Στροφή στα τυποποιημένα τυροκομικά

Αλλάζουν οι καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων στα τυριά καθώς εκτός της φέτας, που συνεχίζει να αποτελεί τoν πρωταγωνιστή στο τραπέζι, αυξάνεται η κατανάλωση και άλλων ειδών, όπως και οι επιλογές τους ανάμεσα σε χύμα και τυποποιημένα τυριά. Την ίδια στιγμή η εξάπλωση της ευλογιάς συνεχίζει να προβληματίζει τους τυροκόμους, καθώς η μείωση του ζωικού κεφαλαίου περιορίζει και τις ποσότητες του γάλακτος που παραδίδονται θέτοντας σε κίνδυνο τις εξαγωγές φέτας και άλλων τυροκομικών προϊόντων από αιγοπρόβειο γάλα.

Αύξηση της κατανάλωσης καταγράφεται στην αγορά τυροκομικών, με τις πωλήσεις φέτας σε όγκο το πρώτο εξάμηνο του 2025 να έχουν αυξηθεί κατά 2,5% και σε αξία κατά 0,8% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2024. Μάλιστα, αν τα προηγούμενα χρόνια τα χύμα προϊόντα ήταν η πρώτη επιλογή των ελλήνων καταναλωτών, την τελευταία διετία υπάρχει μια εμφανής μετατόπιση στα τυποποιημένα προϊόντα. Είναι ενδεικτικό ότι το 2024 οι πωλήσεις χύμα φέτας παρουσίασαν μείωση κατά -2,8% (179 εκατ. ευρώ οι πωλήσεις της), αντίθετα οι πωλήσεις τυποποιημένης φέτας αυξήθηκαν κατά 7,1% (79,7 εκατ. ευρώ), με την ίδια εικόνα να εμφανίζεται και το πρώτο εξάμηνο του 2025.

Το πρώτο εξάμηνο του 2025 οι πωλήσεις τυποποιημένης γραβιέρας αυξήθηκαν κατά 37,8%, ενώ της χύμα μόλις 6,6%, οι πωλήσεις τυποποιημένων προϊόντων κεφαλογραβιέρας ενισχύθηκαν κατά 21%, ενώ οι χύμα πωλήσεις μειώθηκαν κατά -10,6%, ενώ για το πεκορίνο κατά 2,6% αυξήθηκαν οι πωλήσεις στα χύμα προϊόντα και κατά 26,9% στα τυποποιημένα. Σύμφωνα με στελέχη της αγοράς οι καταναλωτές στρέφονται σε τυποποιημένα προϊόντα για λόγους ευκολίας και καλύτερης συντήρησης, αλλά και στις μικρότερες ποσότητες ανά προϊόν που επιλέγουν να αγοράζουν σε κάθε επίσκεψή τους στο σουπερμάρκετ. Σύμφωνα με τον Νίκο Δραμινό, Sales and Marketing Manager της ΑΜΦΙΓΑΛ (Αγροτικός Συνεταιρισμός Αγρινίου), το τελευταίο διάστημα σημειώνεται στροφή του καταναλωτικού κοινού στα τυποποιημένα τυροκομικά, ενώ υπάρχει και υποχώρηση των τιμών λόγω προσφορών από τις επιχειρήσεις εξαιτίας του έντονου ανταγωνισμού που αναπτύσσεται μεταξύ των εταιρειών του κλάδου. Την τάση αυτή καταγράφει και ο διευθύνων σύμβουλος της αλυσίδας σουπερμάρκετ ΑΒ Βασιλόπουλος, ο οποίος εκτιμά ότι τα επόμενα χρόνια η αναλογία χύμα/ τυποποιημένων τυροκομικών θα ενισχυθεί ακόμα περισσότερο υπέρ των δευτέρων.

Την ίδια ώρα πάντως προβληματισμό στον κλάδο της τυροκομίας προκαλεί το θέμα της ευλογιάς, καθώς η μείωση του ζωικού κεφαλαίου οδηγεί σε μείωση των ποσοτήτων γάλακτος που παραδίδονται στα τυροκομεία. Οι τυροκόμοι ανά την Ελλάδα βλέπουν μείωση των ποσοτήτων γάλακτος που παραδίδονται, την ίδια ώρα που η ζήτηση βαίνει αυξανόμενη.

Σύμφωνα με τον Γιώργο Τσομπίκο, υπεύθυνο του τυροκομείου Αβέρωφ και διευθυντή του Ιδρύματος στο Μέτσοβο, το τυροκομείο απορροφά σχεδόν όλο το γάλα των τοπικών παραγωγών, η δυναμικότητα των οποίων όμως έχει μειωθεί δραματικά. Σύμφωνα με τον ίδιο, στην περιοχή το 1994 υπήρχαν 45.000 πρόβατα ενώ σήμερα δεν ξεπερνούν τις 2.000. Τον προβληματισμό του για το μέλλον εκφράζει και ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Γαλακτοκομικών Προϊόντων (ΣΕΒΓΑΠ), Χρήστος Αποστολόπουλος, μιλώντας και για κίνδυνο της φέτας και των ΠΟΠ και ΓΠΕ τυροκομικών που παράγονται από αιγοπρόβειο γάλα αν τελικά προχωρήσουν οι εμβολιασμοί των ζώων για την ευλογιά, κάτι που ζητούν μετ’ επιτάσεως οι κτηνοτρόφοι, αλλά μέχρι στιγμής απορρίπτει το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης.

Σύμφωνα με τον ίδιο, «αν προχωρήσει ο εμβολιασμός των ζώων, αγορές τρίτων χωρών με σημαντικό μερίδιο ενδέχεται να απαγορεύσουν την εισαγωγή ελληνικών  προϊόντων». Οπως ανέφερε, την τελευταία πενταετία η ζήτηση σε σημαντικές αγορές, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και η Αυστραλία, αυξάνεται συνεχώς. Πλέον οι συνολικές εξαγωγές φέτας αγγίζουν τα 785 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, η μείωση του ζωικού κεφαλαίου των αιγοπροβάτων θέτει σε κίνδυνο την παραγωγή φέτας που αποτελεί τον πρωταγωνιστή των εξαγωγών στον κλάδο των τυροκομικών. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος ο ΣΕΒΓΑΠ ζητά την εφαρμογή αυστηρών μέτρων, μεταξύ των οποίων περιορισμούς στις μετακινήσεις ζώων, ζωοτροφών, σφαγίων και γάλακτος, αλλά και αυστηρές ποινές στις μονάδες που δεν εφαρμόζουν τα μέτρα βιοασφάλειας, ακόμα και με αποκλεισμό από κάθε αποζημίωση.