
Εδώ και δεκαετίες, ο διορισμός στο Δημόσιο αποτελεί ένα σταθερό σημείο αναφοράς στην ελληνική κοινωνία, ένα όνειρο που πολλοί επιδιώκουν με επιμονή, υπομονή και πολύ συχνά με μεγάλη προσωπική – και οικονομική – θυσία. Αυτό το κυνήγι για μια «σίγουρη θέση» αλλά και τον τρόπο με τον οποίο οι προσλήψεις γίνονται πλέον στο Δημόσιο αναλύει σε μια εφ’ όλης της ύλης συζήτηση ο Θάνος Παπαϊωάννου, ο άνθρωπος που βρίσκεται στην προεδρία του ΑΣΕΠ από το 2021.
Με πτυχίο από τη Νομική Σχολή Αθηνών, το 1987 φεύγει για την Αμερική, όπου αποκτά μεταπτυχιακό και διδακτορικό δίπλωμα στο Εμπορικό και Εργατικό Δίκαιο αντίστοιχα από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια. Ξεκίνησε, όπως θυμάται, να σπουδάζει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, έχοντας τον παραδοσιακό ελληνικό αντιαμερικανισμό της εποχής, τελικά όμως η Αμερική – που τότε δεν θύμιζε σε τίποτα τη σημερινή της εκδοχή – τον κατέκτησε. «Εζησα σε ένα εξαίρετο ακαδημαϊκό περιβάλλον, παρακολούθησα πολιτικούς οι οποίοι σέβονταν ο ένας τον άλλο. Εζησα από κοντά τις εκλογές Μπους – Δουκάκη το ’88, με έντονες διαφωνίες στα πολιτικά, δεν ετίθετο θέμα όμως εντιμότητας, μειοδοσίας, αυτά που σήμερα επικρατούν στον δημόσιο διάλογο στην Αμερική και όχι μόνο».
Επιστρέφοντας από την Αμερική, άσκησε δικηγορία για περισσότερο από δύο δεκαετίες, μέχρι τη στιγμή που ανέλαβε γενικός γραμματέας της Βουλής, μια θέση που θα αποδειχθεί, όπως λέει, μεγάλο σχολείο. Αυτή η πενταετία στη Βουλή συνέπεσε, άλλωστε, με την περίοδο της οικονομικής κρίσης και των Μνημονίων. Ηταν πέντε χρόνια ζόρικα, «αλλά έμαθα πολλά, ωρίμασα. Το να προσπαθείς να τηρείς ίσες αποστάσεις, να διευθετείς δηλαδή τα πράγματα ικανοποιώντας τις ανάγκες των πολιτικών παρατάξεων και των βουλευτών για να κάνουν καλύτερα τη δουλειά τους, χωρίς πολιτικές διακρίσεις, είναι από μόνο του ένα μεγάλο σχολείο».
Το 2016 ξεκινά η πορεία του στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού, από τη θέση του αντιπροέδρου, μια θέση που την παρομοιάζει με αυτή του αντιπροέδρου των ΗΠΑ, «το πόσες αρμοδιότητες ασκεί, εξαρτάται από τον πρόεδρο και από τον ίδιο. Νομίζω λοιπόν ότι στην πράξη, με την παρότρυνση του προέδρου αλλά και λόγω χαρακτήρα, άσκησα περισσότερα καθήκοντα απ’ όσα ασκούν οι αντιπρόεδροι». Από τη θέση, πλέον, του προέδρου, ο Θ. Παπαϊωάννου παρουσιάζει την πλήρη εικόνα του ΑΣΕΠ και μιλά για τα εύσημα που παίρνει η ανεξάρτητη Αρχή αλλά και για όσα την… πληγώνουν. Ξεκινώντας από τα… καλά νέα – όπως θέλει συχνά η παράδοση –, σε ό,τι αφορά τις προσλήψεις αυτές καθαυτάς δεν υπάρχει δυσπιστία από τον κόσμο. «Ακόμη και άνθρωποι οι οποίοι δεν επιτυγχάνουν στους διαγωνισμούς και στις προκηρύξεις δεν αμφισβητούν πως πρόκειται για ένα σύστημα αντικειμενικό ή αξιοκρατικό ή και τα δύο μαζί, που για μένα αυτό είναι το ιδανικό».
