Handelsblatt: Γιατί η Ελλάδα δανείζεται φθηνότερα από τη Γαλλία και την Ιταλία

Η Ελλάδα θέλει να απαλλαγεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα από το στίγμα του υψηλότερου δείκτη χρέους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σημειώνει σε εκτενές ρεπορτάζ της η γερμανική οικονομική εφημερίδα Handelsblatt, αναλύοντας τις κινήσεις της Αθήνας για την ταχύτερη αποπληρωμή του δημοσίου χρέους και τη βελτίωση της δημοσιονομικής της εικόνας.

Φέτος, η Ελλάδα φτάνει σε δύο καίρια σημεία καμπής, όπως επισημαίνεται: ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ υποχωρεί κάτω από τα επίπεδα της περιόδου πριν από την κρίση και για πρώτη φορά από το ξέσπασμα της κρίσης χρέου  το δημόσιο χρέος μειώνεται όχι μόνο ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά και σε απόλυτα νούμερα.

Ανάπτυξη πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ

Το προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού για το 2026, που παρουσίασε πρόσφατα ο υπουργός Οικονομικών Κυριάκος Πιερρακάκης, προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,4% το 2026. Η Ελλάδα αναμένεται έτσι να διατηρήσει για έκτο συνεχόμενο έτος ρυθμούς ανάπτυξης σημαντικά υψηλότερους από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης  η Κομισιόν προβλέπει ρυθμό μόλις 1,1% για την ΕΕ το 2025.

Η θετική πορεία της οικονομίας έχει άμεση επίδραση στη μείωση του δείκτη χρέους. Σύμφωνα με τον Πιερρακάκη, το χρέος της Ελλάδας αναμένεται να διαμορφωθεί στο 145,4% του ΑΕΠ στο τέλος του 2025, κάτω από τα προ κρίσης επίπεδα του 147,8%. Για το 2026, το προσχέδιο προβλέπει περαιτέρω μείωση στο 137,6%.

Η Handelsblatt επισημαίνει ότι, ενώ σε 16 από τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ αυξάνεται, η Ελλάδα καταγράφει την πιο σημαντική μείωση από το 2020, με συνολική υποχώρηση κατά 61,2 ποσοστιαίες μονάδες.

Πρόωρη αποπληρωμή των μνημονιακών δανείων

Η γερμανική εφημερίδα στέκεται ιδιαίτερα στις κινήσεις της Αθήνας για πρόωρη αποπληρωμή των δανείων που έλαβε κατά την περίοδο της κρίσης. Η Ελλάδα έχει ήδη εξοφλήσει πλήρως τα δάνεια ύψους 21,7 δισ. ευρώ από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) δύο χρόνια νωρίτερα απ’ ό,τι προβλεπόταν. Επιπλέον, από τα διμερή δάνεια που της χορηγήθηκαν από χώρες της ευρωζώνης, ύψους 52,9 δισ. ευρώ, έχουν ήδη αποπληρωθεί πρόωρα 21,3 δισ.

Μάλιστα, για τον Δεκέμβριο έχει προγραμματιστεί η αποπληρωμή επιπλέον 5,29 δισ. ευρώ, τα οποία υπό κανονικές συνθήκες θα εξοφλούνταν μεταξύ 2031 και 2040. Ο υπουργός Οικονομικών έχει τη δυνατότητα να προχωρήσει σε τέτοιες κινήσεις αξιοποιώντας τα πρωτογενή πλεονάσματα του προϋπολογισμού και τα υφιστάμενα ταμειακά αποθεματικά, τα οποία έφτασαν τα 42 δισ. ευρώ στο τέλος Ιουνίου, σύμφωνα με τον ΟΔΔΗΧ.

Η συνολική μείωση του απολύτου ύψους του χρέους αναμένεται να φτάσει τα 2 δισ. ευρώ φέτος, οδηγώντας το στα 362,8 δισ., ενώ για το 2026 προβλέπεται περαιτέρω υποχώρηση στα 359 δισ.

Αποκατάσταση εμπιστοσύνης στις αγορές

Όπως τονίζει η Handelsblatt, η μείωση του χρέους έχει ενισχύσει σημαντικά την εμπιστοσύνη των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών. Από την άνοιξη του 2025, και οι πέντε μεγάλοι οίκοι αξιολόγησης έχουν αποκαταστήσει την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας στην κατηγορία «επενδυτικού βαθμού». Την εβδομάδα που πέρασε, και ο ιαπωνικός οίκος R&I αναβάθμισε την αξιολόγηση της χώρας σε «ΒΒΒ», επικαλούμενος την υψηλή ανάπτυξη, την πολιτική σταθερότητα, τη συνεπή εφαρμογή μεταρρυθμίσεων και την συνετή δημοσιονομική διαχείριση.

Οι αγορές ανταποκρίνονται θετικά: η Ελλάδα παρά το υψηλό της χρέος δανείζεται σήμερα με χαμηλότερα επιτόκια από χώρες όπως η Ιταλία και η Γαλλία. Αυτό οφείλεται, σύμφωνα με το δημοσίευμα, σε δύο βασικούς παράγοντες:

Η δομή του ελληνικού χρέους: Το 69% του δημόσιου χρέους βρίσκεται στα χέρια επίσημων δημόσιων πιστωτών, όπως ο ESM, με μέσο επιτόκιο μόλις 1,33%. Η μέση διάρκεια αποπληρωμής είναι 18,8 έτη η μεγαλύτερη στην ΕΕ.

Η πολιτική σταθερότητα: Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης διατηρεί την απόλυτη πλειοψηφία από το 2019 και δεν αναμένονται εκλογές πριν από το 2027. Προωθεί σταθερά μεταρρυθμίσεις, μεταξύ άλλων στη φορολογική διοίκηση και την ψηφιοποίηση του Δημοσίου. Όπως ο ίδιος έχει δηλώσει:«Η δημοσιονομική σταθερότητα είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο χτίζεται ολόκληρη η πολιτική μας  για μένα, αυτή είναι μια προσωπική δέσμευση».

Επίσης, Handelsblatt παραθέτει τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη βιωσιμότητα του χρέους. Σύμφωνα με αυτές, η Ελλάδα αναμένεται να εγκαταλείψει την πρώτη θέση στην ΕΕ ως η πιο υπερχρεωμένη χώρα το 2027, παραχωρώντας τη στην Ιταλία. Το 2031 αναμένεται να ξεπεράσει τη Γαλλία και το 2033 το Βέλγιο. Παρ’ όλα αυτά, θα χρειαστούν δεκαετίες έως ότου ο δείκτης χρέους πλησιάσει τον στόχο του 60% του ΑΕΠ που προβλέπει το Σύμφωνο Σταθερότητας.

Τέλος, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, εκτιμά ότι ο συγκεκριμένος στόχος δεν θα επιτευχθεί πριν από την πάροδο περίπου 40 ετών.