
Παράλληλες συζητήσεις εξελίσσονται στο γαλάζιο παρασκήνιο και αφορούν τρεις πρώην πρωθυπουργούς. Από τη μία, η έξοδος του Αλέξη Τσίπρα από τον ΣΥΡΙΖΑ και η προοπτική (η έμμεση προαναγγελία του, κατά πολλούς) δημιουργίας κόμματος. Από την άλλη, το καθαρά εσωκομματικό τοπίο της ΝΔ ενόψει της αυριανής συνύπαρξης, έστω χωροταξικά, στο Ωδείο Αθηνών, του Κυριάκου Μητσοτάκη, του Κώστα Καραμανλή και του Αντώνη Σαμαρά. Για την πρώτη περίπτωση οι νεοδημοκράτες αναζητούν απαντήσεις στο εάν οι εξελίξεις εξ αριστερών μπορεί να επιταχύνουν άλλες εκ δεξιών (το κόμμα Σαμαρά, δηλαδή) αλλά και στο ποιος είναι ο κατάλληλος τρόπος αντιμετώπισης του Τσίπρα (το Μαξίμου κράτησε για αργότερα τις σκληρές επιθέσεις, λέγοντας δηκτικά ότι «πήχης μας δεν είναι το 2015-2019).
Τι κρύβει η στρατηγική ηπιότητας
Στη δεύτερη περίπτωση οι νεοδημοκράτες αναζητούν απάντηση στο αν μπορεί πράγματι να υπάρξει ουσιαστική επαναπροσέγγιση του Μητσοτάκη με Καραμανλή και Σαμαρά. Κανείς δεν φαίνεται να διακρίνει ως τέτοια ευκαιρία την αυριανή εκδήλωση στο Ωδείο (παρουσίαση του συλλογικού τόμου για την τεχνητή νοημοσύνη που επιμελήθηκε ο Ευριπίδης Στυλιανίδης), ενώ είναι δεδομένο ότι στο περιβάλλον των δύο πρώην εκλαμβάνεται ως προσχηματική η στρατηγική ηπιότητας του Μητσοτάκη. Και ενώ έχει καταγραφεί αυτή η σημειακή διόρθωση τόνων του νυν έναντι των πρώην, υπάρχει ταυτόχρονα κάτι που δεν έχει αλλάξει: το γεγονός ότι το Μαξίμου δεν αντιμετωπίζει ως δίδυμο τον Καραμανλή από τον Σαμαρά, αλλά τους διαχωρίζει ως προς το ύφος, τις αφετηρίες, τα κίνητρά τους αλλά και τις επόμενες κινήσεις τους. Ηταν κάτι που ο Μητσοτάκης έκανε από την πρώτη στιγμή που αντιλήφθηκε ευθυγράμμιση στην κριτική τους και το επιβεβαίωσε εσχάτως ο κυβερνητικός εκπρόσωπος με την αποστροφή (Real Fm) ότι Καραμανλής και Σαμαράς «δεν είναι ένα πράγμα, είναι διαφορετικές προσωπικότητες» με άλλον «τρόπο» και «ύφος» στις τοποθετήσεις τους.
Περιμένουν το πρώτο βήμα
Από τη στιγμή που γαλάζια στελέχη εξακολουθούν δημοσίως να τάσσονται υπέρ της επανόδου του Σαμαρά στη ΝΔ, ανατροφοδοτώντας διαρκώς αυτή τη συζήτηση, ο Παύλος Μαρινάκης έριξε την μπάλα στο σαμαρικό γήπεδο, λέγοντας ευθέως ότι «κανείς δεν είναι αρνητικός στο να επιστρέψει ένας πρώην Πρωθυπουργός». Ηδη έχει πει (και επιμένει στο) ότι δεν επεδίωξε το Μαξίμου τη «δυσάρεστη εξέλιξη» της διαγραφής Σαμαρά – άρα, αυτό που εννοούν ουσιαστικά στο Μαξίμου είναι ότι η ευθύνη βαραίνει τον Μεσσήνιο και για ό,τι έγινε και για ό,τι ενδεχομένως θα ακολουθήσει. Εξού και η κίνηση ερμηνεύεται από αρκετούς ως τακτική του Μαξίμου για τα μάτια των δυσαρεστημένων της παράταξης, αφού το πρωθυπουργικό περιβάλλον διευκρινίζει ταυτόχρονα το αδιαπραγμάτευτο πλαίσιο της κυβερνητικής πολιτικής – «θα συνεχίσουμε με την εξωτερική πολιτική που ψηλώνει τη χώρα».
Νέα παρέμβαση
Οσον αφορά τον Καραμανλή είναι σαφείς, πλην προσεκτικές πάντα, οι μεγάλες αποστάσεις του από τη σημερινή ηγεσία της ΝΔ.
Το ίδιο αναμένεται να αποτυπωθεί στην επικείμενη παρέμβασή του (15 Οκτωβρίου, Παλαιά Βουλή). Αναμένεται ειδικότερα μια δεκάλεπτη ομιλία στην εκδήλωση που αφιερώνεται στην πρώτη γυναίκα πρόεδρο της Βουλής Αννα Ψαρούδα-Μπενάκη, η οποία αναδείχθηκε επί των δικών του ημερών.
Ο Μητσοτάκης αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει περιθώριο για ανεξέλεγκτο μέτωπο (και) με τον Καραμανλή, που δεδομένα έχει επιρροή στη Βόρεια Ελλάδα και όχι μόνο, ενώ ούτε ο Μακεδόνας έχει σκοπό να ανοίξει πεδίο προσωπικής αντιπαράθεσης με τον Μητσοτάκη.
Το έδειξε με τη σιωπή την οποία επέλεξε μετά την ευθεία επίθεση Μητσοτάκη με τα περί «μακάριας ακινησίας» στην εξωτερική πολιτική και προτίθεται να το δείξει ξανά με αιχμές που αναμένονται πίσω από τις γραμμές της επόμενης παρέμβασής του για ένα κεφάλαιο που ζορίζει το Μαξίμου – τους θεσμούς και τη Δικαιοσύνη.