Νύχτα τρόμου για πρώην ποδοσφαιριστή του ΠΑΟΚ – «Μπορεί να με απαγάγουν… θέλω να πάω σπίτι μου»

Ήταν 18 χρονών, γεμάτος όνειρα και φιλοδοξίες, όταν ο Ντίμιταρ Μπερμπάτοφ, ο οποίος πέρασε και από τον ΠΑΟΚ στα τέλη της καριέρας του, έφτασε μια ανάσα από κάτι που θα μπορούσε να σημαδέψει για πάντα την καριέρα και τη ζωή του. Σε μια συνέντευξη που έδωσε πρόσφατα, ο Βούλγαρος πρώην επιθετικός άνοιξε την καρδιά του και περιέγραψε μια νύχτα τρόμου που ποτέ δεν θα ξεχάσει.

Τότε αγωνιζόταν στην ΤΣΣΚΑ Σόφιας, μια ομάδα που τον είχε ήδη βάλει στον ποδοσφαιρικό χάρτη της χώρας. Μετά από μια προπόνηση, ένας συμπαίκτης του, με το πιο φιλικό χαμόγελο που μπορούσε να δείξει, του πρότεινε να τον γυρίσει σπίτι. Ο Μπερμπάτοφ, αθώος και ανυποψίαστος, μπήκε στο αυτοκίνητο, χωρίς να φαντάζεται τι τον περίμενε.

Αντί για το σπίτι του, το αυτοκίνητο τον οδήγησε σε ένα εστιατόριο, όπου γύρω από τα τραπέζια κάθονταν άνδρες που έμοιαζαν με μπράβους. Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη. Ο Μπερμπάτοφ βρέθηκε αντιμέτωπος με απειλές: του ζήτησαν να αφήσει την ομάδα του και να ακολουθήσει τα σχέδιά τους – σχέδια που υπαγορεύονταν από τον Γκεόργκι Ιλίεφ, έναν ισχυρό και επικίνδυνο γκάνγκστερ της εποχής.

Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Η φωνή του πατέρα του στο τηλέφωνο ήταν η μόνη σωσίβια λέμβος. Με ένα καίριο τηλεφώνημα, ο πατέρας του έφτασε εγκαίρως και τον παρέλαβε, αποτρέποντας μια απαγωγή που θα μπορούσε να είχε καταστρέψει όχι μόνο την καριέρα του, αλλά και τη ζωή του.

Η ανατριχιαστική ιστορία του Μπερμπάτοφ

«Δεν είχα αυτοκίνητο. Έτσι, ένας συμπαίκτης μου μετά την προπόνηση μου είπε: “Έλα μαζί μου, πρέπει να σε πάω σε έναν φίλο μου”. Ήμουν λίγο αφελής, φυσικά. Ίσως τον εμπιστεύτηκα επειδή παίζαμε στην ίδια ομάδα. Μπήκα λοιπόν στο αυτοκίνητό του. Με οδήγησε σε ένα εστιατόριο.

Σε ένα τραπέζι καθόταν μόνος του ένας άνδρας. Και στα άλλα τρία τραπέζια υπήρχαν μεγάλοι, επιβλητικοί τύποι, κλασικοί Βαλκάνιοι, που έδειχναν τρομακτικοί. Ο φίλος που με είχε φέρει εκεί μου είπε: “Πήγαινε εκεί, κάτσε, θα σε δω μετά.” Και ο άνδρας που καθόταν μόνος του πρόσθεσε: “Έλα, κάτσε εδώ.”

Κάθισα και σκέφτηκα μέσα μου: “Τι συμβαίνει; Τι γίνεται εδώ; Πρέπει να πάρω τον πατέρα μου, πρέπει να πάρω τον πατέρα μου.”

Ο άνδρας άρχισε να μιλάει: “Ξέρεις πώς με φωνάζουν;” Στα αγγλικά μάλλον θα μπορούσε να μεταφραστεί ως “με φωνάζουν ο Μάγειρας”.

Εγώ απλώς σκέφτηκα: “Εντάξει.” Και συνέχισε: “Ξέρουμε για σένα. Πρέπει να αλλάξεις ομάδα. Θέλουμε να έρθεις στην ομάδα μας. Πρέπει να σε πάρουμε.” Και του λέω: “Ναι, αλλά παίζω στην ΤΣΣΚΑ Σόφιας. Μου αρέσει εκεί.”

Και μου λέει: “Θα το κανονίσουμε. Μην ανησυχείς.” Οι άνδρες καθόταν εκεί και εγώ ένιωθα τρομοκρατημένος. Κάθισα εκεί δύο, τρεις ώρες και στο τέλος μου άφησαν να καλέσω τον πατέρα μου.

Οι γκάνγκστερ τελικά με άφησαν να φύγω και να πάω σπίτι. Σκεφτόμουν: “Τι στο καλό; Μπορεί να με απαγάγουν εδώ και δεν θέλω να πάω, θέλω να πάω σπίτι.” Και μου λένε: “Εντάξει, άσε να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε. Θα καλέσω τον άλλον.” Τελικά κάποιος κάλεσε κάποιον και οι μεγάλοι των δύο ομάδων βρήκαν τρόπο να με αφήσουν εκεί που ήμουν, να μην αλλάξω ομάδα.

Σε αυτή την κατάσταση, στα 18 μου, βλέποντας πώς γίνονταν τα πράγματα τότε στη Βουλγαρία, σκέφτηκα: “Αυτό είναι, ίσως με χτυπήσουν ή δεν ξέρω τι θα γίνει.” Κάποια από αυτά που περιγράφω μπορεί να σου φαίνονται απίστευτα, αλλά για μένα τότε ήταν απλώς μέρος της ζωής, τίποτα το εξαιρετικό.»