
Το ραντεβού δόθηκε σε ένα καφέ πάνω στην πλατεία Μαβίλη, μερικά μόλις μέτρα από την οδό Ξενίας, εκεί όπου βρίσκονται τα γραφεία της οργάνωσης. Καθίσαμε σε ένα τραπεζάκι, καλά κρυμμένο από τη λεωφόρο, και ίσως το μόνο που μας… υπενθύμιζε έντονα πως βρισκόμαστε στο κέντρο της πόλης ήταν ο διαπεραστικός ήχος από τις σειρήνες των ασθενοφόρων που περνούσαν. Η συζήτηση ξεκίνησε πολύ πριν η υπάλληλος του καφέ έρθει για την παραγγελία. Αλλωστε, δεν είναι και λίγα αυτά που συμβαίνουν και οι εξελίξεις τρέχουν με ταχύτητα… φωτός.
Με τη Χριστίνα Ψαρρά, τη γενική διευθύντρια του ελληνικού τμήματος των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, συναντηθήκαμε λίγο πριν μπει ο Οκτώβρης και συμπληρωθούν δύο χρόνια από τη νέα ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή, η οποία θα οδηγούσε σε μια άνευ προηγουμένου ανθρωπιστική καταστροφή και, όπως ανέφερε και η Επιτροπή Έρευνας του ΟΗΕ, σε μια γενοκτονία. Ποιος, άλλωστε, ξεχνά πως τους 24 αυτούς μήνες θύματα του πολέμου μεταξύ Ισραήλ και παλαιστινιακών οργανώσεων είναι κυρίως μικρά παιδιά, με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας να κάνει λόγο για 160 παιδιά που σκοτώνονται καθημερινά κατά μέσο όρο στη Γάζα;
«Και μέχρι τα τέλη Αυγούστου περισσότερα από 44.000 παιδιά στην περιοχή θεωρούνται πλέον ορφανά», σπεύδει να προσθέσει η κ. Ψαρρά, η οποία αρχίζει να μιλά με αριθμούς και δεδομένα που… σοκάρουν. «Μιλάμε για μία περιοχή που και πριν από την 7η Οκτωβρίου του 2023 είχε ανάγκη από ανθρωπιστική βοήθεια σε μεγάλο βαθμό. Τώρα μιλάμε για καταστροφή. Από τα 60.000 άτομα, των οποίων έχουν ταυτοποιηθεί οι σοροί, πάνω από 18.000 είναι παιδιά. Τα νούμερα αυτά είναι σίγουρα πολλαπλάσια. Περισσότεροι από 1.000 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους στην προσπάθεια αναζήτησης ανθρωπιστικής βοήθειας. Δεν μπορούμε, λοιπόν, να θεωρούμε παράπλευρες απώλειες τις στοχευμένες επιθέσεις. Πάνε τώρα δύο χρόνια κι έχουμε βομβαρδισμούς νοσοκομείων, εκκλησιών και σχολείων. Κανένα νοσοκομείο δεν είναι πλήρως λειτουργικό. Δεκαοκτώ από τα 36 νοσοκομεία έχουν καταστραφεί. Κάναμε χειρουργεία χωρίς αναισθησία. Παιδιά πέθαιναν γιατί δεν είχαμε ηλεκτρικό ρεύμα. Εχουμε 13 συναδέλφους που έχασαν τη ζωή τους και μάλιστα ο τελευταίος βρισκόταν στην ουρά για αλεύρι. Αυτή είναι η αλήθεια στη Γάζα».
Κι εκεί είναι που θυμάται πως από τις πιο συγκλονιστικές φωτογραφίες που έφτασαν στο γραφείο της ήταν αυτές που έδειχναν τις αυλές των νοσοκομείων να έχουν μετατραπεί σε νεκροταφεία. Από την αρχή, δε, των επιθέσεων τα νοσοκομεία έχουν υπάρξει καταφύγια αμάχων «γιατί πολύ απλά δεν έχουν πουθενά αλλού να πάνε», συμπληρώνει.
