Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη στις 2 Δεκεμβρίου 1944, ο Διονύσης Σαββόπουλος προέρχεται από μια οικογένεια με ρίζες από την Κωνσταντινούπολη και τη Φιλιππούπολη. Μεγάλωσε σε μια Ελλάδα που βρισκόταν υπό συνεχείς κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές, γεγονός που επηρέασε την καλλιτεχνική του πορεία.
Ξεκίνησε σπουδές στη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης, αλλά η κλίση του προς τη μουσική ήταν τόσο ισχυρή, που σύντομα εγκατέλειψε τον τομέα του δικαίου, για να αφοσιωθεί στη σύνθεση και την ερμηνεία μουσικής. Από τα πρώτα του βήματα στην Αθήνα, τη δεκαετία του 1960, ο Σαββόπουλος σύντομα κατέκτησε την ελληνική μουσική σκηνή με τη μοναδική του ικανότητα να συνδυάζει την ελληνική παράδοση με τα διεθνή μουσικά ρεύματα, όπως η αμερικανική μουσική και οι θρύλοι όπως ο Μπομπ Ντίλαν.
Τραγούδια-τομή στην ελληνική μουσική και ιστορικές συναυλίες
Το 1963 πρωτοπαρουσίασε τραγούδια που ερμήνευε ο ίδιος σε στίχους και μουσική δική του. Τα τραγούδια του συνιστούν τομή για την ελληνική μουσική, γιατί καθιέρωσαν στα νεότερα χρόνια ένα παμπάλαιο είδος που, πριν από τον Σαββόπουλο, ήταν ακατάτακτο και αταξινόμητο, συγχρονίζοντας έτσι το αίσθημα της ελληνικής παραδοσιακής τραγουδοποιίας με τα σύγχρονα παγκόσμια μουσικά ρεύματα.
Οι ερμηνείες και οι ενορχηστρώσεις του θεωρούνται μοναδικές και αξεπέραστες, ενώ τραγούδια του όπως τα «Φορτηγό», «Περιβόλι του τρελού», «Μπάλλος», «Βρώμικο ψωμί», «Ρεζέρβα» και «Τραπεζάκια έξω», όσα χρόνια κι αν περάσουν, παραμένουν άφθαρτα και πάντοτε επίκαιρα.
Επίσης, επέλεξε από την αρχή της καριέρας του να σκηνοθετεί ο ίδιος τις παραστάσεις του που έγιναν σημεία αναφοράς τόσο για τη θεατρικότητά τους όσο και για τους χώρους όπου παρουσιάστηκαν. Ο Σαββόπουλος ανακάλυπτε χώρους που είχαν άλλη χρήση, δημιουργούσε μουσικές σκηνές και τις διαμόρφωνε όπως εκείνος οραματιζόταν.
Αυτοδίδακτος και προικισμένος δημιουργός, εκπληκτικός περφόρμερ και αφηγητής, ο Σαββόπουλος εξέδωσε 14 κύκλους τραγουδιών σε δίσκους βινυλίου και ακτίνας, καθώς και ζωντανές ηχογραφήσεις εμφανίσεών του. Όλοι οι δίσκοι του κυκλοφορούν και στο εξωτερικό, παντού όπου υπάρχει ελληνισμός. Ταξίδεψε πολύ και έγραψε μουσική για τα θέατρα της Αθήνας, για την Επίδαυρο, αλλά και για τον κινηματογράφο, όπου κέρδισε βραβείο μουσικής για το Happy Day το 1976, αλλά αρνήθηκε να το παραλάβει.
Παρουσίασε στη δισκογραφία, ως μουσικός παραγωγός, νεότερους και πρωτοεμφανιζόμενους συναδέλφους του. Εξέδωσε πέντε βιβλία με στίχους, παρτιτούρες και κείμενά του. Τον Δεκέμβριο του 2003 κυκλοφόρησε την επιτομή του συνόλου των στίχων του, καθώς και δύο βιβλία αφιερωμένα στη ζωή και το έργο του από τον Κώστα Μπλιάτκα και τον Δημήτρη Καράμπελα. Είχε κατά καιρούς δικές του σειρές εκπομπών, τόσο στην τηλεόραση όσο και στο ραδιόφωνο. Μία από αυτές ήταν και το «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι».
ΤΙ ΕΛΕΓΕ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΡΙΕΡΑ ΤΟΥ
O Διονύσης Σαββόπουλος στην ομιλία του κατά την τελετή αναγόρευσης του σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στην αίθουσα Τελετών του ΑΠΘ, τον Νοέμβριο του 2017, αναφέρθηκε στη γέννηση του, μέσα στα «Δεκεμβριανά του 1944», όπου ένας ΕΛΑΣιτης με μια μοτοσικλέτα με καλάθι μετέφερε στο μαιευτήριο την ετοιμόγεννη, κυοφορούσα αυτόν, μητέρα του και στο πώς, ως νήπιο, πριν ακόμη αντιληφθεί το νόημα των λέξεων που άκουγε στο ραδιόφωνο, ένιωθε τη μουσικότητά τους.
«Η μουσική των λέξεων με επισκέφθηκε πριν από τις λέξεις, τότε δεν άκουγα παρά φωνήματα, τη σημασία των οποίων κατάλαβα σιγά – σιγά αργότερα … ποτέ μου δεν έγραψα στίχους χωρίς μουσική, ούτε ξέρω πώς να το κάνω αυτό… γράφω μουσική και στίχο σχεδόν ταυτόχρονα και μέσα μου προπορεύεται λιγάκι η μουσική και ο ρυθμός… Στη δουλειά μου, οι στίχοι και η μουσική είναι ένα. Και εάν υπάρχει ποίηση σε αυτά που κάνω, αυτά δεν βρίσκονται μόνο στα λόγια, αλλά στο τραγούδι, εν τω συνόλω… Άκουγα εντελώς διαφορετικά είδη μουσικής, μόνο που με τα χρόνια, ένας εσωτερικός θα έλεγα κρυφός, τεχνίτης τα σμίλευε, ένωνε τα διάφορα είδη δημιουργώντας ένα αμάγαλμα μια καινούργια μορφή. Ούτε εγώ ο ίδιος πια δεν ξέρω να ξεχωρίσω στα τραγούδια μου, ποιο είναι το λαϊκό στοιχείο, ποιο το ελαφρύ, ποιο το έντεχνο, ποιο το παλιό και πιο το νέο»» είχε αναφέρει στο παρελθόν ο αγαπημένος τραγουδοποιός.
Τον Σεπτέμβριο του 1983, ο Διονύσης Σαββόπουλος γιορτάζοντας τα 20 του χρόνια στο ελληνικό τραγούδι μετέτρεψε το Ολυμπιακό Στάδιο σε συναυλιακό χώρο. Η συναυλία, που συγκέντρωσε πάνω από 150.000 χιλιάδες άτομα, αποτελούσε την κορύφωση της περιοδείας «20 χρόνια δρόμος» που ξεκίνησε τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς και αποτυπώθηκε λίγο αργότερα και δισκογραφικά. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησαν τα «Τραπεζάκια έξω», με τραγούδια που έμειναν διαχρονικά και προμετωπίδα τους το περίφημο «Ας κρατήσουν οι χοροί».
ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΕΝΕΡΓΟΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Ήταν πολιτικά ενεργός σε όλη τη σταδιοδρομία του στη μουσική. Κατά τη διάρκεια της Χούντας φυλακίστηκε δύο φορές για τις πολιτικές του πεποιθήσεις, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1967. Για την περίοδο που βρισκόταν στη φυλακή είχε δηλώσει: «Έχω μείνει σε ένα κελί για πάρα πολύ καιρό. Μπορεί βέβαια να ήμουν στενεμένος, αλλά ένα φως μέσα μου έγραφε τραγούδια. Το τραγούδι “Δημοσθένους λέξις” γράφτηκε εκεί. Μάλιστα ο πρώτος τίτλος του τραγουδιού ήταν “Εμβατήριο για μετέωρο φυλακισμένο”. Ανακάτεψα εκ των υστέρων τον Δημοσθένη, για να ξεγελάσω την τηλεγοκρισία. Τους δούλεψα κανονικά! Δεν με επηρέασε η στενότις ή ο περιορισμός, πετούσα μέσα μου. Πάντα έφερνα εκείνο που συνέβη τότε και το ζούσα στο τώρα. Δεν πήγαινα στο παρελθόν. Έφερνα το παρελθόν στον παρόντα χρόνο».
Με το βιβλίο του «Γιατί τα χρόνια τρέχουν», το 2024, ο Σαββόπουλος τίμησε τα 80 του χρόνια, αφηγούμενος το πώς από τροβαδούρος για «τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα», μετατράπηκε σε εθνικό βάρδο.
Με την αυτοβιογραφία του απευθύνθηκε, μεταξύ άλλων, και σε εκείνους τους οποίους δυσαρέστησε κατά καιρούς ή και σε όσους τον πίκραναν, για να πει σε όλους «νερό κι αλάτι». Έχοντας πια περάσει στην αιωνιότητα, ο Διονύσης Σαββόπουλος ανακάλεσε τη δεκαετία του 1960 και τη Μεταπολίτευση, για να φτάσει μέχρι την ωριμότητά του.
Ανάμεσα στα πολλά, σημαντικά που οφείλουμε στον Διονύση Σαββόπουλο είναι η καθιέρωση ενός σπουδαίου Έλληνα ερμηνευτή και η δημιουργία ενός από τους πλέον σημαντικούς και επιδραστικούς δίσκους της ελληνικής δισκογραφίας.