Οταν η συζήτηση, όμως, έρχεται στα «αγκάθια» του ΑΣΕΠ, εκεί ο πρόεδρος της Αρχής αναφέρει τα δύο πιο σημαντικά προβλήματα: τον χρόνο έκδοσης των αποτελεσμάτων και τη δυσπιστία στο κομμάτι της επιλογής των διευθυντικών στελεχών, από τους ίδιους τους υποψήφιους, οι οποίοι όχι μόνο γνωρίζονται μεταξύ τους αλλά παράλληλα έχουν και μεγάλο ανταγωνισμό. «Ο χρόνος έκδοσης των αποτελεσμάτων έχει μειωθεί· από 17-18 μήνες, από την ώρα που βγαίνει η προκήρυξη μέχρι τα οριστικά αποτελέσματα, τώρα έχουμε πέσει στους 12-14 μήνες. Ικανοποιούμαι; Οχι, δεν ικανοποιούμαι, θα ήθελα να πέσουμε κάτω από το 12μηνο, κάτι που παλεύουμε με τον γραπτό διαγωνισμό. Και μιλάω μόνο για τον χρόνο που αφορά το ΑΣΕΠ. Προσθέστε και περίπου 12 μήνες πριν και μετά που αφορούν τους φορείς πρόσληψης».
Η βελτίωση που έχει σημειωθεί δεν αρκεί γιατί αυξάνονται δυσανάλογα οι ανάγκες του κράτους. «Τα ζητήματα των φυσικών καταστροφών, που δημιουργούν ανάγκες σε νέες ειδικότητες, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στο υπουργείο Κλιματικής Κρίσης, τα ζητήματα της μεταναστευτικής πολιτικής. Και μην ξεχνάμε πως υπάρχουν υπηρεσίες που είχαν να προσλάβουν κόσμο από το 2004. Χαρακτηριστική περίπτωση το υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο είχε να κάνει διαγωνισμό εδώ και 21 χρόνια για διοικητικούς και προξενικούς υπαλλήλους. Αντίστοιχα, οι τελευταίες προσλήψεις στη Δημοτική Αστυνομία είχαν γίνει στη δεκαετία του 2000 και στα χρόνια των Μνημονίων υπήρξε υποχρεωτική κινητικότητα, πήραν υπαλλήλους από τη Δημοτική Αστυνομία και τους μετέθεσαν αλλού και τώρα που βγήκαν οι ανάγκες της Δημοτικής Αστυνομίας το ΑΣΕΠ κλήθηκε να “τρέξει” προκήρυξη 1.213 θέσεων, διαδικασία που ομολογουμένως έχει καθυστερήσει, αντίθετα με άλλες προκηρύξεις».
Από το… χαρτί στις νέες τεχνολογίες, από τη στείρα συλλογή προσόντων και μορίων στην εξέταση γνώσεων και δεξιοτήτων: αυτή θα μπορούσε να είναι η περιγραφή της νέας εποχής του ΑΣΕΠ, που έφερε από το 2023 τη φιλοσοφία των πανελλαδικών γραπτών διαγωνισμών. «Το ζητούμενο ήταν πρώτον να βάλουμε την τεχνολογία στις διαδικασίες του ΑΣΕΠ και δεύτερον να εφαρμόσουμε πιο ουσιαστικές εξετάσεις στους γραπτούς διαγωνισμούς της Αρχής. Νομίζω ότι ο τελευταίος διαγωνισμός ξεχωρίζει γιατί πέτυχε και τα δύο. Εγινε ηλεκτρονικά, πράγμα που διασφάλισε την ταχύτητα και την εξυπηρέτηση των υποψηφίων, ενώ ο πρώτος ήταν έγχαρτος. Είχαμε μία ενιαία πρακτική και για τους 43.000 υποψηφίους, που επέβλεπε άμεσα το ΑΣΕΠ με 300 επιτηρητές σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη».
