Φάκελος: Ποιος φοβάται σε ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και Αριστερά

3+1 φόβοι για τη ΝΔ

Πόσους λόγους έχει να φοβάται μία κυβέρνηση στον δρόμο για τον έβδομο χρόνο της; Από τις ευρωεκλογές και μετά η ΝΔ βρίσκεται σε μία διαρκή αναζήτηση του παλιού εαυτού της, δηλαδή αυτού που μπορούσε να προσελκύσει ετερόκλητα ακροατήρια και να κερδίζει αυτοδύναμα τους αντιπάλους της. Οσο ο Κυριάκος Μητσοτάκης μένει εκτός τροχιάς διεκδίκησης του εκλογικού στόχου που εκείνος έχει θέσει, τόσο οι μικρές ανασφάλειες διογκώνονται και τα προβλήματα συσσωρεύονται. Σχηματίζοντας τελικά τον φόβο που περιλαμβάνει τα πάντα: πως η ΝΔ δεν θα καταφέρει να κάνει το άλμα απέναντι στη φθορά.

Ο «καναπές» των κεντρώων

Οι 12 ποσοστιαίες μονάδες που έχασε η ΝΔ από τα δεξιά στις ευρωεκλογές και οι 14 χαμένες μονάδες στο Κέντρο εξηγούν τις μέχρι σήμερα κινήσεις του Μητσοτάκη: από τη μία υπάρχει εμφανής δεξιά στροφή και εντατική φροντίδα των αιτημάτων της παραδοσιακής πτέρυγας του κόμματός του ενώ από την άλλη παραμένει στρατηγικός ο προσανατολισμός του στο Κέντρο. Το ευτύχημα και το δυστύχημα για τη ΝΔ είναι ότι αυτοί οι ψηφοφόροι δεν έχουν επιλέξει τον επόμενο προορισμό τους. Ειδικά ο επαναπατρισμός κεντρώων, οι οποίοι ούτε έχουν κάνει στροφή στο ΠΑΣΟΚ ούτε έχουν περάσει σε οποιαδήποτε άλλη αντικυβερνητική όχθη (αυτοί παραμένουν στη δεξαμενή των αναποφάσιστων), κρίνεται ως ο δυσκολότερος. Οσο ο χρόνος περνάει και οι ευκαιρίες της κυβέρνησης για να ανατροπή δεδομένων, μοιραία, λιγοστεύουν, ο φόβος εντείνεται. Μπορεί ο κεντρώος «καναπές» να μην αποδειχθεί μόνο δημοσκοπικός. Και επειδή, όπως πιστεύει ο Μητσοτάκης, «οι εκλογές κρίνονται στο Κέντρο», μπορεί έτσι να χαθεί ο εκλογικός στόχος.

 Το κόμμα Σαμαρά

Στον «καναπέ» όμως δεν κάθονται μόνο κεντρώοι. Οι δεξιοί δυσαρεστημένοι ψηφοφόροι ενδεχομένως θα διεκδικηθούν από έναν παλιό γνώριμο. Ο Αντώνης Σαμαράς κρατά κλειστά χαρτιά, όμως συνομιλητές του αφήνουν να εννοηθεί ότι το επόμενο βήμα (του) έρχεται όλο και πιο κοντά – όχι τυχαία υπάρχουν αναφορές ακόμα και για εξελίξεις εντός του Οκτωβρίου. Εξάλλου η τελευταία παρέμβαση του Μεσσήνιου ερμηνεύτηκε ως τροχιοδεικτική βολή – εκτός από το γεγονός ότι επρόκειτο για σαφές άνοιγμα στο κίνημα των Τεμπών. Βασικό «κίνητρο» του πρώην Πρωθυπουργού, με βάση όσα συζητούν συνομιλητές του, είναι το ένα εκατομμύριο ψηφοφόροι που «χάθηκαν» στον έναν χρόνο από τις τελευταίες εθνικές εκλογές έως την ευρωκάλπη του 2024. Οσο το δεξιό ακροατήριο μένει ακάλυπτο από την κυβερνητική ρητορική και τις κυβερνητικές πολιτικές, τόσο εντείνεται η ανησυχία ότι ένα κόμμα Σαμαρά μπορεί αυτομάτως να κόψει την (όποια) φόρα του Μητσοτάκη στη διεκδίκηση αυτοδυναμίας, ακυρώνοντας κάθε προσπάθεια επιστροφής απογοητευμένων νεοδημοκρατών. Προσώρας τα δεδομένα είναι δύο, όπως έχουν γράψει «ΤΑ ΝΕΑ»: αφενός ότι ένα κόμμα Σαμαρά θα διεκδικούσε παραταξιακά και θεσμικά ρόλο ρυθμιστή στην επόμενη ημέρα ως «δύναμη» υπέρ της αποφυγής ακυβερνησίας (άρα δεν θα υπάρξει νωρίτερα προοπτική μετακίνησης εν ενεργεία βουλευτών της ΝΔ), αφετέρου ότι οι δίαυλοι με τον νυν αρχηγό της ΝΔ είναι οριστικά κομμένοι (άρα δίχως προοπτική επαναπροσέγγισης με οποιονδήποτε τρόπο).

