
Είδα πριν από λίγες μέρες, στο νέο θέατρο Embassy, την κωμωδία των Γιαλαμά – Πρετεντέρη «Η κόμισσα της φάμπρικας» σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή (το 2026 συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη γέννηση του Κώστα Πρετεντέρη και, με αυτή την ευκαιρία, θα δούμε τη νέα χρονιά στο Δημοτικό Πειραιά και το «Τζένη Τζένη» σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου). Θαύμασα τον «χειρουργικό» τρόπο με τον οποίο ο Σταμάτης Φασουλής άφησε μεν το έργο στην εποχή του (έχει γραφτεί το 1966), αλλά το «συμφιλίωσε» με το σήμερα, ξορκίζοντας έτσι τη γραφικότητα του ρετρό. Είναι χαρακτηριστικό πως όταν ο Γιώργος Πυρπασόπουλος που υποδύεται τον Χρήστο Δελημάνη, τον αστυνομικό, ζητάει από κάποιον να τραγουδήσει το «Caruso», εκείνος του απαντάει «Μα αυτό δεν έχει γραφτεί ακόμη». Εντυπωσιάστηκα επίσης από την ερμηνεία της Δήμητρας Ματσούκα – έκπληξη για όσους έχουν μια στερεοτυπική εικόνα γι’ αυτήν –, η οποία όχι μόνο ξεδιπλώνει την κωμική πλευρά του ταλέντου της, αλλά είναι, νομίζω, από τις ελάχιστες σύγχρονες ηθοποιούς, αν όχι η μοναδική, που, χαλαρά, τσαλακώνει την εικόνα της sexbomb και γίνεται, επί σκηνής, καρικατούρα χωρίς να χάνει ίχνος από τη λάμψη και τη γοητεία της.
Αυτό που, ωστόσο, μου έδωσε τροφή για σκέψη είναι το πώς οι συγγραφείς χειρίζονται την ιστορία τους. Γραμμένη το 1966, λίγο μετά τα Ιουλιανά και λίγο πριν από τη χούντα, η «Κόμισσα» έχει ως άξονα τη συνωνυμία τριών πρωτοξάδερφων (Χρήστος Δελημάνης και οι τρεις, ο ένας αστυνομικός, ο άλλος μικρολωποδύτης και ο τρίτος κομμουνιστής) και μια αριστοκράτισσα, ανιψιά ναυάρχου, που εισβάλλει στη ζωή και την αυλή τους υποδυόμενη τη φτωχή βιοπαλαίστρια. Με άλλοθι αυτή την ανάλαφρη ερωτική κωμωδία παρεξηγήσεων, ο Πρετεντέρης και ο Γιαλαμάς θίγουν θέματα πολύ σοβαρά για την ελληνική κοινωνία εκείνης της εποχής που υφίστανται ακόμη και σήμερα. Στην πραγματικότητα, είναι η άλλη όψη ενός «οικογενειακού δράματος», όπου οι σχέσεις μεταξύ των συγγενών αποδεικνύονται πολύ πιο ισχυρές από τις πολιτικές, ιδεολογικές και αξιακές αρχές τους. Η μάνα (Σάρα Γανωτή), για παράδειγμα, αρχισυνδικαλίστρια εργάτρια σε εργοστάσιο, που τσακώνεται όλη την ημέρα με τον αστυνομικό γιο της, γίνεται βράχος προκειμένου να υπερασπιστεί την ερωτική ευτυχία του ακόμη και στο πλευρό μιας «πλουσίας». Ενώ πίσω από το κεντρικό μοτίβο αναδεικνύονται οι κοινωνικοί αποκλεισμοί, η ηλικιακή απομόνωση, τα δεσμευτικά στερεότυπα. Με έναν τρόπο ήπιο, τρυφερό και καθόλου φωνακλάδικο.
Τότε και σήμερα
Αναρωτιέμαι γιατί σήμερα συγγραφείς, σκηνοθέτες, ηθοποιοί δεν μπορούν να κάνουν κάτι ανάλογο. Ακόμη και κλασικά έργα τα «ξεφλουδίζουν» για να φτάσουν, υποτίθεται, στο κουκούτσι τους (εξού και τα τόσα «βασισμένο στο τάδε έργο» ή «με έμπνευση από το δείνα») και, τελικά, σερβίρουν στον θεατή ένα άνοστο πιλάφι.
Οι περισσότερες σύγχρονες κωμωδίες μοιάζουν περισσότερο με ένα φεστιβάλ υστερίας. Το γέλιο σχεδόν εκβιάζεται, το αστείο βασίζεται στη διακωμώδηση και την έκθεση των χαρακτήρων και όχι στις καταστάσεις που δημιουργούνται. Το χιούμορ προκύπτει από το κράξιμο. Οι νέοι συγγραφείς ή διασκευαστές μοιάζει να μην αγαπούν τους ήρωές τους, σε αντίθεση με τους παλαιότερους που «προστάτευαν» ακόμη και τους πιο αφελείς ρόλους. Ελάχιστοι καταφέρνουν να θίξουν ένα σοβαρό θέμα μέσα από μια κωμική ιστορία χωρίς να γίνονται στείρα διδακτικοί. Για τα σοβαρά θέματα επιλέγουν τις «καταγγελτικές παραστάσεις» με θυμωμένους ηθοποιούς. Και η «ατζέντα» που επιβάλλει όχι μόνο συγκεκριμένους χαρακτήρες αλλά και τρόπους χειρισμού τους υπερβαίνει τη σπουδαιότητα της δραματουργίας.
Βλέπω τις κωμωδίες του Πρετεντέρη και των άλλων συγγραφέων της εποχής του, βλέπω και τα σημερινά και συνειδητοποιώ τη διαφορά ανάμεσα στις κόμισσες και τους κομήτες.