Βέβαια, η επιλογή μόνο δύο εξεταστικών κέντρων – σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη – προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, με αρκετούς να κάνουν λόγο για ταλαιπωρία και αύξηση του κόστους συμμετοχής, ακόμη και αποκλεισμό υποψηφίων από την περιφέρεια. «Κι όμως, τελικά το ποσοστό εκπροσώπησης της περιφέρειας ήταν ανάλογο με το πληθυσμιακό ποσοστό των περιφερειακών ενοτήτων. Ο άνθρωπος που θέλει να δώσει για το Δημόσιο, θα δώσει».
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Αρχής, ως χώρα ανέκαθεν προτιμούσαμε τα τυπικά μόρια. «Παρόλο που στον νόμο Πεπονή οι διαγωνισμοί ήταν ο κανόνας και τα μόρια η εξαίρεση, στην πράξη αυτά αντιστράφηκαν. Στηριζόμασταν μόνο στα τυπικά προσόντα, αλλά και όποτε κάναμε διαγωνισμό βλέπαμε μόνο τις γνώσεις. Η κοινωνία μας αυτά ήθελε, λόγω και της παραδοσιακής εκπαίδευσης. Εάν έχουμε ένα πρόβλημα στη Δημόσια Διοίκηση, δεν είναι η έλλειψη γνώσεων – που στο κάτω κάτω μπορεί να αναπληρώσει κανείς με τη συνεχή εκμάθηση – αλλά δεξιοτήτων, δηλαδή μπορεί ο υπάλληλος να συνεργαστεί με τους συναδέλφους του, να αναλάβει πρωτοβουλίες, να δώσει λύση σε κρίσεις; Αυτές τις δεξιότητες δεν τις είχαμε ψάξει ποτέ».
Από τον πρώτο πανελλαδικό γραπτό διαγωνισμό του ΑΣΕΠ, η δήλωση του Θ. Παπαϊωάννου πως «επιτυχών δεν σημαίνει και διοριστέος» προκάλεσε κύμα αντιδράσεων, κυρίως από μερίδα υποψηφίων οι οποίοι είχαν πετύχει στον διαγωνισμό και περίμεναν – μήνες ολόκληρους – να δουν το όνομά τους στη λίστα των διοριστέων. «Αυτό που πρέπει να γίνει ξεκάθαρο είναι ότι οι προσλήψεις στο Δημόσιο δεν καθορίζονται με βάση τον αριθμό των επιτυχόντων αλλά τις ανάγκες του Δημοσίου, ποιες κενές θέσεις έχει και πόσες μπορεί να χρηματοδοτήσει».
Ο επόμενος διαγωνισμός
Μάλιστα, προαναγγέλλει πως στον επόμενο πανελλαδικό γραπτό διαγωνισμό, που θα διεξαχθεί το 2027, οι υπεύθυνοι στοχεύουν σε – ιδανικά – δύο μόνιμα εξεταστικά κέντρα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη με μια μεγαλύτερη εξεταστική διάρκεια. Στόχος είναι μια διαρκής διαδικασία, που θα δίνει τη δυνατότητα σε υποψηφίους να κλείνουν ραντεβού για την εξέταση μήνες πριν, ενώ το χρονικό… παράθυρο της εξεταστικής διαδικασίας αυτής καθαυτήν θα είναι πολύ μεγαλύτερο (και όχι μόνο ενάμισης μήνας, όπως ήταν στον φετινό).
