Ανάλυση Reuters: Η Ρωσία σε διπλό κλοιό. Το τελεσίγραφο Τραμπ και το πλήγμα στις πωλήσεις πετρελαίου

Η Ρωσία αντιμετωπίζει διπλή πίεση: το τελεσίγραφο Τραμπ για τον πόλεμο και τη μείωση των ινδικών εισαγωγών ρωσικού πετρελαίου λόγω αμερικανικών κυρώσεων

Η Ρωσία, ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας πετρελαίου στον κόσμο, εξετάζει πώς θα απαντήσει στις αμερικανικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν στις κορυφαίες εταιρείες πετρελαίου Rosneft και Lukoil, καθώς και στο ενδεχόμενο μείωσης των πωλήσεών της προς τον μεγαλύτερο αγοραστή της, την Ινδία.

Ο Ρώσος πρόεδρος Βλάντιμιρ Πούτιν, ο οποίος ξεκίνησε τον πόλεμο στην Ουκρανία το 2022, βρίσκεται εδώ και μήνες σε συνομιλίες με τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ για μια πιθανή λύση που θα οδηγήσει στον τερματισμό του πολέμου, χωρίς ωστόσο να έχει σημειωθεί μέχρι στιγμής κάποια πρόοδος.

Οι κυρώσεις της Ουάσιγκτον

Στις 22 Οκτωβρίου, το Γραφείο Ελέγχου Ξένων Περιουσιακών Στοιχείων (OFAC) του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ επέβαλε κυρώσεις στις ρωσικές πετρελαϊκές εταιρείες Rosneft και Lukoil, καθώς και σε πλήθος θυγατρικών τους, καλώντας τη Μόσχα να συμφωνήσει άμεσα σε κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία.

Οι δύο εταιρείες αντιπροσωπεύουν περίπου το ήμισυ της παραγωγής πετρελαίου της Ρωσίας και πάνω από το 5% της παγκόσμιας παραγωγής αργού.

Τον Ιανουάριο, το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών είχε ήδη επιβάλλει κυρώσεις στον ρωσικό ενεργειακό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των πετρελαϊκών κολοσσών Gazprom Neft και Surgutneftegaz, ωστόσο τα μέτρα δεν ανέκοψαν ουσιαστικά τις ρωσικές εξαγωγές πετρελαίου.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν επίσης επιβάλει κυρώσεις στον λεγόμενο “σκιώδη στόλο”, που διαχειρίζεται μεγάλο μέρος των ρωσικών εξαγωγών πετρελαίου, ενώ ορισμένοι Αμερικανοί βουλευτές ζητούν ακόμη σκληρότερα μέτρα.

Οι νέες κυρώσεις στοχεύουν περισσότερα από 180 πλοία καθώς και δεκάδες εμπόρους πετρελαίου, παρόχους υπηρεσιών εξόρυξης, ασφαλιστικές εταιρείες και αξιωματούχους του ενεργειακού τομέα.

Η αντίδραση της Ινδίας

Σύμφωνα με το Reuters, ινδικά διυλιστήρια, μεταξύ των οποίων και ο μεγαλύτερος αγοραστής, η Reliance Industries, σχεδιάζουν να μειώσουν ή και να διακόψουν τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου.

Η Ινδία δέχεται αυξανόμενες πιέσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες να περιορίσει τις αγορές της, την ώρα που βρίσκονται σε εξέλιξη εμπορικές διαπραγματεύσεις μεταξύ Νέου Δελχί και Ουάσιγκτον.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (IEA), η Ινδία αγόρασε 1,9 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως τους πρώτους εννέα μήνες του 2025, ποσότητα που αντιστοιχεί στο 40% των συνολικών ρωσικών εξαγωγών πετρελαίου.

Τι σημαίνει αυτό για τη Ρωσία

Η ενίσχυση των κυρώσεων αναμένεται να αναγκάσει τη Μόσχα να προσφέρει ακόμη μεγαλύτερες εκπτώσεις στους αγοραστές, προκειμένου να διατηρήσει τις εξαγωγές της.

Τα έσοδα από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο αντιστοιχούν έως και στο ένα τέταρτο του ρωσικού κρατικού προϋπολογισμού και αποτελούν την κυριότερη πηγή χρηματοδότησης της στρατιωτικής εκστρατείας στην Ουκρανία, που διαρκεί πλέον τέσσερα χρόνια.

Ωστόσο, οι φόροι εξόρυξης καταβάλλονται στην πηγή, δηλαδή στο πεδίο παραγωγής, επομένως οι κυρώσεις θα πλήξουν πραγματικά τα κρατικά έσοδα μόνο αν η Ρωσία αναγκαστεί να μειώσει την παραγωγή της.

