Άννα Πιρότσι: «Όταν κλείνει η αυλαία, είμαστε πάντα μόνοι»

Στη σκηνή, η Άννα Πιρότσι είναι θύελλα. Μια φωνή που ξεσπά σαν κύμα κι αφήνει πίσω της συγκίνηση. Μια ερμηνεύτρια που κουβαλάει κάτι από τη λάβα του Βεζούβιου και τη γλυκύτητα της ιταλικής μελωδίας. Όταν όμως κάθισε απέναντί μου στο εστιατόριο του Κέντρου Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, το απόγευμα της περασμένης Τετάρτης, η ηρεμία της δεν πρόδιδε τίποτα από το στάτους της ντίβας που έχει χτίσει τα τελευταία δέκα χρόνια με τη σταδιοδρομία της στις μεγαλύτερες όπερες του κόσμου.

«Οταν τραγουδάω, προσπαθώ να είμαι πολύ αληθινή, να μην προσποιούμαι. Να λέω αυτό που λέει το λιμπρέτο, οι στίχοι. Προσπαθώ να μην προσποιούμαι ότι δεν είμαι ο εαυτός μου κι έτσι να μεταφέρω την εμπειρία μου, τα βιώματα, τη ζωή μου στο τραγούδι και στη φωνή μου. Οταν κανείς δεν με ακούει, είμαι μια απλή γυναίκα, μια μαμά, μια σύζυγος που ζει την καθημερινή της ζωή μόνη. Μελετάω και προετοιμάζομαι γι’ αυτές τις σημαντικές στιγμές. Αυτή είναι η ζωή μας», μου λέει ενώ κρατάει στα χέρια της ένα φλιτζάνι καφέ. Συνοδεύεται στο γεύμα από την Κατερίνα Πετσατώδη, διευθύντρια Σκηνής της Εθνικής Λυρικής, η οποία μπορεί να μας βοηθήσει στην κουβέντα με τα ιταλικά, αφού δεν έχω ακόμα ολοκληρώσει τα μαθήματά μου στη γλώσσα. Οι δυο τους, άλλωστε, αργότερα θα είναι μαζί και στην πρόβα για την «Τζοκόντα», ο λόγος που την έφερε ξανά στην Αθήνα. Η Άννα Πιρότσι πρωταγωνιστεί στη νέα παραγωγή της δημοφιλούς όπερας του Αμίλκαρε Πονκιέλι που ανεβάζει από τις 19 Οκτωβρίου η Εθνική Λυρική Σκηνή. Η συγκεκριμένη δουλειά, δύο δεκαετίες μετά την τελευταία της παρουσίαση, αποτελεί ένα σημαντικό βήμα στη διεθνή παρουσία του θεάτρου αφού ενώνει τις δυνάμεις του για πρώτη φορά με το φημισμένο Πασχαλινό Φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ και για δεύτερη με τη Βασιλική Οπερα του Λονδίνου.

Στη σκηνοθεσία που υπογράφει ο Όλιβερ Μίερς, καλλιτεχνικός διευθυντής της Βασιλικής Οπερας του Λονδίνου, τοποθετεί τη δράση στη Βενετία του σήμερα και ξετυλίγει τη δραματική ιστορία της πλανόδιας τραγουδίστριας Τζοκόντα που βοηθά τον άνδρα με τον οποίο είναι ερωτευμένη να δραπετεύσει μαζί με τη γυναίκα που εκείνος αγαπά, ενώ η ίδια δίνει τέλος στη ζωή της. «Με γοητεύει το γεγονός ότι είναι μια δυνατή και θαρραλέα γυναίκα, που αγαπάει τη μητέρα της κι είναι επίσης πολύ θρήσκα. Το σημείο, όμως, που μου αρέσει περισσότερο να τραγουδάω είναι στην Τέταρτη Πράξη, όπου υπάρχει η περίφημη άρια της αυτοκτονίας με την αντιπαράθεση με τον τρομερό άνδρα που την καταδιώκει. Εκείνη με θάρρος αφαιρεί τη ζωή της ακριβώς επειδή δεν αντέχει πια. Έχει χάσει τα πάντα, τον έρωτα, τη μητέρα της, δεν της έχει μείνει τίποτα. Γι’ αυτό για μένα είναι η συγκεκριμένη, η πιο δύσκολη στιγμή, τόσο φωνητικά όσο και συναισθηματικά. Συγκινούμαι πολύ», μου λέει και η φωνή της χαμηλώνει.

Σκοτάδι και φως

Όπως η ηρωίδα που πρόκειται να ερμηνεύσει, έτσι και η ίδια φαίνεται να κινείται διαρκώς ανάμεσα στη λάμψη της σκηνής και την εσωτερική σιωπή της δημιουργίας. Είναι αυτός ο διπλός κόσμος στον οποίο ζουν όλοι οι καλλιτέχνες. «Οταν κλείνει η αυλαία, είμαστε πάντα μόνοι. Συχνά είμαστε μόνοι επειδή αλλάζουμε πόλη, χώρα σχεδόν κάθε μήνα και δεν μπορούμε να έχουμε την οικογένειά μας μαζί. Όταν κλείνει η αυλαία, επιστρέφουμε σπίτι μας. Αυτό είναι το σκοτάδι μας που πρέπει να το μετατρέψουμε σε φως για να μη μας κατακλύσουν οι χαρακτήρες που τραγουδάμε και η δύσκολη ζωή. Έτσι, μεταφέρουμε τα πάντα στο πάθος και την αγάπη που έχουμε για το τραγούδι και την όπερα, χωρίς τα οποία εμείς οι τραγουδιστές δεν μπορούμε να ζήσουμε. Αυτό είναι που μας δίνει τη δύναμη να συνεχίσουμε», υπογραμμίζει και συνεχίζει: «Για μας το τραγούδι είναι μια απελευθέρωση. Όταν δεν είμαστε στη σκηνή, είμαστε μόνοι. Έτσι, όταν τραγουδάμε, μπορούμε να απελευθερωθούμε από τα άσχημα και τα όμορφα συναισθήματα και να δώσουμε ό,τι έχουμε μέσα μας στο κοινό. Αυτός είναι ο σκοπός μας, να συγκινούμε τους ανθρώπους. Να φύγουν μετά την παράσταση ίσως μ’ ένα δάκρυ ή συγκινημένοι ή έχοντας ξεχάσει για δύο με τρεις ώρες τα προβλήματά τους, απολαμβάνοντας την ομορφιά της μουσικής και των φωνών μας. Αυτή είναι η δέσμευσή μας». Η «Τζοκόντα» είναι ένα έργο όπου το πεπρωμένο δεν αφήνει κανέναν ανεπηρέαστο. Μια δύναμη αόρατη, σχεδόν θεϊκή, που καθορίζει τις πράξεις κι οδηγεί τους ήρωες στην αυτοπραγμάτωσή τους, ακόμα κι αυτό περνά μέσα από τον πόνο. Η Άννα Πιρότσι συμμερίζεται βαθιά αυτή την αντίληψη. «Ως βέρα Ναπολιτάνα, πιστεύω πολύ στο πεπρωμένο. Ίσως είναι δυνατό να παρεκκλίνουμε λίγο, αλλά δεν αλλάζουμε το πεπρωμένο μας που είναι γραμμένο από τη στιγμή που γεννιόμαστε. Κατά τη γνώμη μου, μπορούμε να το αλλάξουμε λίγο, αλλά όχι εντελώς, κάνοντας επιλογές που για εμάς είναι καλές ή μερικές φορές κακές. Επομένως, η ευθύνη είναι και δική μας, αλλά το πεπρωμένο, όποια επιλογή κι αν κάνουμε, θ’ ακολουθήσει την πορεία του», τονίζει και ξεσπά σε γέλια.

Το δικό της πεπρωμένο, όπως φαίνεται, την οδήγησε κάποτε μπροστά στη μορφή της Μαρίας Κάλλας. Ήταν μια στιγμή αποκάλυψης, μια συνάντηση που της άλλαξε για πάντα τη ζωή. Από τότε η θρυλική σοπράνο έγινε για εκείνη σημείο αναφοράς, όχι μόνο ως φωνή, αλλά κι ως στάση απέναντι στην τέχνη με την απόλυτη αφοσίωση, το πάθος και την ελευθερία της. «Χάρη σ’ αυτήν άρχισα να ασχολούμαι με την όπερα. Γιατί ήμουν τραγουδίστρια της ποπ και δεν ήξερα τίποτα από λυρικό θέατρο. Δεν είχα πάει ποτέ στην όπερα. Ημουν 25 χρονών όταν άκουσα για πρώτη φορά τη Μαρία Κάλλας. Κανείς δεν μου είχε μιλήσει ποτέ για την όπερα. Στο σπίτι μας δεν πηγαίναμε στο θέατρο, οπότε όταν άκουσα για πρώτη φορά το “Casta Diva” της Κάλλας είπα ότι θέλω να τραγουδήσω κι εγώ όπως αυτή. Κι από εκεί ξεκίνησα να μελετάω εκείνη, τις ερμηνείες, τη φωνή, την τεχνική της, πώς καταφέρνει να μεταφέρει αυτά τα συναισθήματα, στοιχείο που με εντυπωσιάζει περισσότερο στη Μαρία Κάλλας και στον τρόπο που ερμηνεύει. Για μένα είναι ένας μύθος και μου δίνει μεγάλη έμπνευση», παραδέχεται και θυμάται την πρώτη της επίσκεψη στην Αθήνα, όπου έσπευσε στα μαγαζιά για να αγοράσει ό,τι σχετιζόταν με τη Μαρία Κάλλας ως αναμνηστικό.

«Μήδεια» στην Επίδαυρο

Η επόμενη συνάντησή της με την ντίβα της όπερας θα είναι το καλοκαίρι. Τότε που η Άννα Πιρότσι θα βρεθεί στην Επίδαυρο για να ερμηνεύσει τη «Μήδεια», έναν από τους ρόλους που ταυτίστηκαν μαζί της σε μια αναβίωση της θρυλικής παράστασης του 1961. Τη στιγμή αυτή, όμως, δεν τη βλέπει ως μια αντιπαραβολή αλλά ως τιμή κι ευθύνη. «Στο ταξί που με πήγαινε στο αεροδρόμιο, είπα στον οδηγό ότι θα κάνω τη “Μήδεια” στην Επίδαυρο. Κι αυτός μου απάντησε: “Συνειδητοποιείς τι θα κάνεις; Δεν το συνειδητοποιείς, αλλά ξέρεις, είσαι σημαντική προσωπικότητα, είσαι διάσημη για να κάνεις κάτι τέτοιο, γιατί η Κάλλας είναι κάτι μεγάλο για την Ελλάδα”. Ο ρόλος αυτός είναι μια μεγάλη ευθύνη. Όμως είδα ότι ο ρόλος αυτός μου ταιριάζει. Είχα μεγάλη επιτυχία εδώ στην Αθήνα όταν τον υποδύθηκα πριν από δύο χρόνια κι ανυπομονώ να τον αντιμετωπίσω και στον τόπο όπου η Μαρία Κάλλας τον τραγούδησε. Είναι μια μεγάλη ευθύνη αλλά και μια επιθυμία να αντιμετωπίσω αυτή την πρόκληση. Και όπως η Μαρία Κάλλας, έτσι κι εγώ θα αντιμετωπίσω τον ρόλο με τη φωνή μου, τα συναισθήματά μου, τις συγκινήσεις μου, όπως είναι όλα γραμμένα στη μουσική και το λιμπρέτο αυτής της τρομερής όπερας. Αυτό αρκεί. Ως Ιταλίδα, καταλαβαίνω καλά το κείμενο κι έτσι μπαίνω στη θέση της Μήδειας και ζω όλα τα συναισθήματά της, όλα όσα ένιωσε, τον πόνο, την αγάπη για τα παιδιά της, το μίσος, τον έρωτά της. Με λίγα λόγια, προσπαθώ να ταυτιστώ με τον χαρακτήρα της Μήδειας, που μου αρέσει πολύ. Με γοητεύει γιατί έχει εκείνη τη σκοτεινή πλευρά, τη λίγο τρελή που μου αρέσει να ερμηνεύω. Είναι και λίγο στον χαρακτήρα μου, αλλά πρέπει να είσαι και λίγο τρελός σε αυτό το επάγγελμα», λέει και ξαφνικά παίρνει φωτιά. Μιλάει με τα χέρια, γελάει με τα μάτια κι όταν αναφέρεται στο τολμηρό αυτό εγχείρημα, η φωνή της ζωντανεύει ακόμα περισσότερο.