Η πρόσφατη απόφαση αναγνώρισης του παλαιστινιακού κράτους από χώρες όπως η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, δεν θα μπορούσε να μείνει ασχολίαστη. Αλλωστε, το μήνυμα που εδώ και μήνες στέλνει η οργάνωση είναι ένα: «Οι γιατροί δεν μπορούν να σταματήσουν τη γενοκτονία στη Γάζα, οι παγκόσμιοι ηγέτες μπορούν». «Ισχυρές κυβερνήσεις, η Ευρωπαϊκή Ενωση, όλος ο δυτικός κόσμος έχει καθυστερήσει αδιανόητα πολύ να λάβει μέτρα για να τερματίσει αυτό που συμβαίνει. Σίγουρα βλέπουμε μία ελαφρά αλλαγή πολιτικού σκηνικού ή αλλαγή στη ρητορική που χρησιμοποιείται. Αυτό, όμως, δεν μεταφράζεται σε τίποτα πρακτικό στο πεδίο. Δεν μπορείς να επικαλείσαι το ανθρωπιστικό δίκαιο επιλεκτικά ή να κλείνεις τα μάτια μπροστά σε αυτό που συμβαίνει στη Γάζα και να λες πως εάν συμβεί κάπου αλλού στο μέλλον θα έχω τα αντανακλαστικά να αντιδράσω και να τους σταματήσω. Μιλάμε για μια κατάσταση, κατά την οποία ο πληθυσμός της Γάζας που βρίσκεται σε σημείο, το οποίο δεν τελεί υπό εντολή εκκένωσης, είναι μόλις το 12% – 14%. Ολοι οι υπόλοιποι είναι υπό εκκένωση και διωγμό. Κι αυτό που λέμε από την πρώτη στιγμή είναι πως δεν υπάρχουν πουθενά ασφαλή σημεία».
Διττός ρόλος στη Γάζα
Αυτή τη στιγμή στη Γάζα, οι Γιατροί χωρίς Σύνορα έχουν περισσότερα από 1.100 άτομα, σε μεικτές αποστολές, μεταξύ των οποίων και Έλληνες, με το 80%, βέβαια, να είναι Παλαιστίνιοι – μέλη της οργάνωσης. «Ιδίως στη Γάζα ο ρόλος μας επιβάλλεται να είναι διττός, προσφέρουμε από τη μία τις ιατρικές μας υπηρεσίες από την άλλη μιλάμε για όσα συμβαίνουν, μεταφέρουμε την εικόνα καθώς δεν υπάρχει διεθνής δημοσιογραφική κάλυψη, αφού απαγορεύονται οι δημοσιογράφοι». Παράλληλα, όμως, έχουν αναλάβει κι άλλη μία δραστηριότητα που δεν είναι ευθέως ιατρική αλλά σώζει ζωές, προσφέροντας πόσιμο καθαρό νερό. «Είναι περίπου 3,6 εκατομμύρια λίτρα την εβδομάδα και πάλι δεν αρκεί. Με τους βομβαρδισμούς και τις αεροπορικές επιδρομές πάρα πολλοί σταθμοί υδροδότησης έχουν καταστραφεί. Κάνουμε συνεχή αιτήματα να βάλουμε ανταλλακτικά, προκειμένου να φτιαχτούν, τα οποία, όμως, συνεχώς ακυρώνονται».
Ένα από τα πράγματα, για τα οποία η οργάνωση προσπαθεί να πιέσει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, ανάμεσα σε αυτές και την ελληνική, είναι να γίνουν ιατρικές εκκενώσεις με ασφάλεια. Πρόκειται για τη μεταφορά ανθρώπων που βρίσκονται στη Γάζα και χρειάζεται να λάβουν ιατρική φροντίδα, γιατί υπάρχει κίνδυνος να χάσουν τη ζωή τους μέσα σε λίγες ώρες μέχρι και λίγες εβδομάδες. «Δεν μιλάμε μόνο για πολυτραυματίες αλλά και για άτομα με χρόνιες παθήσεις, καρκινοπαθείς, άτομα που κάνουν αιμοκάθαρση. Η Ελλάδα έχει ήδη πάρει 10 παιδιά, μέσω ιατρικής εκκένωσης, κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας, με πρωτοβουλία του υπουργείου Εξωτερικών. Είναι μια πρωτοβουλία, που οφείλουμε να την επικροτήσουμε, όμως είναι απειροελάχιστη σε σχέση με τις ανάγκες. Υπάρχει μια λίστα 16.000 ατόμων που περιμένουν να βγουν από τη Γάζα για να λάβουν φροντίδα. Οι δικές μας εκτιμήσεις είναι πως ο αριθμός αυτός είναι τετραπλάσιος. Θα πρέπει, όμως να διασφαλιστεί και το δικαίωμά τους να επιστρέψουν στη γη τους, στην πατρίδα τους».