Πώς θα μπορούσε να απαντήσει η Ρωσία

Στις αρχές του μήνα, το Κρεμλίνο αντέδρασε στις προειδοποιήσεις του Ντόναλντ Τραμπ ότι η ρωσική οικονομία κινδυνεύει να καταρρεύσει, υποστηρίζοντας ότι η χώρα διαθέτει σημαντικά αποθέματα και είναι αρκετά ισχυρή ώστε να επιτρέψει στον Βλάντιμιρ Πούτιν να επιτύχει τους στόχους του.

Μία από τις επιλογές της Μόσχας θα ήταν να διακόψει τις εξαγωγές αργού πετρελαίου, όμως αυτό θα έπληττε συμμάχους όπως η Κίνα και θα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των εσόδων της Μόσχας, δηλαδή το αποτέλεσμα που επιδιώκει η Δύση.

Άλλες επιλογές που εξετάζονται είναι η διακοπή εξαγωγών στρατηγικών πρώτων υλών, όπως εμπλουτισμένου ουρανίου, παλλαδίου ή τιτανίου, γεγονός που όμως θα είχε αρνητικές συνέπειες και για την ίδια τη ρωσική οικονομία.

Εναλλακτικά, η Ρωσία θα μπορούσε να ενισχύσει τη συνεργασία της με την Κίνα στον τομέα των σπάνιων γαιών. Σύμφωνα με τη Γεωλογική Υπηρεσία των ΗΠΑ (USGS), η Ρωσία διαθέτει τα πέμπτα μεγαλύτερα αποθέματα σπάνιων γαιών παγκοσμίως, και μια στενότερη συνεργασία με τον κυρίαρχο παίκτη του κλάδου, την Κίνα, θα μπορούσε να υπονομεύσει τις αμερικανικές προσπάθειες να περιορίσουν την κινεζική κυριαρχία στην αγορά αυτών των κρίσιμων ορυκτών.

Η Ρωσία διαθέτει επίσης ορισμένους μοχλούς πίεσης απέναντι στις δυτικές πετρελαϊκές εταιρείες, καθώς ελέγχει τις εξαγωγές μέσω της Μαύρης Θάλασσας μέσω του Αγωγού της Κασπίας (Caspian Pipeline Consortium), ο οποίος μεταφέρει κυρίως αργό πετρέλαιο από το Καζακστάν.

Το πετρέλαιο αυτό αντλείται από κοινοπραξία στην οποία συμμετέχουν οι αμερικανικές εταιρείες Chevron και ExxonMobil.

Ωστόσο, ο περιορισμός αυτών των εξαγωγών θα έπληττε σοβαρά το Καζακστάν, με το οποίο η Ρωσία διατηρεί στενές οικονομικές και αμυντικές σχέσεις.

Τι γίνεται με τον OPEC+

Η Ρωσία είναι κορυφαίο μέλος του OPEC+, του διευρυμένου σχήματος που ενώνει τις χώρες του OPEC με τους συμμάχους τους εκτός οργανισμού, και από κοινού καλύπτουν περίπου το 50% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου.

Τους τελευταίους μήνες, ο OPEC+ έχει αρχίσει να χαλαρώνει τους περιορισμούς στην παραγωγή για να ανακτήσει μερίδιο αγοράς. Ωστόσο, τυχόν μείωση των ρωσικών εξαγωγών θα μπορούσε να παρεμποδίσει τις προσπάθειες του οργανισμού να συμφωνήσει σε νέες αυξήσεις παραγωγής.

Τι γίνεται με την Κίνα

Μαζί με την Ινδία, η Κίνα αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους αγοραστές ρωσικού αργού. Οι δύο χώρες είχαν ανακηρύξει μια «εταιρική σχέση χωρίς όρια» τον Φεβρουάριο του 2022, όταν ο Πούτιν επισκέφθηκε το Πεκίνο λίγο πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία προκαλώντας, τον φονικότερο πόλεμο στην Ευρώπη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η Ρωσία καλύπτει περίπου το 20% των εισαγωγών αργού πετρελαίου της Κίνας. Σήμερα, το κινεζικό Υπουργείο Εξωτερικών επανέλαβε τη θέση του κατά των μονομερών κυρώσεων, σχολιάζοντας τα αμερικανικά μέτρα που επιβλήθηκαν στις Rosneft και Lukoil.

Πηγή: skai.gr

Το άρθρο Ανάλυση Reuters: Η Ρωσία σε διπλό κλοιό. Το τελεσίγραφο Τραμπ και το πλήγμα στις πωλήσεις πετρελαίου εμφανίστηκε πρώτα στο Cyprus Times.