Ήμουν παιδί όταν πρωτογνώρισα τον Ερυσίχθονα. Τότε, πίσω από το σπίτι μας δεν υπήρχαν ακόμη σπίτια· απλωνόταν μια μεγάλη έκταση από λιβάδια που εκτείνονταν από τους λόφους ως την πεδιάδα, με χαμηλούς, πυκνούς θάμνους να σπάζουν εδώ κι εκεί τη συνέχεια του πράσινου, ώσπου έφταναν σε ένα ρυάκι. Κατά διαστήματα έβοσκαν εκεί πρόβατα και άλογα, και τα κυριακάτικα πρωινά, από το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας των γονιών μου, παρακολουθούσαμε μια οικογένεια αλεπούδων να ξεπροβάλλει από τη φωλιά της, μια μικρή σπηλιά στην πλαγιά, και να κατηφορίζει ήσυχα προς το ρυάκι για να πιει νερό. Πιο μακριά, εκεί όπου το ρυάκι που κυλούσε προς τον ποταμό Μαρίμπιρνονγκ συναντούσε ένα άλλο όμοιό του, στεκόταν μόνη μέσα στο τοπίο μια τεράστια κλαίουσα ιτιά που λικνιζόταν ακόμη και με την πιο ανεπαίσθητη πνοή του ανέμου.
Αυτή η ιτιά όριζε τον μικρό μου κόσμο. Οι γονείς μου δεν είχαν αντίρρηση να περνώ τον ελεύθερο χρόνο μου ψάχνοντας βατράχια ή χελώνες στο ρυάκι, αλλά ήταν απαράβατος νόμος να μην προχωρώ ποτέ πιο πέρα από το δέντρο. Όταν έκανε ζέστη, καθόμουν κάτω από τα κλαδιά του, απομονωμένος από τον κόσμο, κι ακούγοντας τον άνεμο να ψιθυρίζει στα φύλλα και τα τζιτζίκια να τραγουδούν σε τροχαϊκούς ρυθμούς, συλλογιζόμουν τους στίχους του δημοτικού τραγουδιού «Ιτιά».
Μια μέρα γύρισα από το σχολείο και βρήκα την πλαγιά αγνώριστη. Όσο έφτανε το μάτι, τα χόρτα και οι θάμνοι είχαν ξεριζωθεί, κι ανοιχτές καφετιές πληγές σημάδευαν το τοπίο. Πιο πέρα, η ιτιά που όριζε το άκρο του ορίζοντά μου είχε κι αυτή χαθεί. Στη θέση της δέσποζε ένας εκσκαφέας, η σκιά του απλωμένη πάνω στη σκαμμένη γη κάτω από τον απογευματινό ήλιο. Με δάκρυα στα μάτια έτρεξα προς το ρυάκι. Οι εργάτες είχαν φύγει, και ο εκσκαφέας στεκόταν ακίνητος. Ψηλά στο βραχίονα του μηχανήματος κάποιος είχε κολλήσει ένα αυτοκόλλητο με μία μόνο λέξη: Ερυσίχθων. Δεκαετίες αργότερα, η περιοχή έχει πια σκεπαστεί από σπίτια, κι όμως εγώ επιστρέφω ακόμη στην όχθη του ρυακιού, αναζητώντας το δέντρο μου και καταριέμαι ακόμη το μηχάνημα που προκάλεσε την εκρίζωσή του.
Ο Ερυσίχθων, φυσικά, ήταν βασιλιάς της Θεσσαλίας, που σύμφωνα με τη μυθολογία θέλησε να εντυπωσιάσει τους φίλους του χτίζοντας μια νέα, λαμπρή αίθουσα συμποσίων. Συνοδευόμενος από έμπιστους συντρόφους, κατευθύνθηκε προς ένα άλσος αφιερωμένο στη Δήμητρα, τη θεά της γεωργίας και της γονιμότητας. Εκεί, λέγεται πως οι δρυάδες και άλλες νύμφες του δάσους χόρευαν προς τιμήν της θεάς. Όλα αυτά, ωστόσο, δεν είχαν καμία σημασία για τον Ερυσίχθονα, του οποίου η μόνη έγνοια ήταν πώς θα εξασφάλιζε την ξυλεία. Σήκωσε το τσεκούρι του και το βύθισε στον κορμό μιας λεύκας.
Ίσως ο βασιλιάς να ένιωσε κάτι ανησυχητικό, όταν το δέντρο άρχισε να στενάζει από πόνο, σαν πληγωμένος άνθρωπος. Αν διέθετε έστω και μια στάλα ενσυναίσθησης, θα ταραζόταν από την ξαφνική εμφάνιση, μέσα από το πουθενά, της ιέρειας της Δήμητρας, της Νικίππης, που του υπενθύμισε την ιερότητα του τόπου και τον προέτρεψε να αφήσει τον πέλεκύ του. Ο Ερυσίχθων, όμως, δεν ήθελε να ακούσει τίποτα. Σπρώχνοντας βίαια την ιέρεια στην άκρη, προχώρησε στην ολοκληρωτική καταστροφή του άλσους. Κακή του ώρα, γιατί η Νικίππη δεν ήταν άλλη από τη Δήμητρα μεταμορφωμένη, και η ύβρις προς μια χθόνια θεά αποτελεί την ύψιστη ανοησία.
Οργισμένη, η Δήμητρα τού επέβαλε τρομερή τιμωρία: τον καταράστηκε με ακόρεστη πείνα και, με τη συνδρομή του Διονύσου, τον έπληξε και με ακοίμητη δίψα. Ο Ερυσίχθων κατανάλωνε τα πάντα γύρω του, μα όσο περισσότερο έτρωγε, τόσο πιο πολύ πεινούσε. Εξάντλησε ολόκληρη την περιουσία του στην προσπάθεια να προμηθευτεί τροφές και, σύμφωνα με μία εκδοχή του μύθου, πούλησε ακόμη και την ίδια του την κόρη. Στην εκδοχή του ελληνιστικού ποιητή Καλλίμαχου, στον Κατάλογο Γυναικών, ο Ερυσίχθων, απογυμνωμένος από κάθε αξιοπρέπεια, καταντά ζητιάνος στην άκρη του δρόμου, παρακαλώντας για αποφάγια και τρώγοντας χώμα. Στις Μεταμορφώσεις του Οβιδίου, όμως, τον περιμένει ακόμη πιο τραγικό τέλος: «Ο δύσμοιρος άρχισε να κατασπαράζει τα ίδια του τα μέλη με τα δόντια του και να θρέφει το σώμα του κάνοντάς το μικρότερο».
Ο μύθος του Ερυσίχθονα λειτουργεί ως προειδοποίηση ενάντια στην απληστία και την ύβρη· ωστόσο, θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει πως η τιμωρία του άμυαλου βασιλιά είναι υπερβολικά σκληρή. Τα δέντρα, άλλωστε, αποτελούν απαραίτητο πόρο για την ανθρώπινη επιβίωση· δεν στάθηκε λοιπόν αυθαίρετη και εγωιστική η θεά, που, ενδιαφερόμενη μόνο για τα προνόμιά της, του τα αρνήθηκε; Τα ονόματα των δύο πρωταγωνιστών φωτίζουν την ουσία του μύθου. Το όνομα της Δήμητρας ανάγεται στο Γη μήτηρ, τη Μητέρα Γη, εκείνη που καθιστά δυνατή την ανθρώπινη ζωή. Το όνομα του Θεσσαλού βασιλιά, αντίθετα, σημαίνει σκιστής της γης. Η καταστροφή του ιερού άλσους δεν ήταν απλώς ιδιοποίηση φυσικού πόρου, αφού δεν χρειαζόταν το ξύλο για στέγη ή για καύσιμο, αλλά για ένα έργο ματαιοδοξίας· ήταν πράξη βίας, ύβρη απέναντι στη Μητέρα των πάντων. Σε μια τέτοια έμφυλη ανάγνωση του μύθου, βλέπουμε πως είναι οι άνδρες εκείνοι που προκαλούν τη φθορά, εισβάλλοντας σε έναν θηλυκό χώρο, καταστρέφοντας τη γονιμότητα και, επομένως, την ίδια τη ζωή.
Αν και οι αρχαίοι Έλληνες δεν ήταν οικολόγοι με τη σύγχρονη έννοια του όρου, ο μύθος του Ερυσίχθονα αναδεικνύει ανθρώπινα ελαττώματα των οποίων οι συνέπειες αγγίζουν τα προβλήματα της εποχής μας. Η καταστροφή του ιερού άλσους μπορεί να ιδωθεί ως σύμβολο της αδιάκοπης εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων για ίδιον όφελος, με πλήρη αδιαφορία για την ιερότητα και την αλληλεξάρτηση του περιβάλλοντος. Με παρόμοιο τρόπο, η κλιματική αλλαγή είναι αποτέλεσμα της υπερεκμετάλλευσης πόρων όπως τα δάση, τα ορυκτά καύσιμα και οι θάλασσες, οδηγώντας σε αποψίλωση, ρύπανση και απώλεια βιοποικιλότητας, μια βαθιά παραβίαση της Μητέρας Γης. Ο μύθος, επομένως, μπορεί να θεωρηθεί προειδοποίηση ενάντια στη βραχυπρόθεσμη απληστία και υπενθύμιση της ανάγκης σεβασμού των ορίων που θέτει η φύση, ώστε να αποτραπούν οι καταστροφικές συνέπειες που αυτή επιφέρει.
Με παρόμοιο τρόπο, η κατάρα της ακόρεστης πείνας που επιβλήθηκε στον Ερυσίχθονα, τον Ύψιστο Καταναλωτή, μπορεί να ερμηνευτεί ως παραλληλισμός με τα καταναλωτικά πρότυπα της ανθρωπότητας, τα οποία δίνουν προτεραιότητα στην ανάπτυξη και στην κατανάλωση εις βάρος της βιωσιμότητας και οδηγούν τελικά σε αποανθρωποποίηση, όπου τα πάντα μετατρέπονται σε εμπόρευμα — όπως συμβολίζει η πώληση της κόρης του βασιλιά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο μύθος λειτουργεί ως αυστηρή προειδοποίηση για τους κινδύνους της ανεξέλεγκτης καταναλωτικότητας, που οδηγεί αναπόδραστα στην οικολογική καταστροφή.
Είναι δύσκολο να μη διακρίνει κανείς στην κατάρα του Ερυσίχθονα έναν φαύλο κύκλο καταστροφής από τον οποίο δεν μπορεί να δραπετεύσει, όπως συμβαίνει με τους ανατροφοδοτούμενους μηχανισμούς της κλιματικής αλλαγής, όπου το λιώσιμο των πάγων αυξάνει την απορρόφηση της θερμότητας και επιταχύνει ακόμη περισσότερο την τήξη τους. Η μοίρα του, αντί να συνιστά απλή τιμωρία, υπογραμμίζει πως η ανεπανόρθωτη βλάβη στη φύση οδηγεί αναπόφευκτα στην αυτοκαταστροφή. Ο ίδιος ο Οβίδιος σημειώνει πως ο βασιλιάς είχε καταναλώσει κάθε ύλη, πριν η έσχατη μορφή καταναλωτισμού επέλθει ως αναπόδραστο αποτέλεσμα: η φρικτή αυτοφαγία του.
Ο Ερυσίχθων, ίσως ο πρώτος ήρωας της παγκόσμιας λογοτεχνίας που πάσχει από διατροφική διαταραχή, μας αναγκάζει να θέσουμε δύσκολα ερωτήματα. Τον συμπονούμε για τη φρικτή του μοίρα ή τον περιφρονούμε, βέβαιοι πως εμείς θα πράτταμε διαφορετικά; Αντιλαμβανόμαστε τη Γη, ή τη Δήμητρα, ως μια αυθαίρετη και εκδικητική θεότητα που ανέχεται την ανθρώπινη ύβρη μόνο μέχρι ενός σημείου· κι όταν ξεπεραστεί αυτό το όριο, στρέφεται να προστατεύσει τον εαυτό της, απορρίπτοντας τον άνθρωπο, εκείνον που, σύμφωνα με το ιουδαιοχριστιανικό αφήγημα, έχει τοποθετήσει τον εαυτό του στο κέντρο της Δημιουργίας; Ή μήπως τη βλέπουμε ως μια εύθραυστη ύπαρξη που μας χρειάζεται όσο τη χρειαζόμαστε κι εμείς; Ο τρόπος με τον οποίο διαβάζουμε τον μύθο δεν καθορίζει μόνο την αμφιθυμία με την οποία αντικρίζουμε τον εαυτό μας, αλλά και το βλέμμα με το οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας.
Ένα όμως είναι βέβαιο. Το άλλο όνομα του Ερυσίχθονα, όπως αναφέρει ο Καλλίμαχος, είναι Αίθων: ο φλεγόμενος. Πιστός στο όνομά του, ο Οβίδιος μιλά για τη φλόγα της ακόρεστης όρεξής του. Όπως η φωτιά, είναι πάντοτε αδηφάγος, κι ό,τι αφήνει πίσω του είναι στάχτες. Κι όμως, σύμφωνα με τη μυθολογία, η νέα ζωή αναγεννιέται μέσα από τις στάχτες του προγενέστερου: αρκεί να έχει τη σωστή φύση και, φυσικά, η φλόγα να μην ξεπερνά το μέτρο.
The post Ερυσίχθονας και η πείνα της γης appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.