 Ο κατακερματισμός της διαμαρτυρίας

Για το Μέγαρο Μαξίμου κομμένοι είναι και οι δίαυλοι με ένα κομμάτι του εκλογικού σώματος που είτε λόγω κόπωσης είτε λόγω κακής πολιτικής διαχείρισης αποδοκιμάζει συστηματικά την κυβέρνηση τον τελευταίο ενάμιση χρόνο. Τυχόν εμπλοκή της Μαρίας Καρυστιανού σε νέο πολιτικό φορέα εκτιμάται από κυβερνητικούς ότι θα προκαλούσε πράγματι ανακατατάξεις σε αυτόν τον κόσμο, αλλά κυρίως με τρόπους που δεν πλήττουν τη ΝΔ: πρώτον, με κινητοποίηση ανθρώπων που είχαν στραμμένη την πλάτη έτσι κι αλλιώς στο πολιτικό σύστημα, επιλέγοντας την αποχή από την εκλογική διαδικασία και, δεύτερον, με μετακινήσεις ψηφοφόρων μεταξύ κομμάτων που απευθύνονται οριζόντια στα αντισυστημικά αισθήματα των οργισμένων πολιτών. Με το κυβερνητικό σκεπτικό, σε αυτή την περίπτωση, επηρεάζεται πρωτίστως – αν όχι αποκλειστικά – η δυναμική κομμάτων στα αριστερά (π.χ. Πλεύση Ελευθερίας) αλλά και στα δεξιά (π.χ. Ελληνική Λύση ή και Νίκη) ή ακόμα και τα δυνητικά κόμματα Τσίπρα και Σαμαρά. Υπάρχει όμως αγωνία στην κυβέρνηση: ένας πιθανός κατακερματισμός της διαμαρτυρίας στην κάλπη, όπως καταγράφεται σήμερα στους δημοσκοπικούς δείκτες, τη φέρνει αντιμέτωπη με πολλά διαφορετικά ρεύματα χωρίς να μπορεί η ίδια να στοχεύσει σε συγκεκριμένο αντίπαλο. Αρα, θολώνοντας το αφήγημά της.

 Η πολιτική «κουζίνα»

Προς το παρόν πάντως, η μόνη εξαίρεση στη στρατηγική μετριοπάθειας, την οποία έχει υιοθετήσει ο Μητσοτάκης από τη ΔΕΘ και μετά, είναι οι αντιδράσεις του μπροστά σε σενάρια περί αλλαγών εν κινήσει στη ΝΔ και διαδοχής του ίδιου. Ο χαρακτηρισμός τον οποίο επιστρατεύει για να υποβαθμίσει τους παρασκηνιακούς ψιθύρους είναι αυτός της «πολιτικής κουζίνας», που, όπως υποστηρίζει, απασχολεί  συζητήσεις μόνο στην πλατεία Κολωνακίου και όχι την κοινωνία. Ο λόγος που ο Μητσοτάκης σπεύδει να ακυρώσει τη σεναριολογία δεν έχει να κάνει μόνο με την ανησυχία ότι αυτά λειτουργούν επιβαρυντικά σε κυβέρνηση και κόμμα, απειλώντας με εσωστρέφεια, αποσυντονισμό και υπόγειες συγκρούσεις. Υποκρύπτει επιπλέον τον φόβο ότι παραμένει ο ίδιος στο βασικό μενού της πολιτικής «κουζίνας». Οτι το δικό του «κεφάλι» θα ζητηθεί σε περίπτωση που η ΝΔ αναγκαστεί να σεβαστεί «την απόφαση του κυρίαρχου λαού» για κυβέρνηση συνεργασίας.

Τέσσερα χρονικά ορόσημα που διαμορφώνουν τις πολιτικές ισορροπίες

Η ΝΔ έχει πλέον συμπληρώσει έξι χρόνια στη διακυβέρνηση της χώρας και δύο από τότε που οι έλληνες πολίτες ανανέωσαν την εμπιστοσύνη τους στον Κ. Μητσοτάκη και την κυβέρνησή του. Το σημερινό πολιτικό σκηνικό είναι προφανώς απόρροια μιας σειράς γεγονότων, αποφάσεων και επιλογών, αν όμως θέλουμε να απομονώσουμε τα κομβικά σημεία των τελευταίων δύο ετών που καθορίζουν εν πολλοίς την τρέχουσα κατάσταση και διαμορφώνουν τις πολιτικές ισορροπίες, μπορούμε να σταθούμε σε τέσσερα χρονικά ορόσημα:

  1. Η ψήφιση του νομοσχεδίου του πολιτικού γάμου για τα ομόφυλα ζευγάρια τον Φεβρουάριο του 2024: Εως τότε η κυβερνητική παράταξη κατέγραφε σχετικά υψηλά δημοσκοπικά ποσοστά άνω του 32%, έχοντας ακόμη νωπή την εκλογική νίκη του 2023 και ούσα κυρίαρχη απέναντι στους βασικούς ανταγωνιστές της που βρίσκονταν σε ταυτοτική κρίση. Ηταν η πρώτη φορά που ο Πρωθυπουργός δεν κατάφερε να ελέγξει το σύνολο της Κοινοβουλευτικής του Ομάδας, αφού 51 βουλευτές είτε απείχαν είτε καταψήφισαν το νομοσχέδιο επικαλούμενοι σφοδρές αντιδράσεις της εκλογικής βάσης. Εκεί δημιουργήθηκε ένα πρώτο ρήγμα στο δεξιόστροφο συντηρητικό ακροατήριο, το οποίο εκφράστηκε κυρίως διά της αποχής στην κάλπη των ευρωεκλογών. Την ίδια στιγμή, ούτε το ΠΑΣΟΚ κατάφερε να διατηρήσει αρραγή τη συνοχή της Κοινοβουλευτικής του Ομάδας, με 11 βουλευτές να απέχουν από τη σχετική ψηφοφορία.
  2. Ευρωεκλογές: Το βράδυ των ευρωεκλογών βρήκε και τα τρία πρώτα κόμματα δυσαρεστημένα από το αποτέλεσμα, το οποίο προκάλεσε εσωστρέφεια στο ΠΑΣΟΚ και οδήγησε σε εσωκομματική διαδικασία ανάδειξης νέου αρχηγού, που κατέληξε όμως πάλι στην επικράτηση του κ. Ανδρουλάκη. Στη ΝΔ επιχείρησαν να υποβαθμίσουν το πολιτικό αποτέλεσμα κάνοντας λόγο για δεύτερης σημασίας κάλπη και αναμενόμενη συμπεριφορά του εκλογικού σώματος, το οποίο στέλνει μηνύματα δυσαρέσκειας στις ευρωεκλογές, επανέρχεται όμως σε κανονικοποιημένες επιλογές όταν τεθούν τα κυβερνητικά διακυβεύματα. Οι περίπου ένα εκατομμύριο ψήφοι που χάθηκαν από τις εθνικές έως τις ευρωεκλογές δημιούργησαν ανησυχία στην κυβέρνηση, την οποία ο Πρωθυπουργός προσπάθησε να διασκεδάσει μέσω του ανασχηματισμού λίγες μέρες αργότερα. Από τότε ξεκίνησε και συνεχίζει έως και σήμερα η συζήτηση σχετικά με τον ιδεολογικό προσανατολισμό της ΝΔ κι αν αυτός θα πρέπει να γίνει περισσότερο δεξιόστροφος ή κεντροβαρής.
  3. Τα συλλαλητήρια για τα Τέμπη: Κανείς δεν περίμενε αυτή τη μαζική συμμετοχή σε όλες τις ελληνικές πόλεις που εξελίχθηκε σε παλλαϊκή διαμαρτυρία και δήλωση δυσαρέσκειας για τα κυβερνητικά πεπραγμένα σε σχέση με τη διαχείριση της τραγωδίας. Η κυβέρνηση μετά το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών του 2023 θεώρησε ότι η υπόθεση δεν είχε πλέον μεγάλο πολιτικό αντίκτυπο, υποτίμησε το λαϊκό αίσθημα και βρέθηκε σε αναντιστοιχία με τα κοινωνικά προτάγματα. Σε εκείνη τη φάση η ΝΔ αποτυπώθηκε στο χαμηλότερο δημοσκοπικό της σημείο, με το πρωθυπουργικό προφίλ να δέχεται σοβαρό πλήγμα. Το ΠΑΣΟΚ βρισκόταν σε δημοσκοπική άνοδο εκμεταλλευόμενο την ευφορία που είχε προκαλέσει η μαζική και συγκροτημένη εσωκομματική διαδικασία, μια δημοσκοπική άνοιξη όμως που δεν κράτησε πολύ, αφού με το φαινόμενο του αντισυστημισμού να βρίσκεται σε άνοδο άλλα κόμματα καρπώθηκαν τελικά την κυβερνητική φθορά.
  4. Σκάνδαλο ΟΠΕΚΕΠΕ: Στο διάστημα που μεσολάβησε μετά τα συλλαλητήρια, η κυβέρνηση επιχείρησε με μια σειρά κινήσεων να διορθώσει την εικόνα της και να ξεδιπλώσει ένα νέο εμπροσθοβαρές πολιτικό αφήγημα, γεγονός που δημιούργησε κάποια δημοσκοπικά κέρδη, τα οποία όμως εξανεμίστηκαν μετά τις αποκαλύψεις για τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Η ΝΔ ξαναβρέθηκε στο χαμηλότερο δημοσκοπικό της σημείο, με τους πολίτες να επιρρίπτουν ευθύνες για γενικευμένη διαφθορά και αναποτελεσματικότητα στον έλεγχο των αγροτικών επιδοτήσεων, κατηγορίες που πλήγωσαν για μια ακόμη φορά το μεταρρυθμιστικό προφίλ του κ. Μητσοτάκη. Ούτε σε αυτή τη φάση το ΠΑΣΟΚ κατάφερε να απορροφήσει την κυβερνητική φθορά, αφού από ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού θεωρήθηκε και το ίδιο υπεύθυνο για τις διαχρονικές δυσλειτουργίες που παρατηρούνται εδώ και δεκαετίες στον μηχανισμό διαχείρισης των ευρωπαϊκών κονδυλίων.

Σχηματοποιείται έτσι μια σχετικά παράλληλη πορεία των δύο κομμάτων που φαίνεται να συγκροτούν αυτό που ονομάζουμε παραδοσιακό πολιτικό σύστημα. Ενα σύστημα που βιώνει ξανά μια έντονη κρίση εμπιστοσύνης και προκαλεί φαινόμενα έλλειψης πολιτικής αντιπροσώπευσης σε μεγάλη μερίδα ψηφοφόρων που αδυνατούν να ταυτιστούν πολιτικά και κομματικά.

