Πίνσα και ξερό ψωμί

Επειδή η πολιτική επικαιρότητα μοιάζει με μια φάρσα που δεν ξέρεις αν θα παραμείνει φάρσα ή θα εξελιχθεί σε φαρσοτραγωδία, λέω να ασχοληθώ με κάτι λιγότερο «σοβαρό» (συνειδητά τα εισαγωγικά) αλλά απολύτως πρακτικό. Εξάλλου από τις ειδήσεις που περνούσαν προχθές στις οθόνες μου, αυτή που τράβηξε περισσότερο την προσοχή μου ήταν η υπερψήφιση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τροπολογίας που απαγορεύει τη χρήση όρων όπως «veggieburger», «vegan sausage», «vegan steak» για εμπορικές ονομασίες προϊόντων που δεν έχουν βασικό συστατικό το κρέας. Αλλωστε ισχύει ήδη (και απορώ γιατί δεν έχει εφαρμοστεί ακόμη στη χώρα μας) το ότι όροι όπως «γάλα», «τυρί», «βούτυρο», «γιαούρτι» πρέπει να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά και μόνο για «προϊόντα που παράγονται από εκκρίσεις μαστικών αδένων». Δηλαδή αποχαιρετάμε το «γάλα βρόμης» και υποδεχόμαστε το «ποτό βρόμης».

Συγγνώμη που θα δυσαρεστήσω τους χορτοφάγους ή τους της υγιεινής διατροφής φίλους μου, αλλά καιρός ήταν. Την έχω πατήσει πολλές φορές, έτσι βιαστικά και άτσαλα που ψωνίζω στα σουπερμάρκετ. Να έχω αγοράσει μια συσκευασία που έγραφε πάνω ένα «milk» να! με το συμπάθιο και να πίνω ένα υγρό, κάτι μεταξύ υδραργύρου και βαζελίνης. Διότι ήταν βρομομίλκ, αμυγδαλομίλκ ή φουντουκομίλκ. Εχω αγοράσει τυρί σε φέτες συσκευασμένο και, όταν το άνοιξα, γεύτηκα έναν συνδυασμό πατάτας και τσιμεντοκονίας. Διότι το τυρί ήταν, λέει, νηστίσιμο. Τζίζους! Και να μη μιλήσω για τους κεφτέδες από φακές και τα μελομακάρονα από ρεβίθια που έχω αγοράσει επειδή δεν έχω προσέξει το σηματάκι με το πράσινο φύλλο (σήμανση των φυτικών προϊόντων) σε μια γωνιά της συσκευασίας. «Μα δεν καταλαβαίνεις τη διαφορά», μου λέει η υγιεινίστρια φίλη μου. Ναι, αλλά εγώ, καθότι φαγού, έχω εκπαιδευμένους γευστικούς κάλυκες. Τόσες δεκαετίες έχουν, για παράδειγμα, εντρυφήσει στη συστηματική κατανάλωση γαλακτομπούρεκου και θα περάσει κάτω από τα ραντάρ τους ότι η κρέμα είναι φυτική και χωρίς ζάχαρη;

Και από την άλλη έχουμε ένα σωρό καινούργια προϊόντα που δεν καταλαβαίνω αν είναι όντως καινούργια ή παλιά με καινούργιες ονομασίες. Πριν από δύο μήνες, σε σουπερμάρκετ πόλης της περιφέρειας, καθώς στεκόμουν μπροστά στα προϊόντα άρτου, μια κυρία μού υπέδειξε «πίνσα να πάρετε οπωσδήποτε, πίνσα». Και την πήρα, άλλωστε τη σερβίρουν τα τελευταία χρόνια στα ιταλικά εστιατόρια. Και δεν ήξερα τι να την κάνω διότι είναι σαν ζύμη πίτσας αλλά δεν είναι και ακριβώς πίτσα, τι είναι δεν έχω καταλάβει. Και τις επόμενες μέρες συνειδητοποίησα – από τις διαφημίσεις στο Διαδίκτυο – ότι πολλές ελληνικές αρτοποιίες παράγουν πλέον ζύμη πίνσας (μην ανοίξω το κεφάλαιο φοκάτσα), ενώ την έχουν στο μενού τους συνοικιακές πιτσαρίες της περιφέρειας. Απορώ δηλαδή πώς ζούσαμε τόσα χρόνια χωρίς πίνσα.

Ηθικές σαλάτες και έντιμοι κεφτέδες

Γράφω στην αρχή του κειμένου ότι «δραπετεύω» από την πολιτική και κοινωνική ειδησεογραφία διαβάζοντας γαστρονομικά νέα. Λάθος. Το φαγητό ήταν ανέκαθεν ένας καθρέφτης των κοινωνικών τάσεων. Η λεγόμενη ελληνική αστική τάξη καθιερώθηκε πρώτα στις κουζίνες απ’ όπου εκτοπίστηκαν οι παραδοσιακές πίτες και τα «χωριάτικα» φαγητά, όπως ο τραχανάς, και εγκαταστάθηκαν οι «κομψές» μπεσαμέλ και τα «σοφιστικέ» ογκρατέν του Τσελεμεντέ και της Παραδείση.

Τα χρόνια του μεγάλου οικονομικού ελληνικού πάρτι καταχωρίστηκαν στα αρχεία της συλλογικής μας μνήμης και της Ιστορίας ως «η εποχή της αστακομακαρονάδας». Και όταν φτωχύναμε, το γαστρονομικό μάρκετινγκ επανέφερε τον τραχανά ως τραχανότο, έβαλε στο τραπέζι μας προβατίνες και κατσικομακαρονάδες, μύρισε η κουζίνα μας θυμάρι και το ψυγείο «τίμιο» φαγητό. Διότι στην εποχή της επιτηδευμένης αυθεντικότητας τα φαγητά απέκτησαν ηθικές αρχές. Βλέπω σε κριτικές εστιατορίων αναφορές σε «ηθικές» σαλάτες και «έντιμους» κολοκυθοκεφτέδες λόγω της εποχικότητας των υλικών, αρχαίων σπόρων και άλλα τέτοια, τόσο δήθεν τελικά όσο και η πάλαι ποτέ αστακομακαρονάδα.