
Ραγδαία άνοδο σημειώνουν οι τιμές της κατοικίας τα τελευταία οκτώ χρόνια, έχοντας ξεπεράσει – από το τελευταίο τρίμηνο του 2024 – τα ιστορικά υψηλά του 2008. Τα οικιστικά ακίνητα έπιασαν «πάτο» το 2017, όταν οι τιμές τους βρέθηκαν στα χαμηλότερα επίπεδα από το 2000 κι έπειτα. Εκτοτε όμως το κόστος αγοράς κατοικίας έχει εκτοξευθεί.
Μάλιστα, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΤτΕ για τις τιμές των οικιστικών ακινήτων, οι τιμές των ακινήτων έχουν σχεδόν διπλασιαστεί από τα χαμηλά του 2017, με την αύξηση να διαμορφώνεται στο 82,5%. Δηλαδή, ένα μέσο ακίνητο (όχι το ίδιο, αφού η αξία των ακινήτων μειώνεται προϊόντος του χρόνου) που κόστιζε 100.000 ευρώ το 2017 σήμερα έχει τιμή πώλησης στα 182.500 ευρώ.
Στην Αθήνα, οι τιμές των σπιτιών είναι ακριβώς διπλάσιες από τις χαμηλότερες που καταγράφηκαν το 2017. Συγκεκριμένα, ενώ ο δείκτης τιμών ακινήτων της ΤτΕ διαμορφωνόταν στο 56,1 το α’ τρίμηνο του 2017 (με έτος βάσης=100 τις τιμές του 2007), στα τέλη του β’ τριμήνου ο δείκτης τιμών στην πρωτεύουσα ανερχόταν στο 112,2, δηλαδή κατά 12% πιο ψηλά από το 2007. Ακόμα μεγαλύτερη (101%) ήταν η αύξηση που καταγράφηκε στα νεόδμητα ακίνητα ηλικίας κάτω των 5 ετών.
Στη Θεσσαλονίκη, η αύξηση των τιμών ήταν αντίστοιχη και διαμορφώθηκε στο 95% μεταξύ του χαμηλού που σημειώθηκε στο γ’ τρίμηνο του 2017 και του υψηλού του β’ τριμήνου της φετινής χρονιάς. Ο δείκτης τιμών της ΤτΕ υπολογιζόταν στις 54,1 μονάδες το 2017, ενώ σήμερα βρίσκεται στις 105,7. Η αύξηση στα νεόδμητα ήταν μεγαλύτερη και έφτασε το 98%, ενώ στα παλαιά (άνω των 5 ετών) η αύξηση υπολογίζεται στο 94%.
Στην Περιφέρεια
Οι υπόλοιπες πόλεις της χώρας έχουν επηρεαστεί σε μικρότερο βαθμό από το πληθωριστικό κύμα που έχει σπρώξει στα ύψη τις τιμές των ακινήτων ως συνέπεια της μεγάλης ζήτησης, που έχει κινηθεί κυρίως από ξένους αγοραστές – άλλοτε για την απόκτηση χρυσής βίζα, άλλοτε για να χρησιμοποιηθούν για βραχυχρόνια μίσθωση και, σπανιότερα, για ιδιοκατοίκηση.
Αναλυτικότερα, οι τιμές των ακινήτων στις υπόλοιπες μεγάλες πόλεις (Πάτρα, Ιωάννινα, Χανιά, Ηράκλειο, Αλεξανδρούπολη κ.ά.) έχουν αυξηθεί κατά 64% την ίδια περίοδο και ξεπερνούν τις τιμές του 2007 – αλλά όχι και τα υψηλά του 2008. Στα νεόδμητα η αύξηση είναι μεγαλύτερη (72%), ενώ στα σπίτια άνω των πέντε ετών περιορίζεται στο 59%. Στα παλαιότερα ακίνητα, μάλιστα, οι τιμές συνεχίζουν να είναι κάτω από τις αντίστοιχες του 2007.
Στην υπόλοιπη χώρα, οι αυξήσεις στις τιμές των ακινήτων υπολογίζονται επίσης στο 64%. Ο δείκτης τιμών κατοικίας της ΤτΕ για τα εν λόγω ακίνητα ανερχόταν στις 64,2 μονάδες το β’ τρίμηνο του 2017, ενώ σήμερα βρίσκεται στις 105 μονάδες. Οπως και στις υπόλοιπες περιοχές, οι αυξήσεις είναι μεγαλύτερες στα σπίτια κάτω των πέντε ετών (+75%), ενώ είναι πιο περιορισμένες (+55%) στα παλαιότερα.
Κίνδυνος φούσκας
Στην τελευταία ετήσια έκθεση του διοικητή της ΤτΕ Γιάννη Στουρνάρα για το 2024, η κεντρική τράπεζα κρούει εμμέσως τον κώδωνα του κινδύνου για το ενδεχόμενο φούσκας στην αγορά ακινήτων. Οπως αναφέρει, η επίμονη αύξηση των τιμών οικιστικών ακινήτων, σε συνδυασμό με το μεγάλο ποσοστό του εισοδήματος που απορροφά το κόστος της στέγασης (35,2%), «αναδεικνύουν την απαρχή συσσώρευσης κυκλικού συστημικού κινδύνου». Υπογραμμίζει, ωστόσο, ότι οι εκταμιεύσεις των στεγαστικών δανείων εξακολουθούν να κινούνται σε χαμηλά επίπεδα.
Πράγματι, παρά τα προγράμματα «Σπίτι Μου» και τη μείωση των επιτοκίων που παρατηρείται τον τελευταίο χρόνο, τα στεγαστικά δάνεια δυσκολεύονται να πάρουν τα «πάνω» τους. Ωστόσο, τους τελευταίους μήνες αυτό μοιάζει να αλλάζει σταδιακά. Το τρίμηνο Ιουνίου-Αυγούστου της φετινής χρονιάς, οι νέες εκταμιεύσεις στεγαστικών δανείων ανήλθαν σε 565 εκατ. ευρώ, σημαντικά υψηλότερα από τις νέες εκταμιεύσεις καταναλωτικών δανείων (500 εκατ. ευρώ) το ίδιο διάστημα.
Μάλιστα, τόσο τον Ιούνιο όσο και τον Ιούλιο της φετινής χρονιάς οι νέες εκταμιεύσεις ξεπέρασαν τα 200 εκατ. ευρώ, κάτι που είχε να γίνει από τον Μάρτιο του 2014! Ετσι, οι νέες εκταμιεύσεις στεγαστικών δανείων έχουν αρχίσει να ξεπερνούν τις αποπληρωμές των παλαιότερων, αυξάνοντας το υπόλοιπο των χρηματοδοτήσεων στην αγορά, που διαμορφώθηκε τον Αύγουστο στα 25,4 δισ. ευρώ.