Ο Αντώνης Παπαργύρης είναι διευθυντής ερευνών GPO

Η Νέα Δημοκρατία 51 χρόνια μετά

Οι δομικές ανακατατάξεις του 21ου αιώνα δημιουργούν φοβερούς κλυδωνισμούς τόσο διεθνώς όσο και στη χώρα μας. Η υποβάθμιση της ποιότητας ζωής των πολιτών, το Μεταναστευτικό, η κρίση της δημοκρατίας, το πρόβλημα της στέγης, η δημογραφική κατάρρευση, η κλιματική απειλή, οι εξωτερικές προκλήσεις, φέρνουν την πολιτική και τα κόμματα αντιμέτωπα με  υπαρξιακές καταστάσεις.

Από την ανταπόκριση σε αυτές τις προκλήσεις, καθώς και από τη συλλογικότητά μας, θα εξαρτηθεί η μακροημέρευση της Νέας Δημοκρατίας με πρωταγωνιστικούς όρους.

Οι Ελληνες περιμένουν πολλά από τη Νέα Δημοκρατία. Περιμένουν πολιτικές που θα ξαναδώσουν στους πολίτες την προοπτική να προσφέρουν στα παιδιά τους μια ζωή καλύτερη από αυτήν που τους έδωσαν οι δικοί τους γονείς. Περιμένουν τη στήριξη της νεολαίας και τη μέριμνα στους συνταξιούχους. Περιμένουν την πλήρη αξιοποίηση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, τόσο ως εκπλήρωση ιστορικού καθήκοντος όσο και ως τρόπο ανάπτυξης της χώρας. Απαιτούν  σεβασμό στους θεσμούς και απόδοση δικαιοσύνης σε ζητήματα που δοκιμάζουν την ηθική και προσβάλλουν την αισθητική τους.

Η μαζικότητα και η συλλογικότητα της Νέας Δημοκρατίας συνδέονται με την ύπαρξη ζωντανών πυρήνων μέσα στην κοινωνία και  συμμετοχή ανθρώπων ολοκληρωμένων και χειραφετημένων, με ουσιαστικό αποτύπωμα στον ευρύτερο κύκλο τους. Για να γίνει ελκυστική η Νέα Δημοκρατία σε τέτοιας ποιότητας ανθρώπους, οφείλουμε να δρομολογήσουμε διαδικασίες που δεν θα είναι αναπαραγωγή πεπαλαιωμένων πρακτικών, αλλά θα οδηγούν σε συνδιαμόρφωση δεσμευτικών θέσεων και σε ουσιαστική λογοδοσία, αντί για την επικρατούσα διεκπεραιωτική παρουσίαση εξαγγελιών και την απαρίθμηση data. Για κανέναν άνθρωπο με ουσία και περιεχόμενο δεν μπορεί να αποτελέσει κίνητρο κομματικής δραστηριοποίησης η ιδιότητα του χειροκροτητή σε αποθεωτικές διαδικασίες αυτοαναφορικού τύπου και η επικύρωση προαποφασισμένων.

Και οι δύο παραπάνω προϋποθέσεις εδράζονται στην αναγκαιότητα θεμελίωσης  ιδεολογικών αναφορών των εφαρμοζόμενων πολιτικών.

Οι επιμέρους πολιτικές, για να βγάζουν νόημα και να οδηγούν κάπου, χρειάζονται σαφές ιδεολογικό έρεισμα, ώστε να αποκτήσουν λαϊκή στήριξη.

Για εμάς, στη Νέα Δημοκρατία, αυτό προκύπτει από τις συντηρητικές, δημοκρατικές, φιλελεύθερες και πατριωτικές αρχές και αξίες μας, που είναι ταυτισμένες με τον Ελληνισμό, στη μακρά ιστορική του διαδρομή.

Μέσα από αυτές πρέπει να απαντήσουμε στις προκλήσεις του μέλλοντος και όχι να υποταχθούμε στη μεταπολιτική λογική των κομμάτων-σουπερμάρκετ ή των κομμάτων-επιχειρήσεων που υποτιμούν την πολιτική και εκχωρούν τα πάντα στην εξωθεσμική τεχνοκρατία.

Οφείλει, φυσικά, η Νέα Δημοκρατία να είναι πολυσυλλεκτική. Οχι όμως ως συνονθύλευμα ετερογενών στοιχείων προς άγραν ψήφων. Πολυσυλλεκτικότητα – για μια ιστορική παράταξη με συντηρητικές αξίες και φιλελεύθερες αρχές – σημαίνει να ενώνει και να μη δημιουργεί νέους διχασμούς. Να μπορεί να απευθύνεται σε όλο το έθνος, πιστεύοντας στην οργανική και αδιαίρετη φύση του, σε αντίθεση με άλλες ιδεολογικές παραδόσεις που τεμαχίζουν την κοινωνία σε τάξεις και ομάδες προάσπισης ατομικών συμφερόντων.

Δεν υπηρετεί την πολυσυλλεκτικότητα η νοοτροπία συγκρότησης προσωποπαγών ομάδων, γιατί είναι άνευ ουσιαστικού πολιτικού περιεχομένου. Επίσης, διότι αντιμετωπίζει την κοινωνία ως παίγνιο και όχι ως σύνολο που, παρά τις εγγενείς αντιθέσεις του, χρειάζεται να αποκτήσει εσωτερική συνοχή και συλλογική προοπτική.

Εκείνο που σήμερα ξεχωρίζει τη Νέα Δημοκρατία από τα υπόλοιπα πολιτικά κόμματα είναι ότι, στηριγμένη στο πλούσιο απόθεμα των ανθρώπων της, μπορεί να πάει τη χώρα παρακάτω. Αυτό οφείλουμε να το ενισχύσουμε και να το διαφυλάξουμε.

Ο Γιάννης Οικονόμου είναι βουλευτής Φθιώτιδος ΝΔ

3+1 φόβοι για το ΠΑΣΟΚ

Υπάρχουν πολλών ειδών φόβοι – και οι πασοκικοί είναι οι πιο επίμονοι από αυτούς. Αυτή την περίοδο, ωστόσο, οι φόβοι των παροικούντων τη Χαριλάου Τρικούπη δεν δημιουργούνται γιατί οι αντίπαλοι είναι πολλοί και ισχυροί. Αντιθέτως, το δημοσκοπικά μειούμενο κεφάλαιο της ΝΔ και ο κατακερματισμός του προοδευτικού χώρου προσφέρουν στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης εύφορο πεδίο δράσης. Οι κίνδυνοι που καταγράφονται, αυτοί που χρήζουν αντιμετώπισης, εκκινούν από τη ρευστότητα του πολιτικού σκηνικού, τον αστάθμητο παράγοντα, τις αποφάσεις των πρώην. Δεν είναι πρόσωπα, είναι τάσεις, ψίθυροι και αποφάσεις. Και η αντιμετώπισή τους είναι στο χέρι τους.

Το ενδιάμεσο ακροατήριο

Η μάχη του Κέντρου, αυτού του πολυπόθητου σώματος ψηφοφόρων που την τελευταία δεκαπενταετία κινούνται μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, κερδήθηκε για πρώτη φορά από τη Χαριλάου Τρικούπη στις τελευταίες ευρωεκλογές. Και όταν κερδίζεις κάτι, αυτό που προφανώς φοβάσαι είναι να μην το ξαναχάσεις: στο κύμα οργής των διαδηλώσεων των Τεμπών αυτό το ακροατήριο είδε ένα μοτίβο που τους θύμισε άλλες, ταραγμένες εποχές – εκείνη την περίοδο, οι εκροές του ΠΑΣΟΚ προς τη ΝΔ ήταν πιο υψηλές από ποτέ. Γνωρίζοντας πως σ’ αυτούς τους ψηφοφόρους το αφήγημα της σταθερότητας είναι ισχυρό, στο ΠΑΣΟΚ επενδύουν στη διαχρονική, γνώριμη μεταπολιτευτική τους παρουσία. Θυμίζουν, δηλαδή, πως μπορεί η αντιπολιτευτική γλώσσα που χρησιμοποιούν να είναι σκληρή, όμως συνοδεύεται πάντα από αντιπρόταση – εν προκειμένω το πρόγραμμα που παρουσίασε ο Νίκος Ανδρουλάκης στη ΔΕΘ.

Η ακούνητη βελόνα

Στο εσωτερικό του κόμματος, ο μεγάλος φόβος που εκφράστηκε μόλις πρόσφατα δημόσια είναι η μάχη με τον χρόνο. Οσο η βελόνα των δημοσκοπήσεων, μια φράση που κατοχύρωσε ο Παύλος Γερουλάνος, δεν κουνιέται, τόσο θεωρείται πως το ΠΑΣΟΚ χάνει πολύτιμο χρόνο: αυτή την περίοδο, χωρίς ακόμα να έχουν κάνει την εμφάνισή τους οι δυνητικοί τους αντίπαλοι, στη Χαριλάου Τρικούπη έχουν το αντιπολιτευτικό φως της δημοσιότητας πάνω τους. Μπορεί αυτή η συνθήκη να μην ισχύει σε δύο μήνες – όχι μόνο λόγω νέων σχηματισμών, αλλά γιατί οι κινήσεις συνεργασίας μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Νέας Αριστεράς ενδεχομένως να έχουν αποφέρει καρπούς. Σε αυτή την περίπτωση, το ΠΑΣΟΚ δεν θα βρει καλύτερη και πιο ευνοϊκή περίοδο από την τωρινή για να ξεδιπλώσει το πρόγραμμά του. Κι αν δεν την εκμεταλλευτεί, στην ακούνητη βελόνα ελλοχεύει και ένας δεύτερος κίνδυνος, αυτός της εσωκομματικής φαγωμάρας.

Η απώλεια της δεύτερης θέσης

Κι αν τα φώτα σβήσουν; Ο φόβος της στασιμότητας γεννάει άλλον έναν – τον φόβο πως η θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης μπορεί να χαθεί. Οχι μόνο στο σημερινό κοινοβούλιο, όπου το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε βασικά από τύχη, όταν οι πολλαπλές διασπάσεις του ΣΥΡΙΖΑ έκοψαν σε τρία κομμάτια της Κοινοβουλευτική του Ομάδα. Τι θα συμβεί αν η δεύτερη θέση χαθεί στην κάλπη; Αυτό είναι και το μοναδικό που τρομάζει το ΠΑΣΟΚ στην πιθανότητα δημιουργίας «δυνητικών» κομμάτων: σύμφωνα με τις περισσότερες από τις έρευνες που έχουν γίνει ως τώρα, η οριζόντια, αντισυστημική συσπείρωση ενός «κόμματος Καρυστιανού» από τη μια, αλλά και το αντισυριζαϊκό αίσθημα της σκληροπυρηνικής πασοκικής βάσης από την άλλη (το οποίο αντανακλά στο «κόμμα Τσίπρα) δεν φέρνουν σημαντικές απώλειες στο ΠΑΣΟΚ. Μια ζημιά μπορούν μόνο να κάνουν, αν τα ποσοστά κινηθούν στα σημερινά δεδομένα:  να του στερήσουν τον τίτλο της επόμενης αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Οι «ανίερες» συνεργασίες

Αν όμως υπάρχει ένας φόβος που η Χαριλάου Τρικούπη κάνει τα πάντα για να ξορκίσει, αυτός δεν είναι άλλος από τους ψιθύρους για την πιθανότητα συνεργασίας με τη ΝΔ. Δεν είναι λίγοι, ειδικά από τους αντιπάλους εξ αριστερών, εκείνοι που διατείνονται πως την κρίσιμη στιγμή το ΠΑΣΟΚ μπορεί να συνεργαστεί με τη ΝΔ, συμβιβαζόμενο με ένα τρίτο πρόσωπο στη θέση του πρωθυπουργού. Με τον ίδιο τρόπο που η ταύτιση με την αντισυστημική ψήφο διώχνει το Κέντρο, έτσι αυτό το ενδεχόμενο διώχνει τους αριστερόστροφους ψηφοφόρους. Γι’ αυτό και ο Ανδρουλάκης το έχει πει με κάθε δυνατό τρόπο: «Η πολιτική αλλαγή περνάει από την ήττα της ΝΔ» ξεκαθάρισε, συμπληρώνοντας πως «αν δεν έρθει την πρώτη Κυριακή, θα έρθει τη δεύτερη». Κλείνοντας, έτσι, την όποια πιθανότητα να επαναληφθεί μια συνεργασία «τύπου 2012», που – όπως έχουν πει πολλές φορές από το ΠΑΣΟΚ – υπήρξε για να αποφευχθεί η χρεοκοπία.

Οι κρίσιμες εκλογικές μάζες που θα κρίνουν το αποτέλεσμα

Παρότι δεν βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο, τα κόμματα αναζητούν τους ψηφοφόρους που μπορούν να κάνουν τη διαφορά στα ποσοστά τους, την κρίσιμη μάζα του εκλογικού σώματος, δηλαδή. Στις δύο προηγούμενες εθνικές αναμετρήσεις αυτή ήταν οι κεντρώοι. Από το καλοκαίρι του 2023, πάλι, σε κάθε σοβαρή κρίση που αντιμετώπισε η κυβέρνηση, κάποιοι εκτίμησαν ότι η ένταση των αρνητικών συναισθημάτων της κοινής γνώμης για την «καθεστηκυία τάξη», που παρατηρήθηκε σε πολλά γκάλοπ, ενδέχεται να καταστήσει κρίσιμη την αντισυστημική ψήφο. Η δημοσκοπική εκτίναξη της Πλεύσης Ελευθερίας, π.χ., ήταν αποτέλεσμα της κατακόρυφης αύξησης του αριθμού εκείνων που δήλωναν στις εταιρείες δημοσκοπήσεων πως θέλουν να στείλουν μέσω κάλπης ένα μήνυμα στην κυβέρνηση. Σήμερα, όμως, δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρο ποια από τις δύο αυτές εκλογικές κατηγορίες έχει τη δύναμη να διαμορφώσει τη λαϊκή ετυμηγορία.

Οι κυβερνώντες ποντάρουν σταθερά στην πρώτη – μια και δεν υπάρχει πιθανότητα να διεισδύσουν στη δεύτερη. Ετσι, ο Πρωθυπουργός είπε τις προάλλες στο Υπουργικό του Συμβούλιο πως «οι Ελληνες που ακούνε και σκέφτονται είναι τελικά πολύ περισσότεροι από αυτούς που ξέρουν μόνο να φωνάζουν. Και οι πρώτοι περιμένουν πολλά από εμάς και μόνο από εμάς».

Οι αναποφάσιστοι

Η γαλάζια εκτίμηση δεν στηρίζεται μόνο στο ποσοστό που πιάνει το κυβερνών κόμμα στην πρόθεση ψήφου ή στην ψαλίδα που το χωρίζει από την αξιωματική αντιπολίτευση. Βασίζεται και στο ιδεολογικό ψυχογράφημα των αναποφάσιστων. Αυτοί, σύμφωνα με την τελευταία μέτρηση της Alco, έχουν φτάσει το 19%. Οταν τους ζητήθηκε να αυτοπροσδιοριστούν, 21% απάντησε πως θεωρεί τον εαυτό του «κεντρώο», 28% «κεντροδεξιό, 13% «κεντροαριστερό», 8% «αριστερό», 6% «δεξιό», 16% «τίποτα» και 8% αρνήθηκε να απαντήσει. Επομένως, έξι στους δέκα αυτοτοποθετούνται στο Κέντρο ή γύρω από αυτό, ενώ σχεδόν οι μισοί (το 49%), που συστήνονται ως κεντροδεξιοί και κεντρώοι, θα αποτελούσαν υπό άλλες συνθήκες προνομιακά ακροατήρια για τη ΝΔ. Κατά τα λεγόμενα έμπειρου δημοσκόπου, «η μία από τις δύο μεγαλύτερες ομάδες που μετακινούνται προς την αδιευκρίνιστη ψήφο είναι πρώην ψηφοφόροι της ΝΔ». Οι κεντρώοι υπολογίζονται στο 20% με 25% του συνόλου των εκλογέων.

Η αντισυστημική ψήφος

Από την άλλη, βέβαια, έχει ήδη καταγραφεί σε έρευνα της Interview ένα 25% το οποίο αναφέρει ότι «εάν δημιουργούσαν ξεχωριστούς πολιτικούς φορείς οι κ.κ. Τσίπρας, Σαμαράς και η κ. Καρυστιανού» θα διάλεγε την πρόεδρο του Συλλόγου Τέμπη 2023. Ενα 25%, με άλλα λόγια, που θέλει να έχει μια επιλογή εκτός πολιτικού συστήματος. Για την ιστορία, τον Μάρτιο, το 72,4% των ερωτηθέντων από την GPO, εξέφραζαν θετική άποψη για τη Μαρία Καρυστιανού.

Ορισμένοι εκλαμβάνουν ως πιθανές εναλλακτικές για τους αντισυστημικούς τόσο το «κόμμα Τσίπρα», όσο και το «κόμμα Σαμαρά», αφού αμφότερα, όπως φαίνεται από τη ρητορική που υιοθετούν οι επίδοξοι ιδρυτές τους, θα επιχειρήσουν να συστηθούν ως αντιμητσοτακικά. Ωστόσο, γνωστός πολιτικός αναλυτής επιμένει ότι αυτή η ανάγνωση είναι λάθος. «Πώς μπορούν δύο πρώην πρωθυπουργοί να εμφανιστούν ως εκπρόσωποι του αντισυστήματος;» διερωτάται ρητορικά. Κατά τη γνώμη του, μάλιστα, «η ψήφος στον Τσίπρα δεν είναι αντίδραση. Αρκετοί που λένε ότι θα σκέφτονταν να τον ψηφίσουν, το επεξεργάζονται αναζητώντας μια εναλλακτική πρότασης διακυβέρνησης».

Πάντως, μια από τις παραπάνω πηγές πιστεύει ότι «η διαιρετική τομή σύστημα – αντισύστημα είναι απλουστευτική». Δεν αρκεί για να χαρτογραφήσει κανείς το εξαιρετικά ρευστό πολιτικό περιβάλλον. Τώρα, η ανάλυση των συνθηκών πρέπει να γίνεται με βάση τον διαχωρισμό ανάμεσα  σε εκείνους που ψηφίζουν για να βγάλουν κυβέρνηση και τους άλλους (όπου «άλλοι» βλέπε όλους αυτούς για τους οποίους το βασικό κριτήριο ψήφου πηγάζει από το θυμικό τους).

Στη δική του οπτική γωνία, «όποιος καταδικάζει την κυβέρνηση δεν είναι αυτόματα εναντίον της σταθερότητας. Η καταψήφιση μιας κυβέρνησης είναι ένας παραδοσιακός τρόπος εκλογικής συμπεριφοράς. Δεν έχει απαραίτητα αντισυστημική χροιά, όπως υπονοούν από το κυβερνητικό στρατόπεδο». Κάθε όριο ανάμεσα στις δύο εκλογικές δεξαμενές είναι δυσδιάκριτο πια.

Το τέλος(;) του δικομματισμού

Η συζήτηση άρχισε δειλά από την επόμενη ημέρα της νίκης του Κυριάκου Μητσοτάκη το 2019. Το αποτέλεσμα της εθνικής κάλπης τότε αναδείκνυε έναν νέο οριστικοποιημένο δικομματισμό των ΝΔΣΥΡΙΖΑ ή απλώς ήταν η αρχή του τέλος ενός βραχύβιου διπολισμού στον απόηχο των μνημονίων; Η έκβαση δικαίωσε τη δεύτερη ερμηνεία. Οι κάλπες του 2023 απέδειξαν πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε την ανθεκτικότητα να κατοχυρωθεί ως μόνιμος πόλος του τοπίου, κάτι που θα είχε κατορθώσει με αλλαγές των γραμμών του το διάστημα 2019-23, όπως λέει ένα πασοκογενές κοινό που τον προσέγγισε με το κάλεσμα της λεγόμενης «Προοδευτικής Συμμαχίας».

Η Ελλάδα από τότε βιώνει πολιτικά ένα ιδιότυπο τοπίο του ενάμισι κόμματος με κυρίαρχη τη ΝΔ. Εδώ και τρία χρόνια και με όλες τις μεταβολές στο πολιτικό σκηνικό – παραίτηση Αλέξη Τσίπρα, περιπέτεια ΣΥΡΙΖΑ με τον Στέφανο Κασσελάκη και καθίζηση του χώρου, ανάταξη του ΠΑΣΟΚ αλλά όχι ολική – το ερώτημα είναι: Μπορεί η χώρα να επανέλθει σε ένα πλήρες σταθερό δικομματικό μπλοκ; Για να απαντήσει κανείς οφείλει και τον δικομματισμό να ορίσει, και να εντοπίσει τις ιστορικές του καταβολές. Ως σύστημα δεν είναι απλώς μια εναλλαγή δύο πόλων που διεκδικούν την εξουσία. Ούτε καν η αμφίδρομη ροή ψηφοφόρων από το ένα κόμμα στο άλλο –των δύο πάντα – ορίζει επακριβώς το σύστημα. Παρεμπιπτόντως, σύμφωνα με έρευνες της Public Issue, το «ενδιάμεσο» εκλογικό σώμα (δηλαδή οι ψηφοφόροι που είχαν ψηφίσει κατά καιρούς και τα δύο κόμματα διακυβέρνησης) έφτασε, το 2009, να αντιπροσωπεύει σχεδόν το 25% του ελληνικού εκλογικού σώματος, όπως αναφέρει ο Γιάννης Μαυρής σε άρθρο του στα «Τετράδια» (τεύχος 88-89, «Εδραίωση και κάμψη του μεταπολιτευτικού δικομματισμού, 1981-2024»). Δικομματισμός είναι και ένας βαθμός συναινέσεων θεσμικών και πολιτικών μεταξύ των δύο βασικών πόλων, ένα είδος σταθερότητας που επιτυγχάνεται λόγω της μεγάλης στοίχισης πολιτών και κομμάτων, μια ενσωμάτωση και ευθυγράμμιση των διαθέσεων των πολιτών και βέβαια ένα είδος ανταγωνιστικότητας μεταξύ δύο σχεδίων για τη χώρα. Οπως ξέρουμε, το εν λόγω σχήμα σημείωσε μια ανθεκτικότητα από το ταραχώδες 1989 μέχρι το σημείο τομής που ήταν το 2010 και την υπαγωγή της χώρας στο ΔΝΤ και στον Μηχανισμό Σταθερότητας. Το μνημόνιο ανακατένειμε τις δυνάμεις, αν και η δυσαρέσκεια εκείνη, παρότι κοινωνική, τελικά παροχετεύθηκε εντός ορίων, σε κάλπη, όχι σε μαζικό κίνημα. Ακριβώς και λόγω της εμπεδωμένης σχέσης του λαού με δικομματισμό και Βουλή. Η αστάθεια ή η μεταβολή που καταγράφηκε δεν έφερε βέβαια στη θέση του ΠΑΣΟΚ τον ΣΥΡΙΖΑ παρά μόνο για το διάστημα από τις δεύτερες εκλογές του 2012 μέχρι το 2023. Τότε τελειώνει ο ασθενής μα υπαρκτός διπολισμός και δεν καταφέρνει ο ΣΥΡΙΖΑ να παγιωθεί ως η εναλλακτική σταθερά. Το κλειδί είναι το ΠΑΣΟΚ. Είναι το κόμμα που αποδομείται λόγω μνημονίου και που η βάση του τριχοτομείται με μια πορεία προς τη ΝΔ, μια προς τον ΣΥΡΙΖΑ και μια ενδιάμεση που παραμένει στη Χαριλάου Τρικούπη. Σήμερα, παρότι κατέχει την θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η δυναμική που το συνοδεύει δεν το έχει ακόμη φέρει σε θέση ολικής επαναφοράς και σε τροχιά να είναι όντως κυβερνώσα ενναλακτική στη ΝΔ. Το ακόμη πιο αξιοπρόσεκτο σήμερα είναι πως, παρά τη φθορά του κυβερνώντος κόμματος, την πτώση του ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ δεν έχει εκταμιεύσει μια ροή που θα το καθιστά δεύτερο πόλο, αλλά μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων έχει «παρκάρει» στη ζώνη των αναποφάσιστων χωρίς και διάθεση να πάει αλλού.

Μπορεί να επιστρέψει;

Τι πρέπει να γίνει για να καταγραφεί επιστροφή του δικομματικού παιχνιδιού στην Ελλάδα λοιπόν; Ενας νέος φορέας που αμφίπλευρα θα πάρει από όλα τα ακροατήρια και αυτομάτως θα διεμβολίσει την κυριαρχία της ΝΔ; Ενα πειστικότερο σχέδιο μιας υπαρκτής σημερινής δύναμης, δηλαδή ένα ΠΑΣΟΚ που ξαφνικά θα αρέσει (για να θυμηθούμε την περίφημη ρήση της Μελίνας ανάποδα); Μια συμπαράταξη προοδευτικών κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που θα ανταγωνιστεί όντως τον Μητσοτάκη; Ενα μέρος των ψηφοφόρων της κυβερνώσας παράταξης που θα πάει αύτανδρο στον δεύτερο; Ενα νέο κοινό ψηφοφόρων που θα επιλέξει από την αποχή ή την αναποφασιστικότητα (που συχνά υποκρύπτει αποστροφή) να προσέλθει και να μεταβάλει τον πολιτικό συσχετισμό;

Σίγουρα θα πρέπει να υπάρξει εκείνος ο συγκερασμός κοινοβουλευτισμού και κοινωνίας των πολιτών που θα γονιμοποιήσει εκ νέου την αντιπαράθεση. Το σύστημα του «ενός κυρίαρχου και των πολλών μικρών» διαμορφώνει και όρους αντιπολιτικής και δυσπιστίας στο κομματικό φαινόμενο και πλήττει την ίδια τη σύσταση της δημοκρατίας. Ο δικομματισμός συγκρατεί και απρόβλεπτες διαθέσεις ή προθέσεις.