
Η αβεβαιότητα των δασμών, ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία και οι αλλαγές που ετοιμάζουν ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως η Γερμανία και η Γαλλία, στις αμυντικές και άλλες δαπάνες αποτελούν τους τρεις βασικούς παράγοντες που επηρεάζουν τις προοπτικές ανάπτυξης στην Ευρωζώνη.
Εν μέσω των προκλήσεων, νέα έκθεση του γερμανικού οίκου Berenberg αναθεωρεί προς τα κάτω τις προβλέψεις για ανάπτυξη το 2026 στη ζώνη του ευρώ, αλλά την ίδια στιγμή ανεβάζει τον πήχη για όλο το 2025.
Ο οίκος προβλέπει για το 2026 ανάπτυξη 1,1% για την ευρωζώνη και τη μεγαλύτερη οικονομία της, τη Γερμανία. Το Μάρτιο η Berenberg προέβλεπε ανάπτυξη 1,3% για τη Γερμανία και 1,5% για την Ευρωζώνη.
Για το 2025 προβλέπεται ανάπτυξη 0,3% για τη Γερμανία από 0,1% που προβλεπόταν αρχικά και ανάπτυξη 1,3% για την Ευρωζώνη από 1% που προβλεπόταν προηγουμένως.
Για το 2027 η Berenberg προβλέπει ανάπτυξη 1,5% για την Ευρωζώνη και 1,4% για τη Γερμανία.
Αυτό το διάστημα ουσιαστικά η Ευρωζώνη κι όλη η Ευρώπη βρίσκονται σε σταυροδρόμι εν μέσω οικονομικών, πολιτικών και γεωπολιτικών εξελίξεων, πολλές από τις οποίες μεταβάλλονται συνεχώς.
«Ο παράγοντας Τραμπ»
Με τους δασμούς 15% που έχει επιβάλλει ο Τραμπ στις περισσότερες εισαγωγές των ΗΠΑ από την ΕΕ έχει δημιουργηθεί ανησυχία που πλήττει την εμπιστοσύνη. Οι δασμοί και η εμπορική αβεβαιότητα βλάπτουν τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την παγκόσμια οικονομία γενικότερα, αναφέρει στην έκθεση ο επικεφαλής Οικονομολόγος της Berenberg, Χόλγκερ Σμίντινγκ.
Αλλά καθώς ο Τραμπ επιβάλλει ακόμη υψηλότερους δασμούς στις περισσότερες άλλες χώρες από ό,τι στις εισαγωγές από την ΕΕ, τουλάχιστον η σχετική ανταγωνιστική θέση των εξαγωγέων της ΕΕ στην αγορά των ΗΠΑ πιθανότατα έχει βελτιωθεί ελαφρώς. Αυτό περιορίζει τη ζημιά για την Ευρώπη. Επίσης, η στροφή του Τραμπ αμέσως μετά τις ανακοινώσεις του για τους υψηλούς δασμούς στις 2 Απριλίου, που προκάλεσαν αναταραχή στην αγορά ομολόγων, υποστηρίζει την άποψη ότι ο Τραμπ θα συνάψει και θα εφαρμόσει εμπορικές συμφωνίες αντί να επιδεινώσει τη ζημιά ακόμη περισσότερο, εκτιμάται.
Ο παράγοντας Ουκρανία
Παράγοντες της αγοράς και όχι μόνο δηλώνουν επίσης απογοητευμένοι που ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν έχει σταματήσει και που η Ευρώπη δεν έχει ξεκινήσει τις φθηνές εισαγωγές ενέργειας από τη Ρωσία.
Κάτι τέτοιο δεν ήταν πιθανό όμως να γίνει, έχει αναφέρει η Berenberg. Πρώτον, επειδή ούτε ο Τραμπ ούτε η Ευρώπη ασκούν επαρκή πίεση στον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν να αλλάξει τον υπολογισμό του και να συμφωνήσει σε διατηρήσιμη ανακωχή. Δεύτερον, η Γερμανία δεν θα άνοιγε ξανά τους αγωγούς Nordstream για φθηνό φυσικό αέριο από τη Ρωσία, ακόμη και αν ο Πούτιν σταματούσε τον πόλεμο.
Μια τροφοδοσία της ρωσικής στρατιωτικής μηχανής με επιπλέον έσοδα από τις πωλήσεις φυσικού αερίου μέσω αγωγών στην Ευρώπη θα αποτελούσε «αυτογκόλ», όπως χαρακτηρίζεται για τη Γερμανία. Ουσιαστικά θα ανάγκαζε τη Γερμανία και γειτονικές χώρες να ξοδέψουν πολύ περισσότερα για την περαιτέρω ενίσχυση της άμυνάς τους έναντι πιθανής ρωσικής επιθετικότητας, από όσα θα μπορούσαν να εξοικονομήσουν αποκτώντας φθηνότερη ενέργεια όπως εκτιμάται.
Οι δημοσιονομικές δαπάνες της Γερμανία
Με τη μεταρρύθμιση του φρένου χρέους η Γερμανία έχει δημιουργήσει δημοσιονομικό χώρο για να επεκτείνει τις αμυντικές και επενδυτικές της δαπάνες κατά περίπου 2,5% του ΑΕΠ σε σχέση με το προηγούμενο βασικό σενάριο. Η εκτίμηση του οίκου είναι ότι η Γερμανία θα προχωρήσει σε τέτοια κίνηση σε διάστημα πέντε ετών από τα τέλη του 2025 και μετά, με περισσότερο από το 50% των επιπλέον δαπανών να προορίζονται για την άμυνα.
«Επειδή ένα μέρος των χρημάτων θα οδηγήσει σε υψηλότερες τιμές αντί για περισσότερη παραγωγή και ένα μέρος των αμυντικών δαπανών θα χρειαστεί αρχικά για την αγορά όπλων από τις ΗΠΑ για την Ουκρανία, συνεχίζουμε να προβλέπουμε ότι οι επιπλέον γερμανικές δαπάνες θα ενισχύσουν την πραγματική αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες για τα επόμενα χρόνια. Αυτό μπορεί να αυξηθεί περισσότερο εάν και όταν χαλαρώσουν οι εγχώριοι περιορισμοί στην παραγωγική ικανότητα», προστίθεται.