Όσο κι αν έχει ζήσει τη λάμψη των μεγάλων σκηνών, η Άννα Πιρότσι παραμένει απλή λάτρις της μουσικής. Μιλάει για την όπερα όπως κάποιος για τον παλιό έρωτα, με τρυφερότητα, πίστη κι ευγνωμοσύνη. Για εκείνη, δεν είναι προνόμιο των μυημένων αλλά μια τέχνη ανοιχτή σε όλους, μια γέφυρα ανάμεσα στους ανθρώπους. «Δεν θέλω να είναι καθόλου ελιτίστικη η όπερα. Πρέπει να είναι για όλους και κυρίως για τους νέους αλλά και για τις κοινότητες που ίσως έχουν λιγότερες οικονομικές δυνατότητες, όμως πρέπει οπωσδήποτε να γνωρίσουν την όπερα και να πάνε στο θέατρο για να νιώσουν εκείνη τη συγκίνηση που νιώθεις μόνο στο θέατρο. Γιατί αν δεν το γνωρίσεις, δεν μπορείς να ξέρεις τι συγκινήσεις σού προσφέρει. Επομένως, τουλάχιστον μία φορά στη ζωή σου πρέπει να πας στη Λυρική, να παρακολουθήσεις μια όπερα», δηλώνει με σιγουριά και το σπινθηροβόλο βλέμμα της αποκαλύπτει την πίστη της σε αυτές τις κουβέντες.

Σε αυτό το πλαίσιο, η σοπράνο δεν βλέπει την όπερα ως απόσταση αλλά ως σύνδεση. Κάθε ρόλος που ερμηνεύει πρέπει να αγγίζει το κοινό, κι ας προέρχεται από τόσους αιώνες πίσω, να συνδέεται μαζί του ώστε εκείνο να νιώθει τον πόνο, τη χαρά και τις συγκρούσεις του. «Οι ιστορίες της όπερας είναι σύγχρονες, πολύ μοντέρνες, οπότε κάποιος μπορεί να ξαναζήσει μέσα από αυτές τις εμπειρίες του. Όταν πήγαινα να δω όπερα, έβαζα κι εγώ τον εαυτό μου στη θέση των χαρακτήρων. Μερικές φορές μού έρχονταν στο μυαλό καταστάσεις που είχα ζήσει, ίδιες με κάποιων χαρακτήρων. Γι’ αυτό θεωρώ ότι το κοινό συνδέεται πολύ με τους χαρακτήρες των έργων. Δεν θα έπρεπε να το κάνει γιατί οι περισσότερες ιστορίες καταλήγουν άσχημα, με θάνατο, αλλά είναι κάτι σαν κάθαρση. Αυτό θέλει άλλωστε το κοινό στο θέατρο, να παρασυρθεί από τους χαρακτήρες, κι αυτό είναι κάτι που με συγκινεί πραγματικά», καταλήγει.