ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΛΥΜΝΙΟΣ
Κάθε χρόνο, όταν εκφωνούσα την καθιερωμένη ομιλία μου για τη Μνήμη της Γενοκτονίας των Ποντίων, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, επιλεγμένα για την ευπρέπεια και τη σιωπηλή τους υπομονή, στέκονταν δεξιά και αριστερά του βήματος, ντυμένα με ποντιακή φορεσιά.
Παρέμεναν ακίνητα καθ’ όλη τη διάρκεια του λόγου, υπομένοντας με αξιοθαύμαστη πειθαρχία μια ώρα ρητορικής βαρύτητας που ξεπερνούσε κάθε αντοχή. Συνήθιζα να μετρώ τον χρόνο από τα σημάδια της δοκιμασίας τους. Όταν τα βλέφαρά τους βάραιναν και τα γόνατά τους λύγιζαν, ήξερα πως είχε φτάσει η στιγμή να σωπάσω. Κανένα ρολόι δεν θα μπορούσε να μετρήσει με μεγαλύτερη ακρίβεια τον χρόνο από τη σιωπηλή τους εξάντληση.
Η εικόνα αυτή μού θύμιζε πάντοτε τη δική μου μύηση στα παροικιακά δρώμενα. Οι παιδικές μου αναμνήσεις από τις εκδηλώσεις μας είναι διαποτισμένες από την αποφορά του ιδρώτα, τη νωθρότητα του ήλιου και την απέραντη ανία των επίσημων λόγων: να στέκομαι επί ώρες σε ασφυκτικές αίθουσες ενώ οι μεγαλύτεροι εκφωνούσαν τετριμμένα λόγια περί εθνικής υπερηφάνειας, να παρατάσσομαι σε δοξολογίες ντυμένος με στολή, να κρατώ ανθοδέσμη για κάποιον επισκέπτη από την Ελλάδα που περνούσε δίπλα μου χωρίς να με κοιτάξει, προτιμώντας να κατευθυνθεί προς το τραπέζι με τα μεζεδάκια. Ύστερα, οι ίδιοι διοργανωτές παραπονούνταν για την αδιαφορία της νεολαίας. Με τόση φθορά στα πόδια τους από μικροί, είναι θαύμα που οι νέοι είχαν ακόμη πόδια για να ψηφίσουν.
Από αυτά τα μικρά τελετουργικά της δυσφορίας γεννιέται μια ιδιότυπη παιδαγωγία. Το πρώτο μάθημα: να είσαι νέος Έλληνας στην Αυστραλία σημαίνει να υπομένεις σιωπηλά και με χάρη.
Το δεύτερο: η υπερηφάνεια δεν βιώνεται, διακηρύσσεται από άλλους, ενώ εσύ κρατάς τη σημαία και χαμογελάς. Αυτό που αποκαλούμε συμμετοχή δεν είναι εμπλοκή αλλά σκηνοθεσία. Τα παιδιά θα το ονόμαζαν αιχμαλωσία. Τα παρατάσσουμε σαν αγάλματα, επιμελώς στολισμένα και ακίνητα, όμορφα αλλά υποδουλωμένα. Γίνονται Καρυάτιδες της ματαιοδοξίας μας, ενσωματωμένες στην αρχιτεκτονική της συλλογικής αυταρέσκειας. Τα χαμόγελά τους είναι εξαναγκασμένα, η παρουσία τους διακοσμητική. Είναι τα γαργκόιλ της παροικίας μας, ορατά, ανέκφραστα, άψυχα. Αποτρέπουν την αδιαφορία ενώ την αναπαράγουν. Έτσι ο πολιτισμός μας εκπίπτει σε δοκιμασία αντοχής μεταμφιεσμένη σε συμμετοχή.
Ο Πιερ Μπουρντιέ υπενθύμιζε ότι ο πολιτισμός δεν συντηρείται με διακηρύξεις αλλά με συνήθειες, με κινήσεις και ρυθμούς που ριζώνουν στην οικειότητα της ζωής. Όταν αυτή η αβίαστη πράξη χαθεί, ο πολιτισμός εκπίπτει σε θέαμα.
Οι εκδηλώσεις μας έχουν αναγάγει αυτή την τέχνη της επίδειξης σε επιστήμη: κάθε χρόνο οι ίδιες ομιλίες, τα ίδια χειροκροτήματα, οι ίδιες φωτογραφίες που μαρτυρούν πως το σώμα του Ελληνισμού κινείται ακόμη, ενώ η ψυχή του έχει προ πολλού αποχωρήσει. Έχουμε αρχίσει να συγχέουμε την προβολή με τη ζωή, τη ρουτίνα με τη ζωτικότητα.
Μέσα σε αυτό το θέατρο της κληρονομιάς, η εξουσία κρατά τον πρώτο ρόλο. Ο Μισέλ Φουκώ θα αναγνώριζε στις τελετές μας έναν μηχανισμό πειθαρχίας: σώματα τακτοποιημένα, κινήσεις μετρημένες, φωνές περιορισμένες, όλα στο όνομα της τάξης.
Το παιδί μετατρέπεται σε υποκείμενο αυτού που ο Ζακ Λακάν ονόμασε πατρικό νόμο. Μιλούν για εκείνο, το καθορίζουν, όμως ποτέ δεν του παραχωρούν λόγο. Ο Ζακ Ντεριντά θα παρατηρούσε ότι οι διακηρύξεις μας περί συνέχειας κρύβουν έναν υπόγειο φόβο απώλειας ελέγχου. Επαναλαμβανόμαστε για να πειστούμε ότι υπάρχουμε. Απομονώνοντας τη νέα γενιά, επιβεβαιώνουμε τη δική μας κυριαρχία. Ορίζοντας τον ρόλο της, ακυρώνουμε τη δημιουργία της.
Η ταυτότητα δεν αντέχει τη στασιμότητα. Ο Στιούαρτ Χολ την περιέγραψε ως διάλογο ανάμεσα στην κληρονομιά και την επινόηση, μια διαρκή κίνηση ανάμεσα στο παρελθόν και το γίγνεσθαι. Παρ’ όλα αυτά, οι θεσμοί μας εξακολουθούν να πιστεύουν στη φαντασίωση της ακινησίας. Αντιμετωπίζουν την ελληνικότητα ως μνημείο απρόσιτο. Οι νέοι την πλησιάζουν με σεβασμό, μα δεν βρίσκουν πόρτα να περάσουν. Περιμένουν στο πρόθυρο, αναπαριστώντας στάσεις νεοκλασικές που άλλοι τους υπαγορεύουν. Ο σεβασμός τους μετατρέπεται σε αδιαφορία. Όταν η μνήμη των ανθρώπων δεν μπορεί να αγγίξει το μάρμαρο, σωπαίνει.
Ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν απλώνεται ο τρίτος χώρος για τον οποίο μίλησε ο Χόμι Μπάμπα, το εύφορο έδαφος όπου οι πολιτισμοί συναντιούνται και γεννούν νέα νοήματα. Τα παιδιά μας κινούνται φυσικά μέσα σε αυτόν τον χώρο, εναλλάσσοντας γλώσσες και κόσμους, σφυρηλατώντας μια ελληνικότητα ευέλικτη και δημιουργική. Εμείς όμως σπάνια τολμούμε να τα ακολουθήσουμε. Οργανώνουμε εκδηλώσεις για τους εαυτούς μας, δίχως να ακούμε τη σιωπηλή πρόσκληση της παιδικής φαντασίας που ζητά να συμμετάσχει. Τα κρατούμε σε απόσταση, σαν να φοβόμαστε πως η αυθορμησία τους θα διαταράξει την επισημότητά μας. Αν δεν δημιουργήσουμε χώρο για παιχνίδι, τέχνη και πράξη, θα συνεχίσουμε να συγχέουμε τη σκηνή με τη ζωή και τη μνήμη με την επανάληψη.
Η τάξη του πολιτισμού αρχίζει με το παιχνίδι. Ο Λεβ Βιγκότσκι είδε στη φαντασία του παιδιού τον σπόρο της μάθησης, τον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος γίνεται κατανοητός μέσα από την πράξη και τη δημιουργία. Όταν η παροικιακή ζωή παραμερίζει το παιχνίδι, παραμερίζει και τη γνώση. Ένα παιδί που στέκεται μια ώρα όρθιο σε δοξολογία θα μάθει την υπομονή. Ένα παιδί που μεταμορφώνει χαρτί και μελάνι σε εικόνα αγίου θα μάθει τη δέηση. Μέσα από το παιχνίδι η κληρονομιά γίνεται εμπειρία.
Η μνήμη επίσης χρειάζεται φαντασία για να επιβιώσει. Η Μαριάν Χιρς μίλησε για τη μεταμνήμη, μέσω της οποίας οι απόγονοι κληρονομούν τη συναισθηματική υφή γεγονότων που δεν έζησαν. Τα παιδιά μας δεν μπορούν να θυμηθούν τη Μικρασιατική Καταστροφή ή τις σφαγές του Πόντου, αλλά μπορούν να νιώσουν τον παλμό τους αν τα προσκαλέσουμε να οραματιστούν. Αντί γι’ αυτό, εμείς αναπαράγουμε το πένθος σε τόνους τόσο επισημοφανείς ώστε η ενσυναίσθηση ασφυκτιά. Η μνήμη γίνεται θέαμα και το συναίσθημα αποστραγγίζεται, αφήνοντας μόνο το κέρινο προσωπείο της ανάμνησης: άψογο, ψυχρό, άψυχο.
Μέσα σε αυτή τη νάρκη αναδύεται ο Κωνσταντίνος Αργυρός. Με μια πράξη ευαισθησίας δωρίζει εκατόν πενήντα χιλιάδες δολάρια στο Ελληνικό Μουσείο για τη δημιουργία Παιδικής Πινακοθήκης. Εντός μιας παροικίας που τρέφεται από τον αυτοθαυμασμό, η χειρονομία του διαθέτει τη σπάνια τόλμη της διαύγειας. Παρατήρησε αυτό που πολλές από τις οργανώσεις μας αδυνατούν να δουν: ότι το μέλλον του Ελληνισμού εξαρτάται από την αποκατάσταση της δημιουργικότητας των παιδιών του.
Η Παιδική Πινακοθήκη μπορεί να φαίνεται ταπεινό εγχείρημα, όμως οι συνέπειές της είναι βαθιά ανατρεπτικές. Διακηρύσσει ότι το Ελληνικό Μουσείο δεν είναι μαυσωλείο μνήμης αλλά εργαστήρι θαύματος. Τα εκθέματα παύουν να είναι βουβοί μάρτυρες πίσω από προθήκες και μετατρέπονται σε συνοδοιπόρους της ανακάλυψης, σε αντικείμενα προς άγγιγμα, σε ιστορίες που βιώνονται. Εκεί ο Ελληνισμός αποκαλύπτεται ως ζώσα γλώσσα δημιουργίας, αποδεικνύοντας ότι η μάθηση είναι πράξη συμμετοχής και πως ο πολιτισμός επιβιώνει μόνο όταν αναγεννάται μέσα από την εμπειρία.
Η πράξη του Αργυρού αποκαλύπτει ταυτόχρονα και το τραύμα μας. Γιατί χρειάστηκε να έρθει ένας επισκέπτης καλλιτέχνης για να εντοπίσει αυτό που λείπει από τους θεσμούς μας; Καυχόμαστε ότι διατηρούμε τη γλώσσα και τον πολιτισμό, αλλά πού είναι τα σχέδια, οι στόχοι, οι αποτιμήσεις; Ποιος οραματίζεται, ποιος λογοδοτεί; Διαθέτουμε ενέργεια χωρίς κατεύθυνση, συναίσθημα χωρίς στρατηγική. Οι επιτροπές συνεδριάζουν, τα πρακτικά διογκώνονται, ο σκοπός συρρικνώνεται.
Η χειρονομία του Αργυρού μας καλεί να μεταμορφώσουμε κάθε θεσμό σε χώρο δημιουργίας. Όλοι οι φορείς οφείλουν να δώσουν στα παιδιά τη δυνατότητα να οικοδομούν, να ερευνούν, να ερμηνεύουν με δική τους φωνή. Η συνέχεια αρχίζει όταν εμπιστευόμαστε στα παιδιά τα εργαλεία της δημιουργίας, όταν η παράδοση γίνεται κάτι που αγγίζουν και διαμορφώνουν.
Η βιωσιμότητα κάθε πολιτισμού κρίνεται από τη θέση που επιφυλάσσει στα παιδιά του. Είναι η συνείδησή του και το μέτρο της αυθεντικότητάς του. Για πολύ καιρό τα μεταχειριστήκαμε ως διακοσμητικούς μάρτυρες της ματαιοδοξίας μας, σιωπηλά στολίδια μιας σκηνής που δεν τους ανήκει. Η γενναιοδωρία του Αργυρού τα επαναφέρει εκεί όπου πρέπει να στέκονται: στο κέντρο της δημιουργίας, ως συμμέτοχοι και συνδημιουργοί του μέλλοντος. Αν εμπνευστούμε από το παράδειγμά του, η κουρασμένη χορογραφία της παροικιακής μας ζωής ίσως ξαναβρεί ρυθμό, πνοή και νόημα.
Την επόμενη φορά που ένα αγόρι και ένα κορίτσι θα σταθούν πλάι σε ένα βήμα, ίσως το κάνουν για να μιλήσουν. Ίσως τα πρόσωπά τους να φωτίζονται από χαρά και κατανόηση, όχι από κόπωση. Κι όταν φτάσει εκείνη η στιγμή, θα θυμηθούμε τον Κωνσταντίνο Αργυρό, που μας έδειξε πως ο αληθινός τρόπος να διαφυλάξεις έναν πολιτισμό είναι να εμπιστευθείς στα παιδιά τη χαρά της δημιουργίας του.
The post Αργυρός, καρυάτιδες και το μέλλον της παροικίας μας appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.