
Η Ολλανδία το καλοκαίρι αντιμετώπιζε το δικό της θέμα «διακυβερνησιμότητας». Μια δυσλειτουργική πολιτική κατάσταση οδηγούσε σε αδιέξοδα. Το κόμμα Βίλντερς διολίσθαινε σε τραμπικού είδους κατευθύνσεις, όπως στρατιωτικές περιπολίες στα σύνορα. Αυτό φαινόταν να σαγηνεύει και άλλους (όπως την Κεντροδεξιά), που έσπευδαν να μην υστερήσουν στη μισαλλοδοξία. Η χώρα των πόλντερ βούλιαζε.
Ολα αυτά άλλαξαν στις εκλογές. Το κεντρώο φιλελεύθερο κόμμα D66 πρώτευσε, τριπλασιάζοντας τις έδρες του. Ο αρχηγός του (από το 2023) Ρομπ Γέτεν θα αναλάβει τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας. Μια απρόσμενη αχτίδα λογικής διαπερνά τα σύννεφα και – επιτέλους – φωτίζει έξοδο από τον εφιάλτη. Ο ίδιος ο αρχηγός του έχει συναίσθηση της ευρύτερης σημασίας της νίκης του: «Αποδείξαμε όχι μόνο για τις Κάτω Χώρες αλλά και για όλο τον κόσμο ότι είναι δυνατό να νικήσουμε τα λαϊκιστικά και ακροδεξιά μορφώματα. Ανυπομονώ να συνεργαστώ με άλλα κόμματα για να οικοδομήσουμε συνασπισμό το συντομότερο». Τα κατάφεραν ύστερα από εκστρατεία με έμφαση σε θετικά μηνύματα – το κεντρικό σλόγκαν ήταν παραλλαγή του «Yes, we can» του Ομπάμα. Παράλληλα, δεν διέψευσε την παράδοση του κόμματος να μη φοβάται τις ρηξικέλευθες προτάσεις, ενώ παραμένει ανερυθρίαστος θιασώτης του περιβάλλοντος και του κοινωνικού φιλελευθερισμού. Το κόμμα (Δημοκράτες 66) είναι συνεχώς παρόν από το 1966, συμμετέχει ενεργά στον πολιτικό διάλογο, καθόσον η εκλογική του παρουσία ταλαντεύεται. Η εκτόξευσή του τις τελευταίες μέρες πριν από τις κάλπες προφανώς οφείλεται στο ότι προσέφερε συναινετική διέξοδο μέσω υπέρβασης της τυφλής πόλωσης. Το ότι παραμένει ανοικτό σε συνομιλίες με άλλα κόμματα μέτρησε υπέρ του, και έτσι οι εκλογείς του αναθέτουν εκείνου το έργο των συνεννοήσεων για κυβέρνηση – με σαφή φιλελεύθερο, ευρωπαϊκό, διαλλακτικό προσανατολισμό.
Η εμπειρία της Ολλανδίας να ξεπεράσει το δικό της πρόβλημα διακυβερνησιμότητας μέσω του D66 διδάσκει δύο πράγματα: πρώτον, ότι το αίσθημα αυτοσυντήρησης του εκλογικού σώματος τελικά υπερίσχυσε. Οι εκλογείς είχαν όντως οργιστεί με την πολιτική κατάσταση, για αυτό και τιμώρησαν όσους τροφοδοτούσαν το αδιέξοδο. Το δεύτερο δίδαγμα είναι ότι το πολιτικό σύστημα προσέφερε στους Ολλανδούς τη δυνατότητα να αγανακτήσουν δημιουργικά: μπορούσαν να προσπεράσουν την καταγγελία και να προσπαθήσουν να διορθώσουν τους λόγους που την είχαν δημιουργήσει. Εκτός από τα κόμματα ειδικών συμφερόντων (κόμμα ηλικιωμένων) και των άκρων, το πολιτικό οικοσύστημα συντηρεί και ένα κόμμα του Κέντρου, της συνδιαλλαγής, των δικαιωμάτων αλλά και της λογικής. Η πολιτική βιοποικιλότητα και η ύπαρξη κόμματος του Κέντρου επέτρεψαν την υλοποίηση της λύσης – δημιουργική αγανάκτηση. Αν εξετάσουμε τη δική μας διακυβερνησιμότητα, τα μηνύματα είναι μεικτά: το ένστικτο αυτοσυντήρησης θα πρέπει να υφίσταται και εδώ· γιατί να μην μπορεί να αφυπνιστεί; Αλλά και στη βιοποικιλότητα δεν υστερούμε, τουλάχιστον ως προς τον αριθμό κομμάτων και στους διεκδικητές εξουσίας. Τα κόμματα όμως αυτά στριμώχνονται στα άκρα, ενώ από το 2019 ισοπεδώθηκαν αυτόνομες φωνές του Κέντρου. Το καλύτερο που μας διαθέτει το ελληνικό μενού είναι το «μη χείρον βέλτιστον». Αντί θετικών προτάσεων, εισπράττουμε υπενθυμίσεις του πόσο (ακόμη πιο) χείρον θα είναι τελικά το κακό – λες και θα το ξεχνάγαμε. Εμείς, αντί για πόλντερ, έχουμε βουνά. Γιατί, όμως, να μην επιτρέπεται να διαλέξουμε ελπίδα;
Ο Πλάτων Τήνιος είναι οικονομολόγος, ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά