Συνέδριο μετά φόνου

Κατέβηκε από το Δελφίνι στο νησί του Αργοσαρωνικού στις δύο και τέταρτο. Το καλοκαίρι έσπρωχνε την άνοιξη να πάρει τη θέση της. Αυτή αντιστεκόταν με ένα απαλό βοριαδάκι. Ο Νότης με τον σάκο στον ώμο σκάναρε την προκυμαία. Λίγοι τουρίστες, πιο πολλοί ντόπιοι, κινούνταν νωχελικά απολαμβάνοντας τον ήλιο και την ανεμελιά της ημέρας. Έπρεπε να πιάσει το νήμα, να βρει πού γίνεται το συνέδριο που ήταν καλεσμένος. Του είχαν δώσει οδηγίες, βγες δεξιά και ρώτα για το «Καλοξένειον», το ξέρουν όλοι. Δεν ήταν δύσκολο να το δει, λίγα βήματα και το είδε μπροστά του. Παλιό κτίριο, με τα χρώματα ξεθωριασμένα να στάζουν πάνω τους τον χρόνο. Στην είσοδο υπήρχε υποδοχή.

«Καλημέρα, είστε για το συνέδριο;».

Την κοίταξε, γλυκό κορίτσι, άσπρο ψαράδικο παντελόνι, μαρινιέρα μπλούζα και καστανά μαλλιά πιασμένα σφικτά σε αλογοουρά. Του προμήθευσε με χαμόγελο την τσάντα με τα υλικά το συνεδρίου «Η ελληνική αστυνομική λογοτεχνία χθες, σήμερα, αύριο». Την οργάνωνε η Λέσχη Αστυνομικής Λογοτεχνίας του νησιού. Ο Νότης εργαζόταν ως συντάκτης στο Διαβάζω, ένα μικρό δεκαπενθήμερο βιβλιοφιλικό περιοδικό με λίγες πωλήσεις και υψηλό κύρος. Θα έκανε ρεπορτάζ, ίσως να έπαιρνε και κάποια συνέντευξη από διακεκριμένους συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας, όπως ο Πέτρος Μάρκαρης, τον οποίον θαύμαζε. Ρώτησε αν υπάρχουν άλλοι δημοσιογράφοι και του απάντησε «αρκετοί» αλλά η ίδια δεν τους γνώριζε. Του έδειξε την αίθουσα των συνεδριάσεων και τον παρέπεμψε στη ρεσεψιόν για να πάρει το κλειδί του δωματίου του.

Το ξενοδοχείο δεν είχε ασανσέρ, ανέβηκε μια μεγάλη μαρμαρένια σκάλα στον πρώτο όροφο. Έψαξε το δωμάτιο 13. Μεγάλο και φωτεινό. Πολύ φωτεινό για συνέδριο αστυνομικής λογοτεχνίας, σκέφτηκε. Η μπαλκονόπορτα έβλεπε στο παλιό λιμάνι. Αλλαξε τισέρτ, έβαλε στην τσάντα του, μια παλιά δερμάτινη Eastpak που την έσερνε από την εποχή του Λυκείου πάντα μαζί του – ακόμα και στην πλαζ αυτή έπαιρνε με πετσέτα, αντηλιακό και βιβλία – και κατέβηκε στην αίθουσα συνεδριάσεων.

