Το 50% των Ελλήνων ξοδεύει πάνω από 1.338€/μήνα – Ποιες χώρες «στενάζουν» από την ακρίβεια

Παρά τον περιορισμό του πληθωρισμού στο σύνολο της ευρωζώνης, οι τιμές των τροφίμων συνεχίζουν να καλπάζουν, έχοντας αυξηθεί κατά περίπου 1/3 (33%) από τα τέλη του 2019 στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης.

Στην Ελλάδα, η αύξηση στις τιμές των τροφίμων την τελευταία εξαετία υπολογίζεται στο 30%, σύμφωνα με μελέτη της ΕΚΤ. Παραδόξως, και παρά το γεγονός ότι ο πληθωρισμός στη χώρα μας μοιάζει πιο επίμονος από ό,τι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, το ποσοστό αυτό είναι από τα χαμηλότερα που καταγράφονται στις χώρες της ευρωζώνης.

Συγκεκριμένα, η άνοδος των τιμών είναι χαμηλότερη μόνο σε έξι χώρες:

  • Κύπρος (20%),
  • Φινλανδία (25%),
  • Ιρλανδία (26%),
  • Γαλλία (27%),
  • Ιταλία (28%) και
  • Λουξεμβούργο (29%).

Αντιθέτως, υψηλότερες είναι οι αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων στις υπόλοιπες 13 χώρες της ευρωζώνης:

  • Εσθονία (57%),
  • Λιθουανία (55%),
  • Λετονία (52%),
  • Σλοβακία (52%),
  • Κροατία (47%),
  • Σλοβενία (39%),
  • Ολλανδία (39%),
  • Βέλγιο (38%),
  • Γερμανία (37%),
  • Ισπανία (34%),
  • Αυστρία (33%) και
  • Πορτογαλία (32%).

Μεγαλύτερες είναι οι αυξήσεις στα μη επεξεργασμένα τρόφιμα, στα οποία η αύξηση υπολογίζεται στο 35% σε σχέση με τα τέλη του 2019. Στα επεξεργασμένα τρόφιμα η αύξηση των τιμών είναι ελαφρώς μικρότερη, πέριξ του 31%. Στην άνοδο των τιμών πρωταγωνιστούν τα προϊόντα σοκολάτας και κακάου, στα οποία η αύξηση των τελευταίων έξι ετών αγγίζει το 60%. Ακολουθούν ο καφές, με αύξηση περίπου 54%, το ελαιόλαδο με αύξηση άνω του 50%, το βούτυρο (50%) και το γάλα (38%). Μεγάλες είναι οι αυξήσεις και σε όλα τα κρέατα: μοσχάρι (38%), πουλερικά (34%) και χοιρινό (32%). Ανεπηρέαστο δεν έχει μείνει ούτε καν το πιο βασικό τρόφιμο παγκοσμίως, το ψωμί (31%).

Όπως αναφέρει η μελέτη που εκπονήθηκε από οικονομολόγους της ΕΚΤ, είναι αρκετοί οι παράγοντες που έχουν οδηγήσει στις αυξήσεις και ποικίλλουν μεταξύ των χωρών, ανάλογα με την έκθεσή τους στις διακυμάνσεις των τιμών των εμπορευμάτων, καθώς και τις ανοδικές πιέσεις από την αύξηση των μισθών και του κόστους της ενέργειας. Εξάλλου, σημαντική είναι η επίδραση από φαινόμενα που πλήττουν την αγροτική παραγωγή (ασθένειες, φυσικές καταστροφές). Αυτό που μοιάζει να κρατά τον πληθωρισμό των τροφίμων στην Ελλάδα χαμηλότερα από ό,τι στις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης είναι η μικρή άνοδος των μισθών, που κάνει τον πληθωρισμό να «χτυπάει» περισσότερο στην τσέπη των καταναλωτών.

ΕΛΣΤΑΤ: Διατροφή και στέγη αδειάζουν τα πορτοφόλια

Τρόφιμα, στέγαση και μεταφορές απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού των νοικοκυριών στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ για το 2024, η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών διαμορφώθηκε στα 20.694,48 ευρώ ή 1.724,54 ευρώ τον μήνα, σημειώνοντας αύξηση 3,6% σε σχέση με το 2023. Ωστόσο, σε σύγκριση με το 2008, παραμένει μειωμένη κατά 16,6%, γεγονός που αποτυπώνει την πίεση που υφίστανται τα νοικοκυριά λόγω της ακρίβειας.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ:

  • Το 50% των νοικοκυριών ξοδεύει πάνω από 1.338 ευρώ τον μήνα, με τις οικογένειες που ζουν σε ενοικιαζόμενη κατοικία να διαθέτουν το 17% του προϋπολογισμού τους στο ενοίκιο.
  • Η μέση ετήσια δαπάνη για αγορές για κάθε άτομο, ανήλθε στα 8.740,20 ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 3,7% (310,68 ευρώ ετησίως) σε σύγκριση με το 2023 (8.429,52 ευρώ).
  • Οι ανισότητες παραμένουν έντονες. Το φτωχότερο 20% των νοικοκυριών δαπανά για είδη διατροφής και στέγαση το 55,9% των συνολικών δαπανών του, ενώ το πλουσιότερο 20% μόλις το 24,7%. Αντίστοιχα, το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης του πλουσιότερου 20% είναι 5,68 φορές μεγαλύτερο από εκείνο του φτωχότερου. Τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 33,7% του μέσου προϋπολογισμού τους σε είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά, ενώ τα μη φτωχά το 19,7%.
  • Στην Αττική καταγράφηκε η υψηλότερη μέση ετήσια δαπάνη (24.363 ευρώ), ενώ στη Στερεά Ελλάδα η χαμηλότερη (14.215 ευρώ). Τα νοικοκυριά των αγροτικών περιοχών ξοδεύουν κατά μέσο όρο 28,8% λιγότερα από αυτά των αστικών κέντρων.
  • Το μεγαλύτερο κομμάτι του οικογενειακού προϋπολογισμού πηγαίνει σε τρόφιμα και μη οινοπνευματώδη ποτά (20,7%), στέγαση (14,4%) και μεταφορές (13,3%). Στον αντίποδα, μόλις 2,2% καταναλώνεται για ασφάλειες και οικονομικές υπηρεσίες.