
Η μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία που έχει τίτλο «Ολοκληρώνοντας τις διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ: οι πολιτικές πρωτοβουλίες της ελληνικής κυβέρνησης από τις εκλογές του 1977 έως το 1979», αποσκοπεί στο να αναλύσει τις πολιτικές πρωτοβουλίες που πήρε η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή για την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων τα έτη 1977-1979. Ο λόγος για τον οποίο επελέγη αυτό το χρονικό σημείο είναι ακριβώς επειδή αυτές οι εκλογές επισπεύσθηκαν σε μια προσπάθεια του κυβερνητικού επιτελείου να επιταχύνει τις διαπραγματεύσεις για την ένταξη της χώρας στην Κοινή Αγορά. Επίσης, η εν λόγω επιλογή έγινε διότι και οι ίδιες οι πρόωρες εκλογές συνιστούσαν αναγκαία πολιτική παρέμβαση την οποία υπερασπίστηκε με αποφασιστικότητα ο Έλληνας πρωθυπουργός κατά την προεκλογική του εκστρατεία. Στις προεκλογικές του ομιλίες γίνεται ξεκάθαρη η πρόθεσή του να μη αφήσει το θέμα της ένταξης να περιπέσει στη δίνη της κομματικής πόλωσης αλλά να αποτελέσει εθνική στρατηγική επιλογή.
Αναφορικά με τα ερευνητικά ερωτήματα, στην παρούσα μελέτη γίνεται προσπάθεια να βρεθούν απαντήσεις στα ακόλουθα:
- το πρώτο έχει να κάνει με το κατά πόσο οι πολιτικές παρεμβάσεις του Έλληνα πρωθυπουργού συνέβαλλαν στη θετική έκβαση των διαπραγματεύσεων,
- ενώ το δεύτερο σχετίζεται με το κατά πόσο οι πολιτικές πρωτοβουλίες των συνεργατών του Μακεδόνα πολιτικού (Γ. Κοντογεώργης, Γ. Ράλλης, Β. Θεοδωρόπουλος, Κ. Λυμπερόπουλος, Π. Παπαληγούρας, Στ. Σταθάτος) βοήθησαν στο να αντιμετωπιστούν τα εμπόδια που ανέκυπταν κάθε φορά κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων με την Κοινότητα.
Για να απαντηθούν τα εν λόγω ερωτήματα πραγματοποιήθηκε ενδελεχή έρευνα σε πρωτογενείς πηγές. Ειδικότερα, έγινε μελέτη τόσο του δημοσιευμένου (οι τόμοι 9, 10, 11, 12 την γενική επιμέλεια των οποίων ανέλαβε ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Σβολόπουλος και τα οποία εκδόθηκαν από το Ίδρυμα Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής στα μέσα της δεκαετίας του 1990) όσο και του αδημοσίευτου προσωπικού αρχείου του Έλληνα πρωθυπουργού (αλληλογραφία με τους ξένους ηγέτες, πρακτικά διπλωματικού περιεχομένου, σημειώματα, τηλεγραφήματα, κρυπτογραφήματα). Επιπλέον, έγινε έρευνα και στην αρχειακή συλλογή του στενού του συνεργάτη, του Γεωργίου Λ. Κοντογεώργη, ο οποίος αρχικά ως Υφυπουργός
Συντονισμού και αργότερα ως Υπουργός άνευ Χαρτοφυλακίου, αρμόδιος για τις σχέσεις της Ελλάδας με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, ανέλαβε το δύσκολο έργο της τεχνικής προετοιμασίας της ελληνικής αποστολής. Τέλος, λήφθηκε υπόψη τόσο η συνέντευξη που παραχώρησε ο Βύρων Θεοδωρόπουλος στην δημοσιογράφο Ινώ Αφεντούλη στις αρχές του 2000 και η οποία εκδόθηκε σε βιβλίο (Διαδρομές. Ο Βύρων Θεοδωρόπουλος αφηγείται στην Ινώ Αφεντούλη, Εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα, 2005), όσο και η πρόσφατη βιβλιογραφία σχετικά με τη δράση του εν λόγω προσώπου από τις αρχές του 1977 ως Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών και Προέδρου της Κεντρικής Επιτροπής των Διαπραγματεύσεων.
Από την ανάλυση των εν λόγω αρχειακών τεκμηρίων και τη σύγκρισή τους με τα πορίσματα της προϋπάρχουσας βιβλιογραφίας, συνάγεται το συμπέρασμα πως όχι μόνο ο Καραμανλής αλλά και βασικοί συνεργάτες του έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην επίσπευση των συνομιλιών. Ουσιαστικά, η επιτυχής έκβαση των συνομιλιών οφείλονται όχι μόνο στο πολιτικό κύρος του Μακεδόνα πολιτικού αλλά και σε άλλους παράγοντες, όπως αυτός της ανάθεσης μεγάλου μέρους της κυβερνητικής ευθύνης στα εν λόγω πρόσωπα, της διαπραγματευτικής ομάδας καθώς και το είδος της διαπραγματευτικής στρατηγικής που εφαρμόστηκε στα διάφορα επίπεδα των διαβουλεύσεων με τους ξένους ηγέτες και τα μέλη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της Κοινότητας.
