
Πώς είναι, άραγε, να χάνει κανείς το σπίτι του και να αναγκάζεται να ζει επί τρία χρόνια μέσα σε ένα αυτοκίνητο στους πολυσύχναστους δρόμους της Κυψέλης; Η ερώτηση δεν είναι θεωρητική, καθώς «ΤΑ ΝΕΑ» παρουσιάζουν την οδύσσεια ενός ζευγαριού ελλήνων αστέγων, του κυρίου Χρήστου και της κυρίας Ακριβής, που βίωσαν ακριβώς αυτή τη συνθήκη.
Η αιτία είναι απλή: Παρά τις – πενιχρές, είναι αλήθεια – συντάξεις που λαμβάνουν, το ποσό που συγκεντρώνουν δεν τους αρκεί για να εξασφαλίσουν μια στέγη, στην οποία να μπορούν να επιβιώσουν με ασφάλεια και αξιοπρέπεια. Ετσι και καθώς επέλεξαν, για τους δικούς τους λόγους, να μην εγκατασταθούν σε κάποια από τις δομές του Δήμου της Αθήνας, επέλεξαν ως σπίτι τους ένα αυτοκίνητο. Μην εγκαταλείποντας, παράλληλα, την προσπάθεια να βρουν ένα διαμέρισμα λίγων τετραγωνικών για να ζήσουν.
Ο χρόνος, όμως, είναι αμείλικτος. Κάποια στιγμή, λοιπόν, συνειδητοποίησαν πως η ηλικία και τα προβλήματα υγείας τους δεν θα τους επέτρεπαν να συνεχίσουν για πολύ στο ίδιο μοτίβο. Ετσι, αφηγήθηκαν την περιπέτειά τους σε εκπομπή του Mega, μετά την οποία δεκάδες άνθρωποι προσφέρθηκαν να τους βοηθήσουν βρίσκοντάς τους σπίτι και συνδράμοντάς τους με χρήματα, τρόφιμα και αναλώσιμα.
Η αλήθεια είναι πως το ζευγάρι είχε έρθει σε επικοινωνία με τις αρμόδιες υπηρεσίες του Δήμου Αθηναίων και οι streetworkers τούς είχαν παραπέμψει στις κοινωνικές υπηρεσίες, τα υπνωτήρια και τα συσσίτια. Ωστόσο, οι ίδιοι δεν επιθυμούσαν να διαμείνουν σε δομές. «ΤΑ ΝΕΑ» επικοινώνησαν με την αντιδήμαρχο Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Ισότητας Μαρία Στρατηγάκη, η οποία κινητοποιήθηκε για να τους συνδράμει άμεσα σε όλα τα επίπεδα. Πλην, όμως, ο δήμος δεν διαθέτει εξειδικευμένο πρόγραμμα ανεύρεσης κατοικίας.
Η ώρα της δημοσιότητας
Κάπως έτσι χρειάστηκε η συνδρομή της τηλεοπτικής οθόνης για να βρεθεί η αναγκαία λύση. Κάτι που σε μια «κανονική» κοινωνία δεν θα έπρεπε να ισχύει.
Οταν μιλήσαμε για πρώτη φορά στο τηλέφωνο, στην άλλη άκρη της γραμμής άκουσα μια τρεμάμενη φωνή. «Κάνε ό,τι μπορείς, έχουμε απελπιστεί!» ψέλλισε με φωνή γεμάτη αγωνία, αν όχι απόγνωση, η κυρία Ακριβή. Δώσαμε ραντεβού στο κέντρο της Αθήνας – στην οδό Μηθύμνης, σε ένα από τα κεντρικότερα σημεία της Κυψέλης. Εκεί συνάντησα τον 71χρονο Χρήστο Στεργιόπουλο και την 50χρονη Ακριβή Κίτσου. Δίπλα στο αυτοκίνητό τους, όπου κοιμόντουσαν και ξυπνούσαν ενώ έτρωγαν και περνούσαν όλη την υπόλοιπη ημέρα και τη νύχτα τους στο πεζοδρόμιο.
Ξεκινώ να μιλώ μαζί τους και συνειδητοποίησα πως πρόκειται για δύο ανθρώπους καθόλα αξιοπρεπείς. Κοινωνικοί και – όσο γινόταν – ευδιάθετοι, με υποδέχθηκαν στο παλιό μπλε αμάξι σαν να ήταν κυριολεκτικά το «σπιτικό» τους. Η τελευταία φορά που είχαν ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους ήταν τρία χρόνια πριν. Η ιστορία τους είναι, αναμφίβολα, συγκλονιστική – και, συνάμα, εξοργιστική. «Προ τριετίας νοικιάζαμε σπίτι εδώ στην Κυψέλη. Ο ιδιοκτήτης κάποια στιγμή αποφάσισε να το πουλήσει και μας είπε να βρούμε αλλού στέγη. Εκτοτε δεν τα έχουμε καταφέρει. Τα ενοίκια είναι τόσο υψηλά που δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε» είπε με τα μάτια βουρκωμένα η κυρία Ακριβή.