Ο λόγος για τον αξέχαστο Νίκο Παπάζογλου και το θρυλικό άλμπουμ των Μανώλη Ρασούλη και Νίκου Ξυδάκη «Η εκδίκηση της γυφτιάς» μέσα από το οποίο γεννήθηκε ένα νέο είδος που συνδύαζε τον πρωτόγονο λαϊκό ήχο με τον λόγιο στίχο, σε τραγούδια όπως τα διαχρονικά πλέον «Κανείς εδώ δεν τραγουδά», «Τρελλή κι αδέσποτη» και «Κανείς εδώ δεν τραγουδά»
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ο ήδη καταξιωμένος και περιζήτητος την εποχή εκείνη Σαββόπουλος ζητά από τον ιδιοκτήτης της δισκογραφικής εταιρείας LYRA, Αλέκο Πατσιφά, μια χάρη: να βγάλει έναν δίσκο σε μια παρέα νέων καλλιτεχνών που τούς πιστεύει πολύ. Προθυμοποιείται μάλιστα να αναλάβει ο ίδιος την παραγωγή.
Είχε ήδη συνεργαστεί με τον Νίκο Παπάζογου και τον Μανώλη, Ρασούλη, το 1977, στους αριστοφανικούς «Αχαρνής» και τούς είχε συστήσει στον νεαρό συνθέτη Νίκο Ξυδάκη.
Ο Πατσιφάς δεν ενθουσιάστηκε ούτε με την ιδέα ούτε με τα τραγούδια αλλά δεν ήθελε να χαλάσει το χατίρι του Νιόνου οπότε είπε το «ναι» με βαριά καρδιά.
Οι ηχογραφήσεις θα γίνουν στο «Αγροτικό», το νέο στούντιο του Νίκου Παπάζογλου, στην Τούμπα της Θεσσαλονίκης, με τη με τη συμμετοχή του Δημήτρη Κοντογιάννη, της Σοφίας Διαμαντή και μουσικών από λαϊκά μαγαζιά της συμπρωτεύουσας, και θα κυκλοφορήσει τον Μάρτιο του 1978, με ένα εξώφυλλο φιλοτεχνημένο από τον στενό συνεργάτη και φίλο του Νιόνιου, Αλέξη Κυριτσόπουλο.
Η ανταπόκριση του κόσμου όμως δεν αφήνει πολλά περιθώρια για αισιοδοξία. Ο δίσκος δεν πουλάει γεγονός που κάνει έξαλλο τον Πατσιφά ο οποίος διαμηνύει στον Σαββόπουλο πως δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να ηχογραφήσει τα άλλα τραγούδια που είχαν ήδη έτοιμα οι φίλοι του.
Λίγο καιρό αργότερα όμως συμβαίνει κάτι εντελώς απρόσμενο. Μια φοιτήτρια, φίλη του Νίκου Παπάζογου τον καλεί να πάει στη Νομική να πει τα καινούργια του τραγούδια.
Μαγκωμένος εκείνος πηγαίνει, κι όταν ξεκινά να τραγουδά παίζοντας ταυτόχρονα και το μπαγλαμαδάκι του ακούει, έκπληκτος, όλο το αμφιθέατρο να τραγουδά μαζί του.
Η φήμη του δίσκου είχε διαδοθεί από στόμα σε στόμα στη νεολαία, τα διαφορετικά αυτά τραγούδια και οι ερμηνείες του Παπάζογλου τούς είχαν ενθουσιάσει.
Το γλέντι στη Νομική κρατά μέχρι το πρωί και μέσα στις επόμενες εβδομάδες η ζήτηση για την «Εκδίκηση της γυφτιάς» αυξάνεται κατακόρυφα.
Όταν βλέπει τις πωλήσεις, οι οποίες αγγίζουν τις 200.000 πωλήσεις, ο Πατσιφάς δεν πιστεύει στα μάτια του. «Πού χάθηκαν τα παιδιά; Πες τους να ‘ρθουν γρήγορα να ξαναμπούν στο στούντιο» λέει στον Σαββόπουλο. Για την ιστορία, ο επόμενος δίσκος τους ήταν «Τα δήθεν».
Κάπως έτσι γεννήθηκαν το νεολαϊκό τραγούδι και η «Σχολή της Θεσσαλονίκης» από τους κόλπους της οποίας βγήκαν, μεταγενέστερα, σημαντικοί τραγουδοποιοί και ερμηνευτές μεταξύ των οποίων ο Σωκράτης Μάλαμας, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ο Γιώργος Ζήκας, η Μελίνα Κανά και αρκετοί ακόμα.
Ο Σαββόπουλος είχε κάνει και πάλι το μουσικό θαύμα του!

The post Η ζωή και η καριέρα του Διονύση Σαββόπουλου appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.