ΔΕΝ ΝΟΜΙΖΩ να περνάει απαρατήρητος, να είναι άγνωστος και μη επιδραστικός στην καθημερινότητα, στις μεγάλες και μικρές χαρμολύπες μας, ο στίχος, η σύνθεση, η μέθεξη και η όλη δημιουργία των κυμάτων του.
Είναι ένα ωστικό, νηφάλιο, δυνατό και πολύχρωμο, μα και ποικίλων ρυθμών σύνολο τα δημιουργήματά του.
Ο αγαπητός Νιόνιος, με τις τιράντες, το χαμόγελο και τη λαλιά του, είναι εν διαρκεία παρών.
Άφησε έργο που αγγίζει κάθε ψυχή, εντός και εκτός συνόρων.
Ο λόγος, φυσικά, για τον Διονύση Σαββόπουλο, που, αν και έφυγε από ετούτα εδώ τα χώματα, τον ουρανό και τη θάλασσα, βρίσκεται με “Τα Τραπεζάκια του Έξω”, με τον “Μπάλο”, με το “Ζεϊμπέκικο”, το “Βρώμικο Ψωμί”, τους “Αχαρνείς”, τον “Καραγκιόζη”, το “Καλοκαίρι”, το “Εμείς του Εξήντα οι Εκδρομείς”, τους “Κωλοέλληνες”, αλλά και με τα “Χρόνια που περνάνε χύμα”, το “Ζήτω το Ελληνικό Τραγούδι”…, σε άλλες σφαίρες και διαστάσεις του σύμπαντος χωροχρόνου.
Επιδραστικός και μοναδικός συνθέτης, λάτρης των λέξεων και των μελωδιών τους, ταξίδεψε, πότισε, χόρεψε, κριτίκαρε, άκουγε γενιές και γενιές –τις αγωνίες, τα πάθη και τα λάθη τους– και τα έκανε ένα μεγάλο περιβόλι με νότες, μυρωδιές από εικόνες και ιστορία.
Μα και τους δικούς του μύθους και αλήθειες, τα πρόσωπα που συνάντησε για δεκαετίες στην πορεία του, τα έκανε – τα έπλασε – τραγούδι.
Ο αγαπημένος Νιόνιος βρίσκεται πια στο “εδώ” και το “αλλού” της ιστορίας μας.
Βουτάω σε μια θάλασσα –κύμα του γνώριμου δημιουργήματός του που φέρει τον τίτλο “Ζεϊμπέκικο?– κι εκεί, όπου ο καθένας και η καθεμιά, θα βρει ή θα αφουγκραστεί το φαίνεσθαι και το είναι του.
Ζωντανό σχολείο οι μελωδίες και ο λόγος του.
Λίγο η Μεταπολίτευση, λίγο η μετανάστευση, οι αποδημίες παντός τύπου, λίγο το βάθος της ιστορίας του Μικρασιατικού Ελληνισμού, τα πολιτικά λάθη, ο συγκερασμός ροκ και παράδοσης, λίγο οι ζωές που αλλάζουν — όλα αυτά φτιάχνουν μια θάλασσα, ένα φως, κι ένα Ζεϊμπέκικο δυνατών κυμάτων, χρωμάτων, σταγόνων και ενδοσκόπησης.
Ένα έργο που χαράχτηκε μέσα μας δυνατά και απόλυτα — για πάντα και παντός καιρού.
Λέει, λοιπόν, ο Νιόνιος…:
Mε αεροπλάνα και βαπόρια
και με τους φίλους τους παλιούς
τριγυρνάμε στα σκοτάδια
κι όμως εσύ δε μας ακούς
Δε μας ακούς που τραγουδάμε
με φωνές ηλεκτρικές
μες στις υπόγειες στοές
ώσπου οι τροχιές μας συναντάνε
τις βασικές σου τις αρχές
Ο πατέρας μου ο Μπάτης
Ήρθε απ’ τη Σμύρνη το ’22
Κι έζησε πενήντα χρόνια
Σ’ ένα κατώι μυστικό
Σ’ αυτόν τον τόπο όσοι αγαπούνε
Τρώνε βρώμικο ψωμί
Κι οι πόθοι τούς ακολουθούνε
υπόγεια διαδρομή
Χθες το βράδυ είδα ένα φίλο
σαν ξωτικό να τριγυρνά
πάνω στη μοτοσικλέτα
και πίσω τρέχανε σκυλιά
Σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα
Βάλε στα ρούχα σου φωτιά
Βάλε στα όργανα φωτιά
Να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα
Η τρομερή μας η λαλιά…
The post Μια θάλασσα μικρή, με λυρισμό, σοφία και πάθος ιστορίας… appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.