
Νέα στοιχεία από την Αυστραλία τεκμηριώνουν ένα σταθερό, αυξανόμενο κόστος ακραίων καιρικών φαινομένων. Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις –και ιδίως οι ελληνικές των κλάδων τουρισμού, κατασκευών, αγροδιατροφής και logistics– καλούνται να ενσωματώσουν το ρίσκο της ζέστης και των υπόλοιπων φυσικών καταστροφών στον προϋπολογισμό και στις ασφαλίσεις τους. Το ΑΠΕ-ΜΠΕ συζήτησε για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής –και ιδίως την αύξηση της ζέστης– με τον Δρ Ανδρέα Φλουρή, καθηγητή Φυσιολογίας και διευθυντή του Εργαστηρίου Περιβαλλοντικής Φυσιολογίας FAME Lab του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Ο Δρ Φλουρής είναι Σύμβουλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για θέματα που αφορούν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην υγεία, την οικονομία και την αγορά εργασίας.
«Η συζήτηση για τη ζέστη έχει μετακινηθεί οριστικά από τη σφαίρα της “καιρικής ανωμαλίας” στην καρδιά της εταιρικής χρηματοοικονομικής» σχολιάζει ο Δρ Φλουρής. Συνεχίζοντας, εξηγεί ότι «η Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Αυστραλίας (Insurance Council of Australia) δημοσίευσε αυτή την εβδομάδα δεδομένα που δείχνουν ότι οι οικονομικές απώλειες της χώρας από ακραία καιρικά φαινόμενα ανέρχονται πλέον σε 4,5 δισ. δολάρια ετησίως, σχεδόν τριπλάσιες σε σχέση με τη δεκαετία του ’90. Μόνο το τελευταίο δωδεκάμηνο, οι ασφαλισμένες ζημιές στην Αυστραλία από τρεις μεγάλες φυσικές καταστροφές άγγιξαν τα 2 δισ. δολάρια. Αν διαιρέσουμε το κόστος ανά Αυστραλό, τη δεκαετία του ’90 πλήρωνε 67 δολάρια κάθε χρονιά, ενώ πλέον το κόστος αντιστοιχεί σε 193 δολάρια ανά έτος.»
Όμως, από ό,τι φαίνεται αυτό το ζήτημα υπάρχει και πιο κοντά μας, σε χώρες της Ευρώπης. Όπως αναφέρει ο Δρ Φλουρής, «παρόμοια στοιχεία βλέπουμε και σε ευρωπαϊκές χώρες. Τη δεκαετία του ’90, το μέσο ετήσιο κόστος ανά Γερμανό πολίτη ήταν 35 δολάρια, ποσό που πλέον έχει εκτιναχθεί στα 166 δολάρια. Αντίστοιχα αποτελέσματα δείχνει και η μελέτη SONAR 2025 της γνωστής εταιρείας Swiss Re, η οποία υπογραμμίζει ότι η υπερβολική ζέστη επιβαρύνει τις ασφάλειες σπιτιών, ζωής και υγείας, ενώ αυξάνει αποζημιώσεις από διακοπές ρεύματος, βλάβες υποδομών και εργατικά συμβάντα. Ταυτόχρονα, φαίνεται να υπάρχει αυξημένο ενδιαφέρον από τις επιχειρήσεις για παραμετρική ασφάλιση, ένα σχετικά νέο τύπο ασφάλισης όπου η διαδικασία αποζημίωσης βασίζεται σε μια παράμετρο ενεργοποίησης (π.χ., θερμοκρασία πάνω από τους 42 βαθμούς) ενός φυσικού συμβάντος. Σε χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας τέτοιου είδους ασφαλιστικά προϊόντα έχουν αρχίσει να γίνονται ιδιαίτερα δημοφιλή.»
