπτωση έγκρισης, ο εργαζόμενος υποβάλλει αίτηση για βίζα πριν εισέλθει στις ΗΠΑ.
Λόγω του περιορισμένου αριθμού, οι αιτήσεις υποβάλλονται και μέσω κληρώσεων, καθώς το ετήσιο όριο για τις περισσότερες ιδιωτικές εταιρείες είναι περίπου 85.000 βίζες. Τα τρέχοντα έξοδα περιλαμβάνουν 215 δολάρια για την εγγραφή στην κλήρωση και 780 δολάρια για την αίτηση, αναφέρει το Forbes.
Η μέγιστη διάρκεια που χορηγείται στους κατόχους H-1B είναι έξι χρόνια, με δυνατότητα επέκτασης σε τριετή διαστήματα, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις.
Με πληροφορίες από Forbes.com, BBC