
Η Δημόσια Διοίκηση παραδοσιακά παριστάνεται σαν πυραμίδα, με πολλές θέσεις υπαλλήλων στη βάση και λιγότερες, αλλά με μεγαλύτερη εξουσία, στην κορυφή. Καθώς αυτή είναι η λογική κάθε ιεραρχικά δομημένου συστήματος, είναι προφανής η μεγάλη σημασία του τρόπου ανόδου στις επίζηλες υψηλότερες θέσεις.
Στην ελληνική πραγματικότητα της Μεταπολίτευσης συγκρούστηκαν δύο διαφορετικές προτάσεις ιεραρχικής ανόδου: εκείνη της πάγιας ιεραρχίας, των «συντηρητικών» και εκείνη της θητείας κατόπιν επιλογής, των «προοδευτικών». Μετά από διαδοχικά ράβε – ξήλωνε, το μεγάλο βήμα πραγματοποιήθηκε με τον Υπαλληλικό Κώδικα του 2007, στον οποίο οι τότε κυβερνώντες υιοθέτησαν την πρόταση περί τριετούς θητείας κατόπιν επιλογής (κρίσης) από ελεγχόμενα όμως υπηρεσιακά συμβούλια (3 μέλη διορίζονταν από την πολιτική ηγεσία και 2 εκλέγονταν).
Μετά τις πρώτες κρίσεις της περιόδου 2007-2008, η νέα κυβέρνηση βελτίωσε το σύστημα, συγκροτώντας τα υπηρεσιακά συμβούλια (ΥΣ) με αντικειμενικούς όρους (Ν. 3839/2010). Ενα σημαντικό βήμα προς την Αξιοκρατία είχε συντελεστεί, με κρίσεις να πραγματοποιούνται στους περισσότερους φορείς (υπουργεία, περιφέρειες) τα έτη 2010-2011, ενώ οι θητείες ολοκληρώθηκαν το 2014-15. Η τότε συγκυβέρνηση άλλαξε πάλι το σύστημα, θεσμοθετώντας ένα νέο, μεγαλεπήβολο και ιδιαίτερα απαιτητικό, το οποίο ήταν φανερό πως δεν μπορούσε να εφαρμοστεί, όπερ και εγένετο. Εφαρμόστηκαν ωστόσο οι μεταβατικές διατάξεις του και ορίστηκαν (από τις ηγεσίες) προσωρινοί προϊστάμενοι.
Ελλειψη πολιτικής βούλησης
Η νέα κυβέρνηση του 2015 θεσμοθέτησε ένα νέο σύστημα, βελτιώνοντας περαιτέρω τη λογική εκείνουτου 2010 (Ν. 4369/2016), ωστόσο καθυστέρησε χαρακτηριστικά στην υλοποίησή του. Κρίσεις πραγματοποιήθηκαν μόνο για 89 θέσεις γενικών διευθυντών (από τις συνολικά 98 της κεντρικής κυβέρνησης) και για μερικές δεκάδες διευθυντών, από το 2018 ως το 2019. Το αποτέλεσμα αυτής της αδικαιολόγητης (πολιτικά και διοικητικά) ολιγωρίας ήταν η νέα κυβέρνηση να βρει μια κατάσταση προβληματική.
Εκτός των περισσότερων γενικών διευθυντών και ελάχιστων διευθυντών, όλες οι άλλες θέσεις ευθύνης κατέχονταν από υπαλλήλους που έκαναν «αναπλήρωση», είτε αυτοδικαίως είτε λόγω ανάθεσης. Σταθμίζοντας την κατάσταση, η νέα κυβέρνηση αρχικά άλλαξε το σύστημα (Ν. 4764/2020), επιφέροντας τροποποιήσεις που θεωρούσε προς το συμφέρον της, όπως η αύξηση της βαρύτητας της συνέντευξης ή η μείωση της μοριοδότησης των αποφοίτων της Εθνικής Σχολής.
Η απουσία πολιτικής βούλησης για την εφαρμογή του φάνηκε ωστόσο πολύ γρήγορα, ενώ δεν αρκούσε η επίκληση της πανδημίας για να δικαιολογήσει τη σχεδόν παντελή απουσία διεξαγωγής κρίσεων στην πλειονότητα των φορέων. Πέραν των επιλογών 15 γενικών διευθυντών Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών, μερικών άλλων γενικών διευθυντών και διευθυντών σε ελάχιστα υπουργεία, καμία άλλη από τις εν τω μεταξύ αυξηθείσες θέσεις ευθύνης δεν καλύφθηκε με κρίση, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.
Παρά τη βαρύτητά του, τόσο ως προς τη νομιμότητα λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών όσο και προπάντων ως προς την απόδοσή τους, το όλο ζήτημα αγνοήθηκε επί σειρά ετών και από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και από τα πολιτικά κόμματα. Ελάχιστοι επιστημονικοί φορείς, όπως το Διοικητικό Επιμελητήριο, επέμεναν να το αναδεικνύουν μενους για το Κράτος Δικαίου από τη σκόπιμη παράλειψη ανάδειξης στη φυσική ηγεσία των καταλληλότερων υπαλλήλων.
Με εγκύκλιο του υπουργείου Εσωτερικών του Μαΐου 2025, παρακινήθηκαν όλες οι υπηρεσίες της Γενικής Κυβέρνησης να δρομολογήσουν τις σχετικές διαδικασίες επιλογής, κάτι που πράγματι έχει ξεκινήσει. Αρκετές, επίσης, είναι οι αιρετές Περιφέρειες που απέκτησαν το φθινόπωρο γενικούς διευθυντές, ενώ το ίδιο το υπουργείο Εσωτερικών, έπειτα από χρόνια αδράνειας, προκήρυξε 7 θέσεις γενικών διευθυντών (4 στον τομέα Εσωτερικών και 3 στον τομέα Διοικητικής Ανασυγκρότησης).
Παρότι επιτέλους ο «τροχός κινήθηκε», η κατάσταση απέχει πολύ από το να είναι ικανοποιητική. Κρίσεις, βεβαίως, δρομολογήθηκαν και διαρκώς ανακοινώνονται και άλλες, ωστόσο τα χρόνια που πέρασαν χωρίς αυτές θα επηρεάσουν σημαντικά τα αποτελέσματά τους. Κι αυτό γιατί θα ευνοηθούν ολοφάνερα όλοι εκείνοι που κατείχαν ή κατέχουν μία θέση είτε ως αναπληρωτές είτε με ανάθεση λόγω κυβερνητικής εύνοιας (συνήθως) είτε αυτοδικαίως (ορισμένοι από το 2014 και σε αποκεντρωμένες διοικήσεις από το 2011…), καθώς θα ενισχυθούν με τη μοριοδότηση της άσκησης καθηκόντων της θέσης τους, αποκτώντας έτσι σαφές πλεονέκτημα έναντι των άλλων διεκδικητών. Ετσι, με αυτόν τον παλαιόθεν γνώριμο τρόπο της «κατασκευής» προϊσταμένων, γίνεται εμφανής τόσο η καταστρατήγηση της αρχής της αξιοκρατίας όσο και η επιβεβαίωση του γνωστού στους πολιτικούς επιστήμονες «σιδηρού νόμου της ολιγαρχίας».
Ο δρ Κων. Παπαδημητρίου είναι πρόεδρος του Διοικητικού Επιμελητηρίου, πρ. διευθυντής ΕΣΔΔΑ