Η ώρα είχε πάει τρεις και έπεσε πάνω στο διάλειμμα. Κατευθύνθηκε στην τραπεζαρία. Και αυτή φωτεινή, με τις μεγάλες τζαμαρίες να βλέπουν τη θάλασσα. Ξανασκέφτηκε τη σχέση φωτεινότητας και συνεδρίου για νουάρ λογοτεχνία. Βρήκε την Ολγα και τη Ρόζυ, συντάκτριες σε μικρά λογοτεχνικά περιοδικά. Μιλούσαν με τον Φίλιππο, αυτός έγραφε στο Βήμα, ήταν παράγοντας. Τους απέφυγε, πήρε από τον πάγκο ένα πιάτο αγκινάρες, μια μερίδα μπιφτέκια, ψωμί και άσπρο κρασί και κάθισε σε μια πλάγια θέση να βλέπει τη θάλασσα. Δεν ήταν σίγουρος πως του άρεσε να παρακολουθήσει όλο αυτό το σινάφι να λέει τα ίδια και τα ίδια, να έχουν όλοι άποψη για όλα, χωρίς καν να έχουν διαβάσει πολλά από τα βιβλία για τα οποία μιλάνε.

Ο ήλιος είχε ανέβει για τα καλά. Βγήκε πάλι στην προκυμαία. Εψαξε ένα καφέ με θέα στη θάλασσα. Δίπλα στην άμμο υπήρχε το «Καρνάγιο», μπαράκι με χαμηλά ξύλινα τραπέζια από κούτσουρα και πάνινες καρέκλες σκηνοθέτη. Η μυθολογία της περιοχής έλεγε ότι εδώ τραγούδησαν κάποτε οι Beatles όταν ήρθαν το ‘67 στην Ελλάδα με σκοπό να αγοράσουν ένα νησί για να εγκατασταθούν οικογενειακώς. Βολεύτηκε σε μια καρέκλα. Κοιτώντας για τον σερβιτόρο είδε δεξιά του τον Πάνο Πετρίτη. Παλιός αστυνομικός συγγραφέας. Πριν από πολλά χρόνια έγραφε στα περιοδικά Μάσκα και Μασκούλα μικρές αστυνομικές ιστορίες. Μερικές με ξενικά ψευδώνυμα – λέγανε ότι ήταν περιλήψεις επί το ελληνικότερον αμερικάνικων ιστοριών από φτηνά pulp περιοδικά. Του είχε πάρει παλιότερα μια συνέντευξη. Ο Πετρίτης του έγνεψε να καθίσει μαζί του. Τι χάνω; Αλλαξε τραπέζι.

«Για το συνέδριο;»

«Ναι, κι εσείς;»

«Βαρετό;»

«Θα δούμε».

«Οι περισσότεροι δεν ξέρουν να γράψουν αστυνομική λογοτεχνία, αναμασούν θεωρίες άλλων».

«Υπάρχουν μερικοί καλοί νέοι», τόλμησε να πει ο Νότης.

«Πρόσεξε νεαρέ. Οσοι γράφουν αστυνομικά είναι άκαπνοι, δεν έχουν δει ποτέ πτώμα, δεν έχουν ακούσει έναν πυροβολισμό, δεν έχουν περάσει ποτέ το κατώφλι ενός αστυνομικού τμήματος. Δεν έχουν βιώματα. Για να μην πω ότι δεν έχουν κάνει ένα φόνο, βρε παιδί μου».

Γέλασε, αλλά τον Νότη τον διαπέρασε ρίγος.

Στην πρώτη πρωινή συνεδρίαση ο Πετρίτης ανέπτυξε την άποψή του. «Δεν έχετε βιώματα», είπε απευθυνόμενος σε αγουροξυπνημένους ακροατές. «Δεν ξέρετε τι θα πει φόνος, αίμα, έγκλημα. Τα διαβάζετε στα αστυνομικά και τις εφημερίδες. Για σας είναι παραμύθια. Και το μόνο που κάνετε είναι να μιμείστε τα παραμύθια». Φωνές, κακό, διαμαρτυρίες. Οι νεότεροι χασκογέλασαν, τους φάνηκε αστείο. Οι πιο σοβαροί συγγραφείς αστυνομικών ιστοριών τον κοίταζαν με ένα ύφος «μα, τι λέει, είναι τρελός ή γραφικός». Στο διάλειμμα οι σύνεδροι μαζεύτηκαν σε μικρά πηγαδάκια. Ο Πετρίτης δεν έδωσε καμία σημασία, έφυγε μόνος.

Στην απογευματινή συνεδρίαση, η Νικόλ Νικολούδη, μια νεαρή συγγραφέας αστυνομικών ιστοριών σε φανζίν υποστήριξε στην ομιλία της τις απόψεις του Πετρίτη. Απέδωσε στη δική της απειρία και έλλειψη βιώματος τα αστυνομικά της πονήματα. Με πρωτοφανή αυτοκριτική διάθεση έφερε παραδείγματα από τα έργα της, εκείνα τα σημεία που εκ των υστέρων συνειδητοποίησε ότι υστερούσαν σε αληθοφάνεια και ομολόγησε ότι ούτε έξω από αστυνομικό τμήμα δεν έχει περάσει. Κάποιος από κάτω της φώναξε «αλίμονο αν έπρεπε να κάνεις φόνο για να γράψεις μυθιστόρημα. Τότε οι καλύτεροι αστυνομικοί συγγραφείς θα ήταν οι εγκληματίες». Κάποιοι γέλασαν. Η Νικόλ συνέχισε ελαφρώς ταραγμένη την ομιλία της. Βγαίνοντας από την αίθουσα ο Νότης έπεσε πάνω στον Πετρίτη. «Αυτή έχει τσαγανό, θυμήσου το», του πέταξε.

Την επομένη το πρωί υπήρχε προγραμματισμένη εκδρομή σε ένα ξεχασμένο λιμανάκι στο πίσω μέρος του νησιού.

Μικρά καραβάκια πήραν τους συνέδρους από το λιμάνι και τους μετέφεραν σ’ ένα απόμερο, ήσυχο μέρος, με πεύκα που κατέβαιναν ως τη θάλασσα. Στη μικρή προκυμαία υπήρχε ένα εκκλησάκι με αυλόγυρο ασπρισμένο. Εκεί περίμενε ήδη εγκατεστημένο κέτερινγκ με καφέδες, βουτήματα, αναψυκτικά, κρασί και σάντουιτς. Ο Νότης πήρε ένα φρέντο κι ένα κρουασάν και απομακρύνθηκε.

Οι σύνεδροι, χωρισμένοι σε παρέες, διασκορπίστηκαν τριγύρω. Σε μια μεγάλη μαρμάρινη πεσμένη πέτρα, σαν από αρχαία κολώνα, καθόταν ο Πετρίτης και η Νικόλ. Του έκαναν νόημα.

«Σχεδιάζατε κάποιο έγκλημα, μήπως ενοχλώ;».

«Κάτσε να μας πεις τι σκέφτεσαι».

«Δεν σκέφτομαι κάτι ιδιαίτερο, παραμένω επιφυλακτικός στις απόψεις των δυο σας, σ’ αυτό που υποστηρίζετε ότι χρειάζεται το βίωμα για να γράψεις αστυνομικό μυθιστόρημα. Ο λογοτέχνης που γράφει ιστορικό μυθιστόρημα πώς μπορεί να μετέχει βιωματικά σε ό,τι γράφει; Τι μπορείτε να πείτε για τους λογοτέχνες της επιστημονικής φαντασίας; Δεν υπάρχει βίωμα γι’ αυτούς»!

«Ο συγγραφέας ιστορικού μυθιστορήματος πρέπει κατά τη γνώμη μου να είναι ιστορικός και ο συγγραφέας της επιστημονικής φαντασίας να έχει μελετήσει επιστήμονες προηγμένων τεχνολογιών, για να μην πω μελλοντολόγους», μου απάντησε με πάθος η Νικόλ.

«Το αστυνομικό μυθιστόρημα διαφέρει», συμπλήρωσε ο Πετρίτης. «Οι περισσότεροι συγγραφείς αντιγράφουν από τα σίριαλ του Νέτφλιξ. Δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα πρωτότυπο πια».

Η συζήτηση συνεχιζόταν, όταν ακούστηκαν φωνές ανάμεικτες με μουσικές. Κοίταξαν προς την εκκλησία. Ενα τσούρμο τσιγγάνοι είχαν αποβιβαστεί από δύο μικρές πλαστικές εξωλέμβιες βάρκες και είχαν καταλάβει το προαύλιο, με φωνές, μουσικές και τραγούδια. Τα τύμπανα και τα χάλκινα έκαναν ένα δαιμονισμένο θόρυβο που θρυμμάτισε με μιας την ηρεμία του τοπίου. Τη μελωδία έδιναν δύο βιολιά, ενώ τον ρυθμό ένας μικρός μαυριδερός, ούτε δεκαπέντε χρόνων, που χτυπούσε ένα τεράστιο τύμπανο, μεγαλύτερο από το μπόι του, και στα χέρια του κουδούνιζε μια αρμαθιά κρόταλα. ‘Eνας χοντρός τσιγγάνος με στριφογυριστά μουστάκια στη μέση της ορχήστρας έπαιζε κλαρίνο κι έδινε τον τόνο. Χόρευαν σε κύκλο, όταν στη μέση πετάχτηκε μια μελαχρινή με μαλλί τζίβα, φούστα κλαρωτή με σχίσιμο στο πλάι και πολλά βραχιόλια να κουδουνίζουν στα χέρια. Οι σύνεδροι πλησίασαν γύρω τους χαζεύοντας την απρόσμενη perfomance – κάποιοι σκέφτηκαν ότι οι οργανωτές του συνεδρίου είχαν φαντασία. Οι χοροί δυνάμωναν, η νεαρή τσιγγάνα επιδιδόταν σε γρήγορες και τεχνηέντως λάγνες κινήσεις, τα δυνατά μελαψά πόδια της έδιναν το τίναγμα για να ακολουθήσει το σώμα σε περίτεχνες φιγούρες.

Δυο – τρεις σύνεδροι μπήκαν στον χορό, ενώθηκαν με τους τσιγγάνους. Οι εισβολείς πλησίασαν το τραπέζι του κέτερινγκ και κεράστηκαν μόνοι τους κόκκινο κρασί από τις μεγάλες φιάλες, πριν προλάβουν να διαμαρτυρηθούν τα παιδιά του κέτερινγκ. Και τι να πουν άραγε;

Το γλέντι είχε παρασύρει σχεδόν τους πάντες. Το κλαρίνο αυτοσχεδίαζε πάνω σε μια βασική μελωδία που την έπαιζαν τα βιολιά και μετά με απότομες συγκοπές έδιναν τη συνέχεια στα πιο θορυβώδη όργανα. Όλοι συμμετείχαν σε μια τελετή λαγνείας. Χέρια υψωμένα στον αέρα έκαναν κυκλοτερείς κινήσεις, σαν να χάιδευαν αερικά. Ξάφνου ένας νεαρός σύνεδρος πετιέται στο κέντρο του κύκλου, πιάνει από τη μέση τη χορεύτρια και προσπαθεί να κινηθεί στον ρυθμό της. Αυτή σαστίζει. Κοιτάζει τον χοντρό με το κλαρίνο. Ό,τι έγινε μετά κανείς δεν πρόλαβε να το δει.

Μόνο τον νεαρό μέσα στα αίματα είδαν. Η γιορτή πάγωσε σαν ταμπλό βιβάν. Λίγα δευτερόλεπτα μετά όλοι έτρεξαν εναντίον όλων. Ο υπεύθυνος του συνεδρίου φώναξε «γρήγορα ένα γιατρό». Βρέθηκε κάποιος με γνώσεις πρώτων βοηθειών. Οι τσιγγάνοι τράπηκαν σε φυγή κάνοντας ρεσάλτο στις πλαστικές βάρκες. Το ασθενοφόρο άργησε να έρθει όπως και η αστυνομία. Ο νεαρός είχε χάσει τις αισθήσεις του. Είπαν ότι ο χοντρός του ‘ριξε μια με το κλαρίνο στο κεφάλι.

Ο Νότης έφυγε με τον Πάνο Πετρίτη. «Μήπως είδες τη Νικόλ», τον ρώτησε. Ο Νότης δεν είχε καν μυαλό να την ψάξει. Κάποιος από τους συνέδρους που καθόταν δίπλα τους είπε ότι την είδε να μιλάει με τον νεαρό τσιγγάνο λίγο πριν επιβιβαστούν στη βάρκα φεύγοντας. Δεν έδωσαν σημασία.

Το δείπνο ήταν προγραμματισμένο να γίνει στο ρεστοράν του ξενοδοχείου. Υπήρχε μεγάλη ανησυχία. Τα νέα για τον κτυπημένο ήταν ανησυχητικά, η κατάστασή του ήταν ακόμα κρίσιμη. Η αστυνομία έψαχνε να βρει τους τσιγγάνους αν και πιθανολογούσαν ότι διέφυγαν στην απέναντι ακτή και άντε να τους ψάξεις.

Ο Νότης κάθισε στο στρογγυλό τραπέζι με τη Ρόζυ και τον Πετρίτη. Η Νικόλ δεν είχε φανεί ακόμα. Η Ρόζυ είπε ότι ούτε στο δωμάτιό της ήταν, είχε πάει να τη φωνάξει και είδε ότι ήταν άδειο.

«Αδειο;»

«Δεν είδα βαλίτσα ούτε ρούχα δεξιά και αριστερά».

«Περίεργο».

Κανείς δεν είχε όρεξη για φαγητό. Οι υπεύθυνοι της Λέσχης Αστυνομικής Λογοτεχνίας του νησιού, καταφανώς ταραγμένοι μιας και είχαν την ευθύνη προστασίας των συνέδρων, ανακοίνωσαν ότι η αυριανή καταληκτική συνεδρία ματαιωνόταν. Διευκρίνισαν πως οι τσιγγάνοι είχαν έρθει απρόσκλητοι στην εκδρομή τους, ότι η αστυνομία έχει αρχίσει τις έρευνες και παρακάλεσαν να μην απομακρυνθεί κανείς από το ξενοδοχείο καθώς ένας αστυνόμος βρισκόταν από το πρωί στο λόμπι του ξενοδοχείου και έκανε σχετικές ανακρίσεις. Την επομένη το πρωί θα μπορούσαν όλοι να αναχωρήσουν με τα Δελφίνια. Τα εισιτήριά τους βρίσκονταν ήδη στα δωμάτιά τους.  Μια ξαφνική κούραση κυρίευσε τους συνέδρους. Ξέπνοοι ο ένας μετά τον άλλον πέρασαν από τον αστυνόμο.

Μετά τις ανακρίσεις ο Νότης βρέθηκε στο «Καρνάγιο». Σε ένα απόμερο τραπεζάκι καθόταν ο Πετρίτης. Τον προσκάλεσε.

«Τι θα πιεις;»

«Ο,τι και συ».

«Γκαρσόν ένα δωδεκάρι Glenfiddich ακόμα» και γυρνώντας προς τον Νότη: «Η μικρή την κοπάνησε».

«Ποια;»

«Η Νικόλ έφυγε με τους τσιγγάνους. Ανησυχώ», λέει ο Πετρίτης, την ώρα που ο Νότης σκέφτεται ότι την πήρε στον λαιμό του.

Τρεις μήνες αργότερα ο Νότης έλαβε στο Διαβάζω μια αστυνομική ιστορία με την υπογραφή της Νικόλ Νικολούδη: «Φόνος στο γλέντι».

Το τελευταίο βιβλίο του Γιάννη Ν. Μπασκόζου είναι «Η μπαλάντα των ανίδεων και καλών», εκδ. Μεταίχμιο, 2023.