Συνεχίζοντας, ο Δρ Φλουρής τονίζει πως «τα δεδομένα των ασφαλιστικών εταιρειών είναι άλλο ένα σύμπτωμα ενός μεγαλύτερου προβλήματος. Η κλιματική αλλαγή επηρεάζει όλες τις πτυχές της ζωής μας και αυτό πλέον δεν το βλέπουμε μόνο στις επιστημονικές μελέτες και τις δημοσιεύσεις, αλλά είναι πια ορατό στην καθημερινότητά μας. Βλέπουμε το επιχειρησιακό καντράν να αλλάζει από την υγεία στην παραγωγικότητα και στο κόστος κεφαλαίου». Ο ίδιος ήταν ο κύριος συντάκτης της έκθεσης που δημοσίευσαν από κοινού ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και ο Παγκόσμιος Μετεωρολογικός Οργανισμός για τις επιπτώσεις των υψηλών θερμοκρασιών στην αποδοτικότητα των εργαζομένων αλλά και στην υγεία τους. Όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Δρ Φλουρής, «η παραγωγικότητα ενός εργαζομένου μειώνεται κατά 2,3% για κάθε βαθμό κελσίου πάνω από τους 19 βαθμούς. Αυτό μεταφράζεται σε τεράστια κόστη για τις επιχειρήσεις γιατί σημαίνει ότι ο μέσος εργαζόμενος μπορεί να αποδώσει το 75% της παραγωγικότητάς του όταν η θερμοκρασία είναι 30 βαθμοί κελσίου – δηλαδή σε μια τυπική ημέρα στη χώρα μας από τα τέλη Μαΐου μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου. Αν μάλιστα η θερμοκρασία ξεπεράσει τους 36 βαθμούς, κάτι πολύ συχνό στο ελληνικό καλοκαίρι, οι εργαζόμενοι αποδίδουν κάτω από το 60% της δυναμικότητάς τους. Αυτό σημαίνει ότι μια επιχείρηση με 8 εργαζομένους αποδίδει όσο μια επιχείρηση με λιγότερους από 5 εργαζομένους. Αυτά τα δεδομένα έχουν μεγάλη σημασία και για την ελληνική οικονομία. Συνολικά, η μείωση της παραγωγικότητας που προκαλεί η ζέστη κοστίζει στη χώρα μας 3.2 δισ. ευρώ ανά έτος και αυτό θα αυξηθεί σταδιακά στα 5.5 δισ. ευρώ ανά έτος μέχρι το 2060. Σε πρόσφατη έκθεσή της, η ασφαλιστική εταιρεία Allianz εκτίμησε ότι οι φετινοί καύσωνες αφαίρεσαν έως και 0,5 ποσοστιαίες μονάδες από το ΑΕΠ της Ευρώπης, με μεγαλύτερο πλήγμα στον ευρωπαϊκό Νότο.»
Τί σημαίνουν όμως όλα αυτά για τις ελληνικές επιχειρήσεις και πώς μπορεί να μετριαστεί το πλήγμα στην ελληνική οικονομία; Όπως αναφέρει ο Δρ Φλουρής, «είναι απαραίτητο να φτιάξουμε μια σειρά από λύσεις που να μετατρέπουν τη ζέστη από ασαφή απειλή σε διαχειρίσιμο, τιμολογημένο ρίσκο. Πυρήνας πρέπει να είναι ένα “Heat-VaR” σε ορίζοντα 10-20 ημερών, το οποίο να αποτυπώνει (α) την έκθεση (ημέρες με ΘΥΒΜΑΣ – δηλαδή, θερμοκρασία υγρού βολβού και μαύρου σφαιριδίου – πάνω από συγκεκριμένα όρια ανά τοποθεσία και βάρδια), (β) την ευπάθεια (ποσοστό χειρωνακτικών/υπαίθριων ωρών, βαθμός εγκλιματισμού, σκίαση, ενυδάτωση), και (γ) την επίπτωση στην παραγωγικότητα. Έτσι, η ζέστη θα μεταφράζεται σε διακύμανση στα κέρδη προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων (EBITDA) και σε απαιτήσεις ρευστότητας. Στη συνέχεια είναι σημαντικό η κάθε επιχείρηση να ορίσει σαφείς στόχους (KPIs), για παράδειγμα “ώρες εργασίας που σώζονται”, “αριθμός ασφαλιστικών απαιτήσεων”, “μείωση ατυχημάτων”, “κόστος ανά μονάδα προϊόντος με συντελεστή τη ζέστη” και “κόστος/κέρδος επένδυσης για την αντιμετώπισης της ζέστης”. Αυτοί οι στόχοι θα πρέπει να ενσωματώνονται στον ετήσιο προϋπολογισμό και στις ανανεώσεις ασφαλίσεων. Στις συμβάσεις προμηθευτών να εισάγονται ρήτρες ΘΥΒΜΑΣ με προκαθορισμένα “όρια” (παύση εργασίας ή αναδιάρθρωση βαρδιών, επιβράδυνση ρυθμού, πρόσθετα μέτρα) και υποχρεωτικά ημερολόγια συμμόρφωσης. Τέλος, συμπληρωματικά προς τις κλασικές καλύψεις, να υιοθετηθεί παραμετρική ασφάλιση με όρια ΘΥΒΜΑΣ που να εκταμιεύει αυτόματα όταν ξεπεραστούν τα όρια, σταθεροποιώντας τη ρευστότητα. Ως πακέτο πολιτικής, οι τέσσερις αυτοί άξονες δημιουργούν γραμμή άμυνας και απόδοσης: λιγότερες απώλειες παραγωγικότητας, χαμηλότερες ασφαλιστικές απαιτήσεις, καλύτερη εκτίμηση χρηματοοικονομικού κινδύνου και, εν τέλει, μειωμένο κόστος κεφαλαίου.»