Η διαστρέβλωση της αλήθειας για το τέλος της ζωής απειλεί τη δωρεά οργάνων

Οι φόβοι για την ασφάλεια των ασθενών έχουν εξελιχθεί σε υπερβολική ανησυχία. Αν θέλουμε να σώσουμε ανθρώπους, οφείλουμε να αποκαταστήσουμε την ακρίβεια της πληροφόρησης.

Τον Αύγουστο, οι New York Times δημοσίευσαν άρθρο σύμφωνα με το οποίο η κυβέρνηση του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ επιχειρεί να «επανεξετάσει αυστηρά» το σύστημα μεταμοσχεύσεων οργάνων. Η εφημερίδα συνέδεσε την απόφαση αυτή με δική της προηγούμενη έρευνα, που υποστήριζε ότι Αμερικανοί ασθενείς κινδύνευσαν να πεθάνουν ώστε να ληφθούν τα όργανά τους.

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, μια γυναίκα υποτίθεται πως ήταν ακόμη ζωντανή τη στιγμή που οι γιατροί ξεκινούσαν τη χειρουργική αφαίρεση των οργάνων της. Σε άλλη περίπτωση, μια τεχνικός χειρουργείου δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη δουλειά της επειδή είδε έναν ασθενή «να δακρύζει και να κοιτάζει γύρω», λίγο πριν ο γιατρός τον καταστείλει και σταματήσει τη μηχανική υποστήριξη. Το άρθρο ισχυριζόταν επίσης ότι ενδείξεις ζωής αγνοήθηκαν σε ασθενείς που είχαν επιλεγεί για δωρεά οργάνων.

Σε καταστάσεις εγκεφαλικού θανάτου, η ιατρική απεικόνιση δείχνει πλήρη απουσία ροής αίματος προς τον εγκέφαλο, αποδεικνύοντας την οριστική παύση της λειτουργίας του.

Ζωή και θάνατος σε ασαφή όρια

Τα παραπάνω περιστατικά παρουσιάστηκαν ως αποδείξεις ύπαρξης σοβαρών ελλείψεων ασφαλείας στο σύστημα δωρεάς οργάνων. Αυτή η αφήγηση αναπαρήχθη άκριτα, τόσο σε συνεδρίαση του Κογκρέσου όσο και σε δημόσιες τοποθετήσεις εκπροσώπων όλου του πολιτικού φάσματος, από το MSNBC έως το Newsmax. Τον Σεπτέμβριο, το KFF Health News δημοσίευσε ακόμη μία ιστορία με παρόμοιο περιεχόμενο και τις ίδιες παρερμηνείες.

Ένα ανησυχητικό μοτίβο σχηματίζεται στη δημοσιογραφική κάλυψη αυτών των θεμάτων. Μια συζήτηση που μέχρι πρότινος στηριζόταν σε επιστημονική τεκμηρίωση και ιατρικο-νομικές αρχές, μετατρέπεται σταδιακά σε πολιτική αντιπαράθεση. Οι συνέπειες ήδη φαίνονται: ολοένα και περισσότεροι πολίτες διαγράφονται από τα μητρώα δωρητών.

Με δεδομένο ότι χιλιάδες ζωές εξαρτώνται από το σύστημα μεταμοσχεύσεων, είναι απαραίτητο να κατανοηθεί πώς τα πρόσφατα δημοσιεύματα διαστρέβλωσαν θεμελιώδη ζητήματα. Η διαδικασία της δωρεάς οργάνων είναι πολύπλοκη, ωστόσο η παρουσίασή της στα μέσα ενημέρωσης έχει δημιουργήσει σύγχυση και αδικαιολόγητο φόβο στο κοινό.

Από το 2020, περισσότεροι από 30.000 Αμερικανοί έχουν δωρίσει τα όργανά τους μετά από κυκλοφορικό θάνατο, πρακτική που αναπτύσσεται ως εναλλακτική της δωρεάς μετά από εγκεφαλικό θάνατο, όπου ο εγκέφαλος έχει πάψει να λειτουργεί αλλά τα υπόλοιπα όργανα διατηρούνται υγιή. Ο κυκλοφορικός θάνατος επέρχεται όταν η καρδιά σταματήσει να μεταφέρει αίμα στον εγκέφαλο και το σώμα, γεγονός που συμβαίνει στο 98% των ανθρώπινων θανάτων. Η μέθοδος αυτή έχει γνωρίσει θεαματική αύξηση τα τελευταία είκοσι χρόνια και καλύπτει πλέον σχεδόν το μισό των δωρεών οργάνων από αποβιώσαντες στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η ψευδαίσθηση του κινδύνου για τους δωρητές

Μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό, περίπου 0,3% όλων των θανάτων στις ΗΠΑ, καταλήγει σε δωρεά οργάνων, γεγονός που καθιστά τη διαδικασία εξαιρετικά σπάνια και πολύτιμη. Η δωρεά μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο όταν ο ίδιος ο ασθενής ή η οικογένειά του αποφασίσει τη διακοπή της μηχανικής υποστήριξης, εφόσον δεν υπάρχει πιθανότητα ανάρρωσης ή έχει διαπιστωθεί εγκεφαλικός θάνατος. Πρόκειται για απόφαση βαθιά προσωπική, την οποία λαμβάνει ο ίδιος ο ασθενής ή ο νόμιμος εκπρόσωπός του, συνήθως συγγενής πρώτου βαθμού. Από εκείνη τη στιγμή, για τους γιατρούς αλλάζει εντελώς το πλαίσιο ευθύνης: το καθήκον «να μη βλάψουν» σημαίνει να προστατεύσουν τον ασθενή από τον πόνο και την ταλαιπωρία κατά τη διαδικασία θανάτου.

