Το γαλλικό μήνυμα

«Αυτό τα λέει όλα» είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε μια αποστροφή της χθεσινής συνέντευξής του στη ΔΕΘ: Τον Σεπτέμβριο του 2015 η Ελλάδα δανειζόταν με επιτόκιο 9,18% και η Γαλλία με 1,16%. Δέκα χρόνια αργότερα, το δεκαετές ομόλογο της Γαλλίας έκλεισε χθες στο 3,44 και το ελληνικό στο 3,33.

Τα στοιχεία είναι ακριβή. Η αλλαγή στην αποτίμηση από τις αγορές του κινδύνου που αντιπροσωπεύουν τα γαλλικά και τα ελληνικά ομόλογα είναι εντυπωσιακή. Αλλά σε τι συμπέρασμα θα έπρεπε να μας οδηγήσει;

Σύμφωνα με τον Πρωθυπουργό, αυτή η σύγκριση Ελλάδας – Γαλλίας είναι, ταυτόχρονα, η πληρέστερη απόδειξη της επιτυχίας και της δημοσιονομικής αρετής της κυβέρνησής του, η δικαιολογητική βάση των φορολογικών ελαφρύνσεων που είχε να εξαγγείλει και το τέλειο επιχείρημα υπέρ της κυβερνητικής σταθερότητας και κατά των αντιπολιτευτικών πειρασμών. Η Γαλλία σε πολιτική κρίση, να απειλείται με προσφυγή στο ΔΝΤ; «Εμείς, ευτυχώς, είμαστε στην αντίπερα όχθη. Εχουμε κατακτήσει τη δυνατότητα να μειώσουμε φόρους και να αυξήσουμε τις κοινωνικές δαπάνες».

Η πρώτη παρατήρηση θα ήταν ότι αυτή η αντιστροφή της μοίρας δεν αφορά την Ελλάδα και τη Γαλλία, ειδικά. Από την πανδημία κι ύστερα, για πολλούς λόγους, ανάμεσα στους οποίους και η διάθεση σημαντικών ευρωπαϊκών πόρων, οι χώρες της λεγόμενης περιφέρειας, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία και Ελλάδα, εκείνες που είχαν πρωταγωνιστήσει στη μεγάλη κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, βρέθηκαν σε πολύ καλύτερη μοίρα από τις χώρες του ευρωπαϊκού πυρήνα. Οι ρυθμοί ανάπτυξης τους ήταν πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, πάνω από χωρών όπως η Γαλλία ή η Ολλανδία και πολύ πάνω από της Γερμανίας. Η βελτίωση των δημοσιονομικών επιδόσεων στην περιφέρεια ήταν, επίσης, εντυπωσιακή, ενώ στον πυρήνα της ευρωζώνης επιδεινώνονταν.

Ένα θέμα είναι, βέβαια, αν αυτή η αλλαγή είναι διατηρήσιμη. Ενα θέμα είναι επίσης αν και με ποια ένταση θα μεταφερθεί στην περιφέρεια και θα δοκιμάσει τις αντοχές της μια ενδεχόμενη επιδείνωση της κρίσης στον ευρωπαϊκό πυρήνα, σε ένα περιβάλλον απρόβλεπτων διεθνών αναταράξεων. Μα ειδικά για εμάς, για την Ελλάδα, το θέμα είναι ότι ενώ ακολουθούμε το ρεύμα των χωρών της περιφέρειας, και μάλιστα με υψηλότερους ρυθμούς μεγέθυνσης, παραμένουμε η μοναδική χώρα της περιφέρειας που οι οικονομικές της επιδόσεις, το ΑΕΠ και το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών της παραμένουν κάτω από τα προ κρίσης επίπεδα.

Άν, λοιπόν, η κολακευτική σύγκριση των ελληνικών με τα γαλλικά επιτόκια οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν έχουμε λόγο να ανησυχούμε, ότι είμαστε ήδη «στην αντίπερα όχθη», όπως είπε ο Πρωθυπουργός, ότι «είμαστε θωρακισμένοι», που είχε πει σε μια μοιραία στιγμή κάποια ψυχή, τότε προφανώς το συμπέρασμα είναι λάθος. Επικίνδυνο λάθος. Κρίσιμοι δείκτες της παραγωγικότητας, της ποιότητας των επενδύσεων, της ενσωμάτωσης νέων τεχνολογιών στην παραγωγή αποκλίνουν από τις ευρωπαϊκές τάσεις, υπολείπονται και των άλλων χωρών της περιφέρειας. Με αυτό το μέτρο, θα πρέπει να κρίνονται και οι ως τώρα επιδόσεις και η αξία των μέτρων που εξαγγέλθηκαν.

Η δεύτερη παρατήρηση είναι αμιγώς πολιτική. Η Γαλλία είχε περίοπτη θέση στον λόγο του Κυριάκου Μητσοτάκη ως επιχείρημα υπέρ της κυβερνητικής σταθερότητας. Δείτε τι παθαίνει μια χώρα που δεν έχει σταθερή κυβέρνηση, παραδέρνει από κρίση σε κρίση, δεν καταφέρνει να περάσει προϋπολογισμό από τη Βουλή, ετοιμάζεται να δει άλλη μια κυβέρνηση να ανατρέπεται από τους λαϊκιστές της Ακρας Δεξιάς και Αριστεράς. «Μη γίνουμε Γαλλία», είναι το μήνυμα. Σε αντιστροφή εκείνου του «μη γίνουμε Ελλάδα», με την οποία οι κυβερνήσεις άλλων ευρωπαϊκών χωρών προσπαθούσαν να σωφρονίσουν διαμαρτυρόμενους πολίτες τους, πριν από 10-15 χρόνια.

Μα τι συμβαίνει στη Γαλλία; Το ισχυρό προεδρικό σύστημα της χώρας σχεδιάστηκε με στόχο ακριβώς τη σταθερότητα. Και ιδού τώρα ένας πρόεδρος που διέλυσε τη Βουλή, χωρίς προφανή λόγο, για να εκβιάσει μια συμβατή με αυτόν πλειοψηφία κι όταν οι Γάλλοι ψήφισαν διαφορετικά απλώς αγνόησε την ψήφο τους. Βλέπει τώρα τους πρωθυπουργούς που διορίζει να παραιτούνται ο ένας μετά τον άλλον και τη χώρα να βυθίζεται. Γιατί η πολιτική σταθερότητα δεν εξασφαλίζεται δίχως μια ελάχιστη κοινωνική συναίνεση. Και η συναίνεση δεν εκβιάζεται. Μήπως αυτό είναι το πραγματικό μήνυμα της γαλλικής περιπέτειας;