Το ερώτημα, λοιπόν, παραμένει: Μία θέση στο Δημόσιο είναι το όνειρο των Ελλήνων; Τα δεδομένα μιλούν από μόνα τους: για 2.213 μόνιμες θέσεις Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης σε φορείς του Δημοσίου, οι αιτήσεις… εκτινάχθηκαν στις 105.427! Κι αν αυτός ο αριθμός φαντάζει εξωπραγματικός, αρκεί να ρίξει κάποιος μια ματιά στην πλειονότητα των προκηρύξεων, με τη λήξη της προθεσμίας υποβολής αιτήσεων: στις περισσότερες περιπτώσεις αυτός ο αριθμός είναι πολλαπλάσιος των προκηρυσσόμενων θέσεων. Υπάρχει, όμως, και η άλλη όψη. «Εχουμε πολλούς ανθρώπους που εγγράφονται ως υποψήφιοι κι όταν έρχεται η ώρα του διορισμού, να μην πηγαίνουν. Στους γραπτούς διαγωνισμούς αυτό είναι πολύ μικρότερο ποσοστό απ΄ ό,τι στις διαδικασίες με μόρια. Οταν, δε, ο διορισμός είναι μακριά από το σπίτι, τότε τα ποσοστά μη αποδοχής του διορισμού ανεβαίνουν κι άλλο», τονίζει ο πρόεδρος του ΑΣΕΠ.
Πάνω από το 50% των διοριστέων στα νοσοκομεία – νοσηλευτικό και διοικητικό προσωπικό – δεν δέχονται τον διορισμό τους. «Οι εργασιακές συνθήκες στα νοσοκομεία είναι δύσκολες, οπότε εάν ένας υποψήφιος έχει δουλειά, είναι πολύ επιλεκτικός στο αν θα δεχθεί ή όχι τη θέση». Προσθέτει, δε, πως εκτός του κλάδου της υγείας υπάρχουν δύο ειδικότητες που είναι κρίσιμες και τελικά δυσεύρετες: οι μηχανικοί κάθε είδους και οι πληροφορικοί. «Γιατί; Οι μηχανικοί, αυτή την εποχή, λόγω της οικοδομικής δραστηριότητας, λόγω των διαφόρων αδειοδοτήσεων κ.λπ., κερδίζουν πολύ περισσότερα χρήματα στον ιδιωτικό τομέα από όσα θα έβγαζαν στο Δημόσιο. Το ίδιο ισχύει και για τους πληροφορικούς. Και μην πάτε πολύ μακριά, στο ίδιο το ΑΣΕΠ είχαμε έλλειμμα προσλήψεων στη συγκεκριμένη ειδικότητα».
Ποιο είναι, όμως, το όραμά του για το ΑΣΕΠ; «Να μην είναι, όπως εν μέρει είναι σήμερα, ένας οργανισμός που ελέγχει δικαιολογητικά, αλλά να παίζει καθοριστικό ρόλο στην επιλογή των υποψηφίων, με βάση τα σύγχρονα εργαλεία που κάθε τόσο θα τα επικαιροποιεί».
Λίγο πριν η συζήτησή μας ολοκληρωθεί, ο Θ. Παπαϊωάννου δίνει τη δική του απάντηση στο ερώτημα που πλανάται στον δημόσιο διάλογο για το εάν οι ανεξάρτητες Αρχές, όπως άλλωστε είναι το ΑΣΕΠ, είναι όντως ανεξάρτητες. «Το πολιτικό προσωπικό συνήθως αντιμετωπίζει τις ανεξάρτητες Αρχές με βάση τα δεδομένα της κάθε συγκυρίας. Η στάση μιας Αρχής μπορεί να “αρέσει” βραχυπρόθεσμα σε ένα κομμάτι του πολιτικού φάσματος κι αργότερα σε ένα άλλο. Εκείνο που έχει σημασία είναι πρώτον η Αρχή να νιώθει και να ενεργεί ως ανεξάρτητη και δεύτερον οι πολίτες να την αντιμετωπίζουν ως ανεξάρτητη. Το εάν επιτυγχάνονται όλα αυτά είναι απόρροια μιας μάχης που πρέπει να δίνει κάθε μέρα η κάθε ανεξάρτητη Αρχή παράλληλα με τη μάχη της αποτελεσματικότητας».