Η εργασία ξεκινά με δύο σύντομα κεφάλαια σχετικά με τις παρεμβάσεις που γίνανε ήδη μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας ως προς την υιοθέτηση φιλοευρωπαϊκής πολιτικής με την επανεργοποίηση της Συμφωνίας Σύνδεσης με την ΕΟΚ η οποία είχε παγώσει λόγω της επιβολής της επτάχρονης στρατιωτικής δικτατορίας. Στην συνέχεια αναλύεται η λογική πίσω από την επιλογή για την υποβολή αίτησης ένταξης στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα καθώς και τα προβλήματα που προέκυψαν το 1976 με την αρνητική γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αλλά και το 1977, έτος κατά το οποίο οι δύο χώρες της ιβηρικής χερσονήσου, Ισπανία και Πορτογαλία εκδήλωσαν και εκείνες ενδιαφέρον για να ενταχθούν στην ΕΟΚ.
Το κύριο μέρος της εργασίας ξεκινά από την προκήρυξη των πρόωρων εκλογών του 1977 και συγκεκριμένα αναλύεται πως αυτές αποτέλεσαν συνειδητή πολιτική επιλογή της τότε κυβέρνησης η οποία στόχευε αφενός μεν στο να ενισχύσει τη διαπραγματευτική της θέση στους κόλπους της Κοινότητας, αφετέρου δε στο να είναι προετοιμασμένη ενώπιον των νέων προβλημάτων που θα εμφανίζονταν από το 1978 και έπειτα. Το εκλογικό αποτέλεσμα αν και δεν ήταν θριαμβευτικό, έδωσε τη δυνατότητα στην Νέα Δημοκρατία όχι μόνο να παραμείνει στην εξουσία αλλά και να το αξιοποιήσει στις συνομιλίες με τους Εννέα Εταίρους προσπαθώντας να ασκήσει πολιτικές πιέσεις να συντομεύσουν οι διαπραγματεύσεις χωρίς να υπάρξουν επιπλέον καθυστερήσεις και εμπόδια.
Τα τελευταία κεφάλαια είναι αφιερωμένα στην κρίσιμη διετία 1978-1979. Ειδικά για το 1978, εξετάζονται ενδελεχώς οι περιοδείες του Κωνσταντίνου Καραμανλή στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Επίσης, σε αυτά αναλύεται η επιχειρηματολογία που επιστράτευε στις ομιλίες του με τους πρωθυπουργούς των ευρωπαϊκών κρατών. Επιπλέον, γίνεται εκτεταμένη αναφορά στη δράση του Γεωργίου Κοντογεώργη ο οποίος συνοδευόμενος από τον Βύρωνα Θεοδωρόπουλο ήταν παρών σε πολλές συνομιλίες τόσο με υψηλόβαθμους Ευρωπαίους αξιωματούχους όσο και με τους ομολόγους του. Μετά την αποχώρηση του Υπουργού Εξωτερικών Παναγή Παπαληγούρα από τη θέση του για λόγους υγείας και άλλοι συνεργάτες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην επιτάχυνση των συνομιλιών, όπως ο Γεώργιος Ράλλης ο οποίος επισκέφθηκε στα μέσα του Ιουνίου του 1978 την Ιρλανδία σε μια προσπάθεια να εξασφαλίσει την υποστήριξη των Ιρλανδών αξιωματούχων ενώπιον των επικείμενων διαβουλεύσεων με την Κοινότητα στους επόμενους μήνες. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως ακόμη και υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της Κομισιόν (Roy Jenkins, Lorenzo Natali) χρειάστηκε να επισκεφθούν την Ελλάδα και να έρθουν σε συνομιλία με μέλη του κυβερνητικού επιτελείου για να παράσχουν λύσεις σε προβλήματα που φαίνονταν ότι δημιουργούσαν προσκόμματα.
Ωστόσο, η ολοκλήρωση των συνομιλιών δεν σήμανε και την επίλυση όλων των τεχνοκρατικών ζητημάτων. Σημαντικά τεχνικά ζητήματα παρέμειναν ανεπίλυτα το 1979, μεταξύ των οποίων το δικαίωμα εγκατάστασης Ελλήνων εργαζομένων στις χώρες της ΕΟΚ, η συμμετοχή της Ελλάδας στον κοινοτικό προϋπολογισμό, οι κοινωνικές υποθέσεις, οι μεταφορές και η αλιεία. Η ελληνική διαπραγματευτική ομάδα αναζήτησε λύσεις που θα εξασφάλιζαν μια ομαλή διαδικασία προσαρμογής και μια ισορροπημένη ένταξη στην Κοινότητα. Μέσω στοχευμένων πολιτικών πρωτοβουλιών, εντατικής αλληλογραφίας και πρόσθετων επαφών με ευρωπαίους αξιωματούχους, η ελληνική κυβέρνηση κατάφερε να επιλύσει τα εναπομείναντα ζητήματα με αποτέλεσμα την υπογραφή της Συνθήκης Προσχώρησης στις 28 Μαΐου 1979, στο Ζάππειο Μέγαρο.
Γεώργιος Γκατζιούρας
Ιστορικός