
Στο πλαίσιο της 5ης Συνόδου Κορυφής της Θεσσαλονίκης (The Fifth Thessaloniki Metropolitan Summit), που διοργανώθηκε από το Economist Impact, κορυφαίοι ειδικοί και πολιτικοί παράγοντες συναντήθηκαν για να συζητήσουν το ενεργειακό μέλλον της Ελλάδας και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Το πάνελ, με τίτλο «Ενέργεια και φυσικοί πόροι: Οδηγώντας τη βιώσιμη ανάπτυξη και τη στρατηγική ανθεκτικότητα», αποτέλεσε πεδίο έντονων συζητήσεων για την εξισορρόπηση μεταξύ της ασφάλειας εφοδιασμού, της οικονομικής προσιτότητας και των φιλόδοξων κλιματικών στόχων.
Ο Δημήτρης Φούρλαρης, αντιπρόεδρος της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας, Υδάτων και Αποβλήτων, άνοιξε τη συζήτηση, τονίζοντας τον ενεργό ρόλο της Ελλάδας ως «ενεργειακού κόμβου» που διαμορφώνει ενεργά το μέλλον της αντί να λειτουργεί απλώς ως αποδέκτης εξελίξεων. Υπογράμμισε τη σημασία ενός σαφούς και δίκαιου ρυθμιστικού πλαισίου για την προσέλκυση των απαραίτητων επενδύσεων σε υποδομές. Ο κ. Φούρλαρης παρουσίασε λεπτομερώς τα υφιστάμενα και μελλοντικά έργα ηλεκτρικών διασυνδέσεων της Ελλάδας με τις γειτονικές χώρες, όπως η Αλβανία, η Βόρεια Μακεδονία, η Βουλγαρία, η Ιταλία και η Τουρκία , καθώς και εμβληματικά έργα όπως η διασύνδεση με την Αίγυπτο (GREGY). Στον τομέα του φυσικού αερίου, ανέφερε την πλήρη λειτουργία του αγωγού TAP, του τερματικού σταθμού FSRU στην Αλεξανδρούπολη και του διασυνδετήριου αγωγού Ελλάδας-Βουλγαρίας (IGB). Σημείωσε επίσης τις προσπάθειες ώστε οι νέες υποδομές να είναι έτοιμες για τη μεταφορά υδρογόνου και την έγχυση βιομεθανίου στο δίκτυο.
Η Αλεξάνδρα Σδούκου, εκπρόσωπος Τύπου της Νέας Δημοκρατίας, προσέγγισε τις ενεργειακές προκλήσεις από μια ευρύτερη ευρωπαϊκή σκοπιά. Επισήμανε ως σημαντικό κατόρθωμα τη μείωση της εξάρτησης της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο, το οποίο πλέον αποτελεί περίπου το 19% των εισαγωγών. Τόνισε την ανάγκη αντιμετώπισης των υψηλών τιμών ενέργειας μέσω μεταρρυθμίσεων στην αγορά και επενδύσεων, αλλά και την πρόκληση της προσέλκυσης επενδύσεων στη βαριά βιομηχανία, καθώς η Ευρώπη ενδέχεται να μην είναι ο πιο ελκυστικός προορισμός σε σύγκριση με την Ασία ή τις ΗΠΑ. Υποστήριξε την ανάγκη για μια πιο ολοκληρωμένη «Ενεργειακή Ένωση», που θα περιλαμβάνει όχι μόνο αγωγούς, αλλά και αναβαθμισμένα δίκτυα και συντονισμένα σχέδια έκτακτης ανάγκης. Σε δεύτερη παρέμβασή της, υπερασπίστηκε την ενεργειακή πολιτική της κυβέρνησης, τονίζοντας ότι έργα όπως η ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας-Κύπρου (Great Sea Interconnector) παραμένουν «ζωντανά» και ότι η κυβέρνηση εργάζεται για την υλοποίησή τους.
Ο Άγις Παπαδόπουλος, πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΥΑΘ, έθεσε μια κριτική διάσταση σχετικά με το κόστος και τη βιωσιμότητα της ενεργειακής μετάβασης. Προειδοποίησε ότι η πλειονότητα των τεχνολογιών και των κρίσιμων πρώτων υλών που απαιτούνται για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), όπως οι μπαταρίες, παράγονται εκτός Ευρώπης, κυρίως στην Κίνα. Έθεσε το καίριο ερώτημα «ποιος θα επωμιστεί το κόστος;», υποστηρίζοντας ότι τελικά οι καταναλωτές θα κληθούν να πληρώσουν τον λογαριασμό για την επίτευξη της ουδετερότητας του άνθρακα. Εξέφρασε την ανησυχία ότι η απανθρακοποίηση μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της βιομηχανικής παραγωγής της Ευρώπης και ζήτησε μια ισορροπημένη προσέγγιση. Αργότερα, τάχθηκε υπέρ συναινετικών λύσεων, προειδοποιώντας ότι ακραίες προσεγγίσεις, είτε από «πράσινους Ταλιμπάν» είτε από την άλλη πλευρά, θα αποτύχουν.
Από την πλευρά του, ο ευρωβουλευτής Νικόλας Φαραντούρης, μέλος των επιτροπών Προϋπολογισμού, Περιβάλλοντος, Ασφάλειας & Άμυνας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, άσκησε δριμεία κριτική στην κυβερνητική πολιτική. Κατήγγειλε ότι το σχέδιο του αγωγού EastMed είναι «σε ένα συρτάρι κλειδωμένος» και ότι μια παρόμοια «ταφόπλακα» απειλεί την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ. Ο κ. Φαραντούρης έκανε λόγο για «εξαιρετικά προβληματικές δημόσιες αντεγκλήσεις» μεταξύ της ελληνικής και της κυπριακής κυβέρνησης για το συγκεκριμένο έργο. Χαρακτήρισε τις εξελίξεις αυτές ως «δύο ταφόπλακες σε δύο μεγάλα project» που θα μπορούσαν να ενισχύσουν την ενεργειακή ασφάλεια και να μειώσουν τις τιμές. Ως αντιπρόταση, ανακοίνωσε την πρωτοβουλία του να εισηγηθεί τη θέσπιση «ρήτρας διαφυγής για την ανθεκτικότητα και την ασφάλεια δικτύων και υποδομών» στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Στη δεύτερη παρέμβασή του, υποστήριξε ότι η ενεργειακή και εξωτερική πολιτική της χώρας, σε αυτή την περίοδο γεωπολιτικών ανακατατάξεων, θα χρειαζόταν «στο τιμόνι της κάποια πιο στιβαρά και πατριωτικά χέρια».
Το πάνελ στη Σύνοδο της Θεσσαλονίκης κατέστησε σαφές ότι, ενώ υπάρχει ομοφωνία ως προς τους γενικούς στόχους της ενεργειακής μετάβασης, ο δρόμος για την επίτευξή τους είναι γεμάτος οικονομικές, τεχνικές και πολιτικές προκλήσεις. Οι συζητήσεις αντικατόπτρισαν τις βαθιές διαφωνίες σχετικά με τον ρυθμό, το κόστος και την ευθύνη για τον μετασχηματισμό του ενεργειακού τοπίου της Ευρώπης.