Αξίζει να σημειωθεί πως δεν πρόκειται για δύο ανθρώπους χωρίς εισοδήματα. Ο κ. Χρήστος λαμβάνει σύνταξη ύψους 410 ευρώ και η κυρία Ακριβή σύνταξη αναπηρίας 310 ευρώ. Οπως παραδέχονται, όμως, τα χρήματα αυτά αρκούν για να καλύψουν στοιχειωδώς όλες τις άλλες ανάγκες τους, όχι όμως και μία από τις βασικότερες, καθώς είναι αδύνατο να καλύψουν τα δυσθεώρητα ενοίκια που ζητούνται, ακόμη και για σπίτια ελάχιστων τετραγωνικών.
Τ’ αυτοκινητάκι μου
«Το αυτοκίνητο δεν είναι καν δικό μας. Οταν μείναμε στον δρόμο, ένας ιερέας μας το μεταβίβασε ως δώρο για να μην κοιμόμαστε έξω στο κρύο. Τελικά έμελλε να γίνει το σπίτι μας για τρία ολόκληρα χρόνια. Ο άνδρας μου είναι διαβητικός. Κάθε μέρα πρέπει να κάνει ενέσεις ινσουλίνης και είναι και μεγάλος σε ηλικία, είναι πολύ δύσκολο να κοιμόμαστε στο κάθισμα του αυτοκινήτου» διηγήθηκε με παράπονο η «νοικοκυρά». Και συνέχισε: «Ο καιρός είναι πολύς και έχουμε εξαντληθεί. Με πονάνε τα κόκκαλα, η λεκάνη μου, η μέση μου. Πόσο να αντέξω να κοιμάμαι σε ένα πλαγιασμένο κάθισμα συνοδηγού; Εδώ στη γειτονιά ο κόσμος μάς φροντίζει, μας συνδράμει, μας αγαπούν και εμείς δεν τους ενοχλούμε σε τίποτε. Αλλά αυτό δεν καταλήγει πουθενά! Αλλο το νοικοκυριό, θέλουμε να ζούμε με αξιοπρέπεια».
Ο κ. Χρήστος πήρε τη σκυτάλη. «Δεν είναι κατάσταση αυτή. Είναι μεγάλα τα ενοίκια. Ξεκινάνε από 400 ευρώ και ζητάνε και τρία ενοίκια μπροστά. Δεν πάει άλλο στο αμάξι. Μεγάλωσα και είμαι ζαχαροδιαβητικός. Κάνω υπομονή, αλλά βλέπω αδιέξοδο. Το αμάξι μας είναι νόμιμο, πληρώνω το σήμα και τα τέλη, το περνάω ΚΤΕΟ. Ο χειμώνας περνάει κουτσά-στραβά με τη θέρμανση του αυτοκινήτου. Το καλοκαίρι η κατάσταση είναι αφόρητη. γι’ αυτό παίρνουμε το αμάξι και πηγαίνουμε κάπου παραθαλάσσια για λίγο καιρό».
Οσο για την «οικοσκευή» των δύο, αποτελούνταν από έναν φακό, ένα μικρό τρανζίστορ, κουβέρτες, κλινοσκεπάσματα και υγρά απολυμαντικά μαντιλάκια. Αυτά, μαζί με κάποια άλλα μικροπράγματα, συνέθεταν το σκηνικό μέσα στο αυτοκίνητο που για το ζευγάρι αστέγων υπήρξε τραπέζι, κρεβάτι και καθιστικό μαζί. «Ξυπνάμε το πρωί, μαζεύουμε τις κουβέρτες και πηγαίνουμε να πάρουμε τον καφέ μας.
Το μεσημέρι τρώμε σε έναν δίσκο που τοποθετούμε στο μπράτσο του μπροστινού καθίσματος. Βάζουμε χρήματα στην άκρη για να πάμε να κάνουμε μπάνιο σε ένα ξενοδοχείο πού και πού. Τουαλέτα πηγαίνουμε στις καφετέριες» μας είπαν.
Κι εμείς αναρωτηθήκαμε για πολλά. Αλλά δεν μείναμε εκεί.