
Μπορεί η ανεργία να έχει μειωθεί σε σχέση με τα χρόνια της μεγάλης κρίσης, αλλά ακόμη είναι σε πολύ υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (5,8%). Στην Ελλάδα κυμαίνεται γύρω στο 10% (χωρίς τους μακροχρόνια ανέργους), με μικρή πτώση στη θερινή σεζόν. Μοιάζει οξύμωρο την ώρα που επιχειρηματίες και φορείς κάνουν λόγο για μεγάλες ελλείψεις προσωπικού σε μια σειρά από κλάδους να υπάρχει τόσο μεγάλη ζήτηση σε εργασίες που δεν θέλουν ιδιαίτερες σπουδές, εξειδίκευση ή ανεπτυγμένες δεξιότητες. Αυτή η παραδοξότητα όμως μπορεί εύκολα να δικαιολογηθεί έχοντας υπ’ όψιν ότι πίσω από τον αφορισμό «δεν βρίσκουμε προσωπικό» συχνά κρύβονται κακές συνθήκες, υποτιμημένες αμοιβές, εξαντλητικά ωράρια, ανασφάλιστη εργασία… Φυσικά παίζει ρόλο και η αυτοεικόνα. Ενας πτυχιούχος δύσκολα θα δεχθεί μια θέση ανειδίκευτου εργάτη κ.λπ. κ.λπ.
Παράλληλα, πολλοί εργαζόμενοι είναι σε αναζήτηση είτε καλύτερων απολαβών ή αλλαγή εργασιακού περιβάλλοντος. Τα στοιχεία της «Εργάνης» στις αρχές του 2025 ήταν αποκαλυπτικά. Το 46,32% των εργαζομένων αμείβεται με κάτω από 1.000 ευρώ τον μήνα και το 20% παίρνει από 1.000 έως 1.200 ευρώ. Μια αγγελία για συνοδό σε σχολικό λεωφορείο με μισθό 900 ευρώ (μεικτά) τον μήνα σε λίγη ώρα είχε πάνω από 400 σχόλια από ενδιαφερομένους που δημοσιοποιούσαν τη διαθεσιμότητά τους. Τα περισσότερα από τα σχόλια φανέρωναν από αγωνία έως απελπισία.
Για έναν άνεργο η αναζήτηση δουλειάς είναι ψυχολογικά κυρίως επίπονη. Καθημερινά ελέγχει όλα τα σχετικά γκρουπ στο Facebook, κατεβάζει εφαρμογές, στέλνει μηνύματα σε φίλους και γνωστούς, βιογραφικά, συστατικές επιστολές… Τις περισσότερες φορές χωρίς απάντηση ή με το γνωστό «θα σας ειδοποιήσουμε». Οταν τα οικονομικά και χρονικά περιθώρια στενεύουν, λιγοστεύει και η ψυχραιμία, η αυτοπεποίθηση και το καθαρό μυαλό. Ετσι, φτάνουμε στα μηνύματα απελπισίας τύπου «Ψάχνω οποιαδήποτε δουλειά, άμεσα», «Εχω οικογένεια, χρειάζομαι δουλειά», «Θέλω πολύ αυτή τη δουλειά, το τηλέφωνό μου είναι…».
Ο κ. Χριστόφορος Τσάτσος μαζί με έναν φίλο του είναι από εκείνους που έχουν φτιάξει ένα από τα μεγαλύτερα γκρουπ στο Facebook με αγγελίες εργασίας (προσφοράς και ζήτησης). Οπως μας λέει, το ξεκίνησαν στο 2014 ύστερα από τη δική τους εμπειρία ανεργίας. Σήμερα αριθμεί περισσότερα από 150.000 μέλη. Ολα αυτά τα χρόνια παρατηρεί ότι ο αριθμός των ανθρώπων που ψάχνουν απεγνωσμένα εργασία και δεν τους νοιάζει η δημόσια έκθεση είναι σταθερά μεγάλος. Είναι βέβαιος πως αυτή η έκθεση της απόγνωσης είναι αποτρεπτική για έναν εργοδότη. Οι πιθανότητες να βγει κάποιος δουλειά σχολιάζοντας κάτω από μια αγγελία και όχι στέλνοντας κάποιο μήνυμα, όπως συνήθως ζητείται, είναι μηδαμινές. Παρ’ όλα αυτά βλέπει το φαινόμενο να μην κοπάζει. Υπάρχουν άνθρωποι, μας αναφέρει, που ψάχνουν δουλειά για μήνες και στέλνουν μηνύματα σχεδόν σε ό,τι θέση βγαίνει. Θεωρεί ότι είναι σημαντικό κάποιος να μπορέσει να καθοδηγήσει και να βοηθήσει αυτούς τους ανθρώπους για να βρουν μια δουλειά στην οποία μπορούν να αντεπεξέλθουν.
Οι άνθρωποι που κάνουν έκκληση
Μία από τις ενδιαφερόμενες που είδαμε να σχολιάζει σε τέτοιες αγγελίες είναι η Κατερίνα Κόκκορη. Ετών 41, μητέρα τριών παιδιών. Ψάχνει εδώ και τρεις μήνες να κάνει κάποια δουλειά τις ώρες που τα παιδιά της πηγαίνουν στο σχολείο για να συμπληρώσει το οικογενειακό εισόδημα, αφού μόνο ο μισθός του συζύγου της πλέον δεν αρκεί και τα βγάζουν πέρα δύσκολα.
Από την άλλη, η Λέτα Νταρζάνου, που κι εκείνη δηλώνει διαθεσιμότητα για απογευματινή εργασία, είναι φοιτήτρια: «Αν δεν βρω κάποια δουλειά μέχρι το τέλος του χρόνου, θα πρέπει να γυρίσω στο πατρικό μου σπίτι στον Πύργο. Οι γονείς μου δεν έχουν τη δυνατότητα να μου στέλνουν πάνω από 400 ευρώ τον μήνα. Με αυτά τα λεφτά είναι αδύνατον να ζήσω και να σπουδάσω στην Αθήνα. Δεν φτάνουν ούτε για να καλύψω τα έξοδα του σπιτιού μαζί με το ενοίκιο» μας λέει.
Η κυρία Σόνια είναι 63 ετών. Ψάχνει απεγνωσμένα, μας λέει, εδώ και αρκετό καιρό. Εχει στο σπίτι τους ηλικιωμένους γονείς της και προσπαθεί να βρει κάποια δουλειά που μπορεί να κάνει εξ αποστάσεως. Παλαιότερα έκανε δακτυλογραφήσεις για ένα συμβολαιογραφικό γραφείο, αλλά αν φύγει από το σπίτι θα πρέπει να πληρώσει κάποιον άλλο για να προσέχει και να φροντίζει τους γονείς της. Η μητέρα της έχει άνοια.
Αυτές είναι μόνο τρεις από τις εκατοντάδες περιπτώσεις που εντοπίσαμε να δηλώνουν διαθεσιμότητα σε αγγελίες στα δεκάδες γκρουπ του Facebook, που αριθμούν ως και εκατοντάδες χιλιάδες ακολούθους. Η δημόσια έκθεση σίγουρα δεν είναι η ενδεδειγμένη ανταπόκριση για μια θέση εργασίας, είναι όμως μια κραυγή αγωνίας σε μια κοινωνία που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει την ανεργία ως «στίγμα», ταυτίζοντας συχνά την ανθρώπινη αξία με την επαγγελματική παραγωγικότητα.