Ευλογιά των προβάτων: Χάνονται κοπάδια και εμπιστοσύνη

Η επανεμφάνιση της ευλογιάς τον Αύγουστο του 2024 στον Εβρο, μετά την επιζωοτία του 2014, αρχικά υποβαθμίστηκε και δεν έτυχε της δέουσας προσοχής.

Σήμερα η αντιμετώπισή της αποτελεί τη σημαντικότερη πρόκληση για τις υπηρεσίες του ΥΠΑΑΤ, που εφαρμόζουν σχέδιο ελέγχου και εκρίζωσης βάσει της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και του εθνικού σχεδίου έκτακτης ανάγκης.

Ωστόσο, τα υφιστάμενα σχέδια δεν επαρκούν για επιζωοτία τέτοιας κλίμακας και δεν υπήρξε πρόβλεψη για μαζική εξάπλωση μιας νόσου με υψηλή μεταδοτικότητα και ανθεκτικότητα.

Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι η επιτυχής αντιμετώπιση απαιτεί έγκαιρη διάγνωση, άμεση κινητοποίηση, αυστηρή εφαρμογή μέτρων βιοασφάλειας, συνεχή επιτήρηση και συντονισμό όλων των εμπλεκομένων.

Στόχος δεν είναι η αναζήτηση λαθών αλλά η κοινή ευθύνη όλων για την αυστηρή τήρηση των μέτρων, τον περιορισμό μετακινήσεων, την ταχεία θανάτωση μολυσμένων ζώων και τη διαφανή ενημέρωση μέσα από ειλικρινή διάλογο ώστε να εδραιωθεί κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ κτηνοτρόφων, υπηρεσιών και επιστημόνων.

Σε αρκετές περιπτώσεις καταστρέφονται εκτροφές με αξιόλογο γενετικό υλικό και σύγχρονες υποδομές, ενώ στον κτηνοτροφικό κόσμο επικρατούν θυμός, απογοήτευση, καχυποψία και ανασφάλεια, διαβρώνοντας την εμπιστοσύνη προς τις Αρχές. Η επικοινωνιακή στρατηγική δεν πέτυχε να εμπλέξει ουσιαστικά όλους τους κρίκους της αλυσίδας της προβατοτροφίας. Απαιτείται διαφάνεια και συνεχής ενημέρωση ειδικά για τις αποζημιώσεις και τους μηχανισμούς στήριξης.

Πρέπει να θεσπιστεί δίκαιο πλαίσιο οικονομικής ενίσχυσης με βάση τις τρέχουσες τιμές, για όλους όσοι πλήττονται από τα περιοριστικά μέτρα.

Για τις εκτροφές που υπέστησαν απώλειες πρέπει να προβλεφθούν εξειδικευμένα μέτρα ανασύστασης και πλάνο μετάβασης, ώστε να ξαναστήσουν τη δραστηριότητά τους. Εκτός από την οικονομική βοήθεια, χρειάζονται προγράμματα διά βίου εκπαίδευσης για αποτελεσματική διαχείριση μελλοντικών επιζωοτιών.

Η ταχύτητα ανταπόκρισης μετά τη διάγνωση είναι κρίσιμη, μειώνει την εξάπλωση και περιορίζει τις απώλειες.

Ωστόσο η μεγάλη έκταση της επιζωοτίας ξεπέρασε τις δυνατότητες του διαθέσιμου κτηνιατρικού και λοιπού προσωπικού, οδηγώντας σε ελλιπή διαχείριση των βασικών ενεργειών ελέγχου και εξάλειψης. Επιπλέον περιοριστικά μέτρα εις βάρος των κτηνοτρόφων δεν θα αποδώσουν. Αντίθετα, απαιτείται άμεση ενίσχυση με έκτακτο προσωπικό και καλύτερος συντονισμός.

Καύση

Παράλληλα, οι δήμοι πρέπει να διευκολύνουν την υγειονομική ταφή των ζώων, καθορίζοντας κατάλληλες περιοχές, ενώ πρέπει να αξιολογηθεί η δυνατότητα καύσης, είτε μέσω υποδομών είτε υπαίθρια, όπως στο Ηνωμένο Βασίλειο το 2001 με τον αφθώδη πυρετό, όταν μέσα σε έναν χρόνο καταστράφηκαν 6,5 εκατ. ζώα, δηλαδή το 11% του ζωικού κεφαλαίου της χώρας.

Η επένδυση σε νέες τεχνολογίες και η άμεση υιοθέτησή τους σε όλη την αλυσίδα αξίας της προβατοτροφίας – σήμανση ζώων, γεωεντοπισμός οχημάτων, ηλεκτρονική ιχνηλάτηση – είναι μονόδρομος για τον έλεγχο μετακινήσεων και αγοροπωλησιών.

Μόνο έτσι μπορεί να περιοριστεί η διασπορά ασθενειών και να θωρακιστεί ο κλάδος απέναντι σε μελλοντικούς κινδύνους, διασφαλίζοντας παράλληλα τη βιωσιμότητα των εκτροφών και την εμπιστοσύνη των κτηνοτρόφων στο σύστημα.

Ο Γεώργιος Αρσένος είναι καθηγητής Ζωικής Παραγωγής, Ηθολογίας και Ευζωίας των ζώων, Τμήμα Κτηνιατρικής, ΑΠΘ