Και η Γάζα δεν είναι το μόνο μέρος του πλανήτη, που έχει ανάγκη ανθρωπιστικής βοήθειας. Είναι αρκετές οι περιοχές που μαστίζονται από πολέμους, πολιτικές αναταραχές και λιμούς, μέρη που μένουν στο σκοτάδι, αφού τα φώτα της κοινής γνώμης έχουν αποτραβηχτεί. Οι Γιατροί χωρίς Σύνορα υπολογίζεται ότι ετησίως βρίσκονται σε πάνω από 70 διαφορετικές χώρες, σε κάθε μία από τις οποίες πραγματοποιούνται δύο και τρία προγράμματα ενώ παράλληλα γίνονται και μικρότερες παρεμβάσεις. «Οι μεγαλύτερες αυτή τη στιγμή κρίσεις που αντιμετωπίζουμε είναι το Σουδάν, η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, στο οποίο «βασιλεύει» ένα θανάσιμο κοκτέιλ: Συγκρούσεις, ασθένειες, επιδημίες και διαφθορά. Συνεχίζουμε να έχουμε μεγάλες παρεμβάσεις στην Ουκρανία και στην Ελλάδα είμαστε στα νησιά, σε Λέσβο και Σάμο».
Το ελληνικό τμήμα
Το ελληνικό τμήμα αριθμεί σήμερα 80 άτομα, κι όμως το μεγαλύτερο ποσοστό είναι μη ιατρικό προσωπικό. Είναι, όπως εξηγεί η γενική διευθύντρια της ανθρωπιστικής οργάνωσης στην Ελλάδα, όλος ο μηχανισμός που μπορεί να απαιτείται για να στηθεί μια αποστολή, δηλαδή από υπεύθυνο ανθρώπινου δυναμικού και υπεύθυνο οικονομικών, μέχρι άνθρωπο στο τμήμα προμηθειών. «Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, έχουμε όλο και περισσότερη ανάγκη από εξειδικευμένες ειδικότητες καθώς πλέον έχουμε περάσει από τη στελέχωση στην κατασκευή των νοσοκομείων. Αυτό σημαίνει πως χρειαζόμαστε από αρχιτέκτονα μέχρι ηλεκτρολόγο».
Η Χριστίνα Ψαρρά θα μιλήσει για το Σουδάν, για έναν εμφύλιο που έχει εκτοπίσει 12 – 13 εκατομμύρια άτομα, «όσο είναι μία Ελλάδα. Δυστυχώς, βλέπουμε όλα τα πράγματα μέσα από το προνόμιό μας. Νομίζουμε πως ένας πόλεμος σε μια άλλη γωνιά του πλανήτη δεν θα μας επηρεάσει. Κι όμως, εάν κάτι έχουμε διδαχθεί τα τελευταία χρόνια, κυρίως μετά την πανδημία, είναι το πόσο συνδεδεμένος είναι ο κόσμος μας. Πόσο αυτό που συμβαίνει στη μία άκρη της γης, μπορεί να μας επηρεάσει εδώ. Και το διαπιστώνουμε, όταν βλέπουμε Σουδανούς να έρχονται στην Κρήτη».
