
Η επόμενη μεγάλη χρηματοοικονομική κρίση της Ευρώπης ίσως να μην ξεκινήσει από τον Νότο, όπως παλιά, αλλά από την καρδιά της ίδιας της Ένωσης: τη Γαλλία. Το Παρίσι, άλλοτε πρότυπο σταθερότητας και πολιτικής ισορροπίας, βρίσκεται πλέον αντιμέτωπο με μια εκρηκτική συσσώρευση χρέους που απειλεί να τινάξει στον αέρα τα δημοσιονομικά θεμέλια της Ευρωζώνης.
Η εικόνα είναι διπλά ανησυχητική: η δημόσια οφειλή της χώρας έχει εκτοξευθεί στο 115,6% του ΑΕΠ, ενώ τα ελλείμματα παραμένουν εκτός ελέγχου, φτάνοντας το 5,5% το 2025. Η κυβέρνηση Μακρόν, σε ένα κλίμα πολιτικής πόλωσης και κοινωνικής κόπωσης, αδυνατεί να επιβάλει μέτρα λιτότητας ή ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. Οι προϋπολογισμοί απορρίπτονται στη Βουλή, οι οίκοι αξιολόγησης –όπως η Fitch– υποβαθμίζουν τη χώρα, και τα ομόλογα της Γαλλίας έχουν φτάσει να κινούνται στα επίπεδα της Ιταλίας.
Ωστόσο, η πραγματική βόμβα δεν βρίσκεται στο κράτος, αλλά στον ιδιωτικό τομέα. Οι γαλλικές επιχειρήσεις έχουν συγκεντρώσει παθητικό που ξεπερνά το 200% του ΑΕΠ, το υψηλότερο ποσοστό παγκοσμίως, ενώ το συνολικό ιδιωτικό χρέος (εταιρειών και νοικοκυριών) ανέρχεται στο 276% του ΑΕΠ. Οι οικογένειες επίσης είναι βαριά επιβαρυμένες, με δανειακές υποχρεώσεις ίσες με το 71,8% του ΑΕΠ, δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη μετά το Ηνωμένο Βασίλειο.
Αθροιστικά, η δημόσια και ιδιωτική οφειλή της Γαλλίας αγγίζει πλέον το 389% του ΑΕΠ, ξεπερνώντας τις ΗΠΑ και τη Γερμανία και υπολειπόμενη μόνο της Ιαπωνίας. Μια κατάσταση που, όπως προειδοποιούν το ΔΝΤ και η Τράπεζα της Γαλλίας, εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους: οι επιχειρήσεις πνίγονται από τόκους, η ρευστότητα στερεύει, και η ανάπτυξη παραλύει.
Η ρίζα του προβλήματος βρίσκεται στην εποχή του «φθηνού χρήματος» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Από το 2014 και μετά, οι μεγάλες γαλλικές εταιρείες εκμεταλλεύτηκαν τα μηδενικά επιτόκια για να δανειστούν μαζικά και να χρηματοδοτήσουν εξαγορές και επεκτάσεις. Όταν όμως τα επιτόκια ανέβηκαν, οι ίδιες βρέθηκαν εκτεθειμένες σε υπερβολικό δανεισμό χωρίς αντίστοιχη κερδοφορία. Το αποτέλεσμα: μια οικονομία που στηρίζεται περισσότερο στον δανεισμό παρά στην παραγωγικότητα, όπως παραδέχεται και η ίδια η κεντρική τράπεζα της χώρας.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προειδοποιεί ότι αυτή η τάση μπορεί να οδηγήσει σε αλυσιδωτές επιπτώσεις: «Ένας υπερχρεωμένος ιδιωτικός τομέας σημαίνει ασθενέστερη επένδυση, χαμηλότερη απασχόληση και γενική υποβάθμιση της οικονομικής δραστηριότητας». Αν η Γαλλία δεν ελέγξει την κατάσταση, η κρίση δεν θα περιοριστεί στα σύνορά της.
Στην πραγματικότητα, ενώ χώρες όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία έχουν μειώσει αισθητά το χρέος των επιχειρήσεών τους τα τελευταία χρόνια, η Γαλλία ακολούθησε την αντίθετη πορεία: από 160% του ΑΕΠ το 2010, στο 205% σήμερα. Μια πορεία που, αν δεν ανακοπεί, μπορεί να αποτελέσει το επίκεντρο της επόμενης ευρωπαϊκής κρίσης – αυτή τη φορά, όχι από τον αδύναμο Νότο, αλλά από το οικονομικό και πολιτικό κέντρο της ίδιας της Ευρώπης.