Το άρθρο των New York Times υπονόησε ότι οι ασθενείς καταστέλλονται ή αποσυνδέονται από μηχανική υποστήριξη εξαιτίας της ιδιότητάς τους ως δωρητών. Στην πραγματικότητα, τα περισσότερα περιστατικά που περιγράφονται αφορούν πιθανές αστοχίες κατά τη διαδικασία διακοπής της υποστήριξης, όχι της δωρεάς. Επομένως, τα υποτιθέμενα λάθη θα συνέβαιναν ανεξάρτητα από τη δωρεά. Είναι εντυπωσιακό λάθος για ένα άρθρο που φέρει τίτλο «Η επιδίωξη περισσότερων μεταμοσχεύσεων θέτει τους δωρητές σε κίνδυνο».

Η διακοπή μηχανικής υποστήριξης είναι πάντοτε δύσκολη και ψυχοφθόρα για τους επαγγελματίες υγείας. Πολλοί βιώνουν εξουθένωση, μετατραυματικό στρες και ηθικά διλήμματα. Σε κάθε περιστατικό εμπλέκονται πολλές ειδικότητες και όχι όλοι οι συμμετέχοντες διαθέτουν πλήρη γνώση ή εμπειρία των διαδικασιών. Έτσι, όταν μια τεχνικός δήλωσε ότι αισθάνθηκε πως «συμμετείχε στο να σκοτώσει κάποιον», ανέδειξε πράγματι ένα πρόβλημα, όχι όμως εκείνο που υπέθετε το ρεπορτάζ.

Το φαινόμενο της αυτοανάνηψης

Ένα ζήτημα που αξίζει προσοχής είναι η ανάγκη ψυχολογικής υποστήριξης των επαγγελματιών που εμπλέκονται στη φροντίδα στο τέλος της ζωής. Ένα άλλο είναι η απουσία ενιαίων κανόνων μεταξύ των νοσοκομείων, γεγονός που καθιστά επιτακτική την τυποποίηση των διαδικασιών — κάτι εξαιρετικά δύσκολο στην πράξη.

Όσο για την πολύκροτη περίπτωση της γυναίκας που θεωρήθηκε ζωντανή τη στιγμή της αφαίρεσης των οργάνων, τα διαθέσιμα στοιχεία δεν επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο. Οι ειδικοί στους οποίους απευθύνθηκε η εφημερίδα μίλησαν για πιθανή πρόωρη διαπίστωση θανάτου, όχι για λανθασμένη. Τα δεδομένα δείχνουν ένα γνωστό, αν και σπάνιο, φαινόμενο, την αυτοανάνηψη (autoresuscitation), δηλαδή στιγμιαίες κινήσεις ή περιορισμένη καρδιακή δραστηριότητα που παρατηρούνται μετά την παύση της κυκλοφορίας. Οι γιατροί το αποκαλούν μερικές φορές «επαναζωογόνηση», όρος που χρησιμοποιήθηκε και στις ιατρικές αναφορές δύο ομάδων. Πρόκειται για διαφορετικά φυσιολογικά φαινόμενα που συχνά παρερμηνεύονται.

Μελέτη του 2021 στο New England Journal of Medicine εξηγεί ότι η αυτοανάνηψη δεν συνεπάγεται επιστροφή στη ζωή. Είναι μέρος της φυσικής διαδικασίας του θανάτου, όχι ανάσταση. Οι κινήσεις αυτές δεν επαρκούν για να διοχετευθεί αίμα στον εγκέφαλο, ούτε έχει υπάρξει ποτέ περίπτωση ασθενούς που να ανέκτησε συνείδηση μετά από τέτοιο επεισόδιο.

Εμπιστοσύνη και ευθύνη

Ένα σημείο του άρθρου που εύκολα παρερμηνεύεται είναι ότι οι γιατροί σταμάτησαν αμέσως τη διαδικασία μόλις παρατήρησαν το φαινόμενο. Αντί να σημαίνει σφάλμα, αυτό αποδεικνύει ότι το σύστημα λειτούργησε σωστά. Όταν εμφανίζεται το παραμικρό στοιχείο αμφιβολίας, η διαδικασία αναστέλλεται αυτομάτως.

Η αυστηρή αυτή πρακτική οδηγεί συχνά σε χαμένες ευκαιρίες δωρεάς, πράγμα που σημαίνει ότι κάποιοι ασθενείς στις λίστες αναμονής δεν θα λάβουν έγκαιρα μόσχευμα. Ωστόσο, ο λόγος που το σύστημα είναι σχεδιασμένο με τόση προσοχή είναι η διατήρηση της δημόσιας εμπιστοσύνης.

Πολλοί άνθρωποι που περιμένουν μεταμόσχευση έχουν αγωνιστεί να διαφυλάξουν αυτή την εμπιστοσύνη. Σήμερα όμως, η παραπληροφόρηση απειλεί να ακυρώσει χρόνια προόδου. Ο σπόρος της δυσπιστίας έχει ήδη φυτευτεί και, αν δεν υπάρξει υπεύθυνη δημοσιογραφία, μπορεί να ριζώσει για δεκαετίες.

Η δωρεά οργάνων είναι ένα θαύμα της ιατρικής και της ανθρώπινης αλληλεγγύης. Οφείλουμε να την προστατεύσουμε με σεβασμό και αλήθεια.

Επιμέλεια Κειμένου: Βίκυ Μπαφατάκη

Πηγή: https://undark.org