Η ίδια βρέθηκε τον περασμένο Απρίλιο στο Τσαντ, πέντε χιλιόμετρα από τα σύνορα με το Σουδάν, σε προσφυγικούς καταυλισμούς, οι οποίοι δημιουργήθηκαν από την αρχή, μέσα στην έρημο. Σε αυτούς τους στοιχειωδώς φτιαγμένους καταυλισμούς βλέπεις μόνο γυναίκες με παιδιά, με τις ιστορίες τους να είναι συγκλονιστικές, λέει. «Γυναίκες, οι οποίες είδαν να σκοτώνουν μπροστά στα μάτια τους τον άνδρα τους. Γυναίκες που τις έχουν βιάσει ομαδικά. Γυναίκες που κατάφεραν με κάποιο τρόπο να σώσουν όλα τους τα παιδιά – ή κάποια από αυτά – και έχουν φύγει. Γυναίκες που στην καθημερινότητά τους έχουν αποδεχθεί πως θα βιώσουν πολλαπλές μορφές βίας για να φτάσουν να πάρουν για παράδειγμα νερό». Άν και προσπαθεί να βρίσκεται κάθε χρόνο σε περιοχές, όπου η οργάνωση πραγματοποιεί αποστολές, η παρουσία της Χριστίνας Ψαρρά στο πεδίο είναι, πλέον, περιορισμένη και για σύντομα χρονικά διαστήματα, λόγω της θέσης της. Δεν ήταν πάντα έτσι, όμως, καθώς δεν είναι υπερβολικό να πει κανείς πως έχει γυρίσει τον κόσμο, συμμετέχοντας σε αποστολές ανθρωπιστικής δράσης.
Άλλωστε, αυτό ήθελε πάντα να κάνει, στην αρχή, βέβαια, εθελοντικά και μετά ως μέλος οργανώσεων. Έχει βρεθεί σε αποστολές ως συντονίστρια και επικεφαλής σε ομάδες διάσωσης στη Μεσόγειο στο καράβι της οργάνωσης. Από τις πρώτες της αποστολές ήταν στο Μαλάουι, στην Ουγκάντα αλλά και στη Μασσαλία σε διετές πρόγραμμα για αστέγους με βαριά ψυχιατρικά προβλήματα. Στην ερώτηση, όμως, ποια ήταν η πιο δύσκολη αποστολή, δυσκολεύεται και η ίδια να απαντήσει. «Δεν ξέρω. Κάθε αποστολή είναι και πιο ζόρικη από την προηγούμενη. Δεν είναι μία, είναι σαν να «χτίζεται» το… τραύμα».
Θυμάται, όμως, μία από τις πιο δυνατές εικόνες που την έχουν στιγματίσει, τότε που ήταν στη Λέσβο, από το 2015 μέχρι που έκλεισαν τα σύνορα και έγινε η συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας. «Είχαμε ομάδα διάσωσης. Βάρκες στη θάλασσα παντού. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον σύρο πατέρα, που με το που έφτασε, κατέβηκε από τη βάρκα – μέσα σε έναν πανικό από κόσμο και εθελοντές – βρεγμένος και πήγε στην ταβέρνα που ήταν ακριβώς απέναντι, κάθισε να πιει τσάι και μετά σηκώθηκε να φύγει».
Πόσα ψυχικά αποθέματα, όμως, πρέπει να έχει κάποιος, ο οποίος έρχεται αντιμέτωπος με ανθρώπους που έχουν περάσει δυσκολίες, που σε εμάς φαίνονται απλά σενάρια επιστημονικής φαντασίας; «Όταν βλέπεις μαμάδες στον καταυλισμό – είτε ο καταυλισμός λέγεται Σάμος είτε Τσαντ – το πρωί να πλένουν τα παιδιά τους, να τα ντύνουν όμορφα για να τα στείλουν στο σχολείο, που μπορεί να είναι η διπλανή αυλή ή κάτω από το δέντρο και να προσπαθούν να διατηρήσουν μια κανονικότητα στη ζωή τους, εκείνη ακριβώς τη στιγμή – χωρίς να υποτιμήσω τα προβλήματα που ζούμε – όλα μου φαίνονται πολύ διαχειρίσιμα».
Τέλος, πριν το σημειωματάριο κλείσει, δεν ξεχνά να απαντήσει και στο… τσουβάλιασμα των μη κυβερνητικών οργανώσεων, ανεξαρτήτως δράσεων, σκοπών ή τρόπου λειτουργίας. «Όταν ζεις σε ένα περιβάλλον, όπου η στοχοποίηση των ΜΚΟ, ειδικά όπως είναι στην Ελλάδα, φτάνει σε τέτοια μεγέθη που καταντά ντροπή, για μένα είναι πολύ μεγάλο παράσημο που δουλεύω στους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα».