Η Γενιά Χ κρατά το τιμόνι της αγοράς

Το ένα τέταρτο της καταναλωτικής δαπάνης στην Ελλάδα κρατά στα χέρια της η Γενιά Χ (σήμερα 45-60 ετών), διαμορφώνοντας τις συνθήκες στην αγορά αλλά και τα καταναλωτικά πρότυπα. Η έκθεση με τίτλο «The X Factor: Πώς η Γενιά Χ οδηγεί αθόρυβα τρισεκατομμύρια σε καταναλωτικές δαπάνες» αποκαλύπτει ότι οι έλληνες καταναλωτές της Γενιάς Χ τζιράρουν το 25% της συνολικής κατανάλωσης στη χώρα – ποσοστό ελαφρώς υψηλότερο από τον παγκόσμιο μέσο όρο. Μάλιστα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, προβλέπεται ότι η γενιά αυτή θα αυξήσει τις δαπάνες της σε τρεις βασικές κατηγορίες την επόμενη πενταετία: στα τρόφιμα και μη αλκοολούχα ποτά, στην ομορφιά και στα αλκοολούχα ποτά. Η έκθεση για τις καταναλωτικές δαπάνες ανά γενιά, εστιάζοντας στη Γενιά Χ – δηλαδή όσους γεννήθηκαν μεταξύ 1965 και 1980 –, πραγματοποιήθηκε από τη NielsenIQ (NIQ) σε συνεργασία με το World Data Lab (WDL) και δείχνει ότι «η Γενιά Χ στην Ελλάδα διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην καταναλωτική οικονομία», σημειώνει ο Βάιος Δημοράγκας, διευθύνων σύμβουλος της NIQ για Ελλάδα και Βουλγαρία.

Προτιμήσεις

Η έρευνα δείχνει ότι οι περισσότεροι Ελληνες, συμπεριλαμβανομένων των μελών της Γενιάς Χ, δεν είναι ιδιαίτερα πιστοί σε μεγάλες μάρκες, αφού μόνο το 30% δηλώνει ότι προτιμά να αγοράζει γνωστά brands, ενώ τέσσερις στους δέκα (40%) αγοράζουν απλώς αυτό που χρειάζονται χωρίς να δίνουν έμφαση στη μάρκα. Υπάρχει, φυσικά, και ένα ποσοστό της τάξης του 17% που επιλέγει μικρότερα brands, ποσοστό υψηλότερο από τον παγκόσμιο μέσο όρο (13%). Το βασικό χαρακτηριστικό της Γενιάς Χ στην Ελλάδα είναι ότι διατηρεί συντηρητική στάση απέναντι στα οικονομικά της, καθώς το 66% δηλώνει ότι έχει χρήματα μόνο για τα βασικά είδη. Επίσης, μόνο το 3% δηλώνει ότι μπορεί να ξοδεύει ελεύθερα, έναντι 11% των συνομηλίκων τους παγκοσμίως, ενώ απαντούν ότι είναι λιγότερο πιθανό να αγοράσουν premium προϊόντα σε σχέση με άλλες γενιές. Εντυπωσιακό είναι επίσης ότι η Γενιά Χ είναι ιδιαίτερα επιφυλακτική στην υιοθέτηση νέων τεχνολογιών σε σχέση με την υπόλοιπη ΕΕ. Είναι ενδεικτικό ότι μόνο το 13% επιτρέπει σε έξυπνες συσκευές να παραγγέλνουν αυτόματα προϊόντα (έναντι 35% παγκοσμίως), ενώ μόλις δύο στους δέκα (20%) χρησιμοποιούν wearables που παρακολουθούν αυτόνομα τη συμπεριφορά τους (έναντι